Untrodden Corridors of Hades
Η εγχώρια extreme metal παραγωγή δεν εξάντλησε τις δυνατότητες της. Του Άρη Καραμπεάζη
Κυκλοφορημένο στα τέλη του 2014, το πέμπτο full length (που λέγαμε και κάποτε) άλμπουμ των Varathron διέφυγε καταρχήν της προσοχής μου, καθώς θεώρησα, μες στον ενθουσιασμό μου, ότι η εγχώρια extreme metal παραγωγή εξάντλησε τις δυνατότητες της στα (παραμένουν ανυπέρβλητα) κατορθώματα των Dead Congregation, με τα οποία ακόμη παραμιλάμε συχνά-πυκνά. Οι παραλείψεις είναι για να αίρονται όμως, ως γνωστόν, και θα ήταν πραγματικά ανόητο να φτάσουμε μέχρι και τα τέλη του 2015 και να μην αναφερθούμε εξαντλητικά στο πως ακόμη ένα ελληνικό συγκρότημα έλυσε (χωρίς πολλά-πολλά και κυρίως χωρίς μαχαιριές) τον γόρδιο δεσμό του metal ιδιώματος στο οποίο ανήκει.
Με 25 χρόνια στις πλάτες τους όμως και με το ελληνικό black metal να αναγνωρίζεται ούτως ή άλλως πλέον ως εξίσου οριακής σημασίας για την εξέλιξη του είδους, ακόμη και με αυτό το περίφημα αληθινό Νορβηγικό (μείον το αιματοκύλισμα και δεν αργεί να καταλάβει κανείς το γιατί και πώς τα φώτα της δημοσιότητας δεν έπεσαν εδώ), θα ήταν άδικο να πούμε ότι οι Varathron απλώς συγκαταλέγονται στους πρωτοπόρους του black metal από άποψη χρονικής συγκυρίας. Και μόνο το γεγονός ότι συνειδητά επιλέγουν το underground για ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς μάλιστα να λοξοκοιτάζουν προς παραδοσιακές heavy metal φόρμουλες για να αυξήσουν την δημοτικότητα και την μεταδοτικότητα τους, θεωρώ ότι τους κατατάσσει στον σκληρό πυρήνα εκείνων των σχημάτων που απηχούν με καθολικό τρόπο τα ιδεώδη του black metal, είτε συμφωνεί, είτε -πολύ περισσότερο- διαφωνεί κανείς με αυτά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Untrodden Corridors Of Hades είναι ένα άλμπουμ που κουβαλάει πάνω του τις αρετές και τα ελαττώματα, και κυρίως τις εμμονές, του early 90s black metal. OK, η θεματολογία του είναι συγκρατημένα "παραδοσιακή" για το είδος, και με τίτλους τραγουδιών όπως Leprocious Lord και Kabalistik Invocation Of Solomon, ασφαλώς και δεν ανοίγουν δρόμο σε όσους είδαν φως και μπήκαν στην σύγχρονη έκφανση του BM ως μία αυθαίρετα μεταμοντέρνα συνιστώσα των ακραίων ονείρων του shoegaze, αλλά ακόμη και αυτά τα θέματα προσεγγίζονται εδώ (και δεν εννοώ μόνο στιχουργικά) με κάθε άλλο παρά μεθόδους απομόνωσης. Βλάσφημοι, αλλά όχι απολυταρχικοί, αποκρυφιστές, αλλά όχι προσηλυτιστές, οι Varathron και αυτή τη φορά αφήνουν ικανό χώρο για όποιον θέλει να τους προσεγγίσει ως ακροατής και μόνον, έστω και με περιορισμένη διάθεση σαγήνης προς την αισθητική τους, η οποία πάντως -ας μη γελιόμαστε- συνιστά πρωτεύον στοιχείο και της μουσικής τους ιδιοσυγκρασίας.
Το black metal του 2015 μπορεί και έχει καλοκουρδισμένες κιθάρες σε πρώτο πλάνο, χωρίς αυτό να θεωρείται προδοσία, ακόμη και ικανό groove στα τυπικά μαύρα του σπλάχνα, χωρίς να μεταπηδά στο μετερίζι του blackened death (που μας απασχόλησε έντονα τα τελευταία χρόνια). Στο περίφημο Leprocious Lord, που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου, οι Varathron διαλύουν κάθε υποψία ξεπουλήματος και ναφθαλίνης μαζί και παραδίδουν έναν ύμνο ικανό να τους καταστήσει θρύλους, ακόμα και αγνοώντας το γεγονός ότι είναι ήδη τέτοιοι. Σχεδόν πριν προλάβει να τελειώσει το τραγούδι, ένα πατενταρισμένα βοθρικό μουγκρητό του Necroabyssious "προλογίζει" ορθά κοφτά το σπινταρισμένο The Bright Trapezium, και ο δίσκος έχει πλέον ολοκληρωτικά παραδοθεί στην συλλογιστική, που έχει καταστήσει τα τελευταία χρόνια τους Watain, ό,τι πιο σημαντικό σε ένα χώρο, που συνέχεια τρώγεται είτε με τα παλιά, είτε με τα νέα του ρούχα.
Αυτό κατά τη γνώμη του υπογράφοντος κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι. Παρότι πιθανολογώ ότι στη σύγκριση με τις παλιότερες (και κυρίως με τις πρώτες) δουλειές τους, ο δίσκος δεν θα καταφέρει να θεωρηθεί σημαντικότερος, ειδικά στις συνειδήσεις των παλιών οπαδών, εν τούτοις πρέπει να αναγνωριστεί στους Varathron η ικανότητα απεγκλωβισμού από κάθε black metal προβληματική του παρόντος. Στις τελικές επαναληπτικές του ακροάσεις, το Untrodden... δεν είναι ένας εύκολος δίσκος. Αρνείται να τηρήσει μία απολύτως ενιαία αισθητική γραμμή, και ακόμη και η φαινομενική αντιπαράθεση του με το πλούσια ατμοσφαιρικό παρελθόν του συγκροτήματος, ενδέχεται να δημιουργήσει συνθήκες ρήξης με το διατακτικό της μνήμης, που συνήθως ενισχύει τις προσπάθειες των συγκροτημάτων σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, που οι τριετίες ωρίμανσης, βαραίνουν περισσότερο ως απειλή, παρά ως επίδομα εμπιστοσύνης.
Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται βέβαια ότι το άλμπουμ στερείται ατμόσφαιρας ή ότι πολύ περισσότερο δεν είναι δήθεν μία 100 % Varathron κυκλοφορία. Ψαλμωδίες από την απέναντι πλευρά, (μετρημένα) πλήκτρα και doom εισαγωγές, βρίσκουν τη θέση τους και εδώ πέρα, αλλά απουσιάζει κάθε υποψία συμφωνικότητας (για να γινόμαστε απτά κατανοητοί). Πέντε χρόνια μετά από την προηγούμενη (εξίσου άρτια δομημένη) κυκλοφορία τους, οι Varathron ούτε εξαργυρώνουν τον θρύλο τους, ούτε ξανοίγονται καιροσκοπικά σε περισσότερο occult μονοπάτια, από όσο οι ίδιοι μας είχαν συνηθίσει, για να πιάσουν το (ούτως ή άλλως ξεθυμασμένο πλέον) πνεύμα των καιρών. Αντίθετα, ηχογραφούν με την καλύτερη παραγωγή της μέχρι τώρα δισκογραφίας τους και χτίζουν τον επόμενο μύθο τους πάνω σε έναν σχεδόν αλάνθαστα συμπαγή black metal ήχο, που εξισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στις αναθυμιάσεις του lo fi και στις διακυμάνσεις ενός ιδιότυπου wall of sound.