Pushin' against a stone
Φολκ, μπλουζ, σόουλ, απαλάχικα και γαλαζόχορτα. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η μαύρη μουσική θα καταντούσε να ταυτίζεται στη συνείδηση του μέσου ακροατή με το σύγχρονο R'n'B και τις διάφορες ασήμαντες Mariah & Whitney & Beyonce. Επιπλέον, μετά το θάνατο της Amy W., η αγορά πλημμύρισε από τις επίδοξες διαδόχους της και τα γλυκερά, γαργαριστά φωνητικά τους. Τι να σου κάνουν οι γηραιές Mavis Staples και Sharon Jones; Δύο κούκοι δεν φτάνουν για την ανανέωση ενός είδους που δεν έχει περιθώριο να πέσει πιο χαμηλά. Να όμως που μας λυπήθηκε ο Θεός της μαύρης μουσικής και μας έστειλε την Valerie June. Η ερμηνεία και το μουσικό ύφος των τραγουδιών της αποδεικνύουν το αυταπόδεικτο: όσο κι αν οι άνθρωποι προσπαθούν να στριμώξουν τα μουσικά είδη σε κουτάκια - επειδή έτσι βολεύει τους μάνατζερ ή τους νέο-συντηρητικούς - τόσο η μουσική η ίδια ξεχύνεται σαν ποτάμι και συντρίβει τα φράγματα.
Στη φωνή της Valerie June συναντάται η παράδοση της southern soul (η οποία διαφέρει από τη βόρεια αδελφή της στα ποσοστά blues & gospel που περιέχει, ακούστε τη Mavis Staples και θα καταλάβετε τι εννοώ) με τη μουσική των Απαλαχίων. (Ο πρώτος που το αναγνώρισε αυτό φυσικά ήταν ο Ray Charles, στο ιστορικό άλμπουμ Modern Sounds in Country & Western Music). Το κόντρα επιχείρημα σε όλα αυτά είναι ότι η Valerie είναι πιο κοντά στη folk παρά στην παραδοσιακή μαύρη μουσική. Στο οποίο με τη σειρά μου θα απαντήσω ότι οποιοδήποτε μουσικό προϊόν βγαίνει από το Μέμφις, έχει όση "μαυρίλα" χρειάζεται για να αποκτήσει δικαίως τον τίτλο της "μαύρης μουσικής". (Ακόμα και η country του ονομάζεται sharecropper σε αντίθεση προς την ιλουστρέ rhinestone country του Νάσβιλ).
Φαίνεται πάντως ότι στις ΗΠΑ, παρά τη δεύτερη θητεία μαύρου προέδρου ΗΠΑ και το σάρωμα των πρώτων θέσεων των most influential από μαύρους διασκεδαστές και δημοσιογράφους (Oprah & co.), ένας μαύρος μουσικός έχει ακόμα ανάγκη από ένα λευκό ομόλογό του για να τον βγάλει από την αφάνεια. Έτσι και η Valerie J χρειάστηκε την παραγωγή του Dan Auerbach για να φτάσει στα αυτιά μας και να πετύχει τις διθυραμβικές κριτικές χάρτινων και διαδικτυακών εντύπων. Υποθέτω ότι στον δικό του εκλεκτισμό οφείλεται ο έξοχος συνδυασμός του mellotron με τη slide κιθάρα, του βιολιού με τα πνευστά, των κήμπορντς του Booker T Jones με το όρθιο μπάσο. Όπως και η ελαφρά παραμορφωμένη ηλεκτρική κιθάρα εδώ κι εκεί - η οποία, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να λείπει μερικές φορές.
Η ίδια η VJ αποκαλεί τη μουσική της "organic moonshine roots music" - σε αντίθεση προφανώς από τη neo-soul/organic-soul της Erykah Badu και των (χλομότατων) Leela James, Raheem Devaungh etc. Όπως κι αν την ονομάσει κανείς, η εισαγωγή με το "Working Woman's Blues" είναι συγκλονιστική: "I ain't fit to be no mother, I ain't fit to be no wife, I been workin' like a maniac, I been workin' all my life", μας μεταφέρει την προσωπική της εμπειρία, στην οποία περιλαμβάνεται και μια θητεία ως μουσικός του δρόμου. Στο "Hour" διακρίνουμε ολοκάθαρα την επιρροή των γυναικείων φωνητικών συνόλων της δεκαετίας του '60, στο "Wanna Be on Your Mind" τις καλύτερες στιγμές της Stax-soul, ενώ στο "Trials, Troubles and Tribulations" ακούμε την παράδοση των λευκών πολιτικοποιημένων τραγουδοποιών που ξεκινά από τον Woody Guthrie. Τέλος, στο "You can't be Told" εμπεριέχεται όλη η λευκή αναβίωση των blues - για να κλείσει πάλι ένας κύκλος επιρροών και να αρχίσει ένας νέος.
Μια συμβουλή: ξεχάστε όσα έγραψα πιο πάνω. Ακούστε απλώς τη φωνή της Valerie June. Αυτό τον αναπάντεχο συνδυασμό country, gospel, southern soul & blues που πλημμυρίζει, για παράδειγμα, το hidden track "Somebody to Love".