Sing And They’ll Sing Your Song
Πολλά ταξίδια μας ως ακροατές τα ξεκινήσαμε με ένα κομμάτι από ένα άλμπουμ-συλλογή. Tου Γιώργου Λεβέντη
Καθώς όλοι πια συστήνονται και ματασυστήνονται σε κάθε γενιά –προφανώς αλλάζουν οι γενιές κάθε δύο χρόνια– οι εταιρείες παραμένουν ελαφρώς ξεχωριστή κατηγορία. Περισσότερο από την περίπτωση χαμένων δίσκων, καλτ συγκροτημάτων ή κλασικών δημιουργιών, τα label παρουσιάζονται στο κοινό με τη μεγαλύτερη πιθανή σεμνότητα. Δύσκολα ένα άλμπουμ συλλογών να κάνει κάποιον να βουτήξει αναδρομικά σε όλο το έργο της εταιρείας, αν και υποτίθεται αυτός είναι ο σκοπός, και δύσκολο να αποκτήσει κάποια αξία πέρα από αυτή που της προσδίδει ο χρόνος κυκλοφορίας του. Κάπως έτσι, άλμπουμ σαν αυτό έχουν πάντοτε ένα ύπουλο δυνητικό ενδιαφέρον.
Υπό αυτή την έννοια, η συλλογή η οποία ασχολείται με τη μουσική που βρήκε στέγη στη Megaphone είναι ταυτοχρόνως και ένα καλό άλμπουμ και μια χαμένη ευκαιρία. H Megaphone ιδρύθηκε το 1997 από τον Stephane Bismuth, αφού πρώτα σύστησε τους θρυλικούς (;) Shack στον Αrthur Lee και αποφάσισε ότι καλά το πάει με τις περίεργες ιδέες. Εκλεκτικό, πυκνό και ελαφρώς μπλαζέ προς την έννοια του ιστορικού χρόνου, το υλικό της εταιρείας επιβεβαιώνει πως στην περίπτωση αυτή ο ‘χομπίστικος’ χαρακτήρας του label δεν είναι κολακευτική κατασκευή της μνήμης, αλλά ο λόγος που έγινε ό,τι (δεν) έγινε.
Ξεκινάμε με Μichael Head και με τι άλλο θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε φυσικά; Το ‘Something Like You ’ δεν είναι απλά το στολίδι της εταιρείας, αλλά ένα από τα πέντε ομορφότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί, τουλάχιστον στον χρόνο που έπεται της ηρωικής προσπάθειας των Buzzcocks να επανεφεύρουν τη έννοια του ερωτικού τραγουδιού. Οποιοσδήποτε δίσκος περιέχει τα τριάμισι αυτά λεπτά δικαιούται αξιωματικής αναγνώρισης. O τίτλος της συλλογής προέρχεται από το ‘Poor People’ του Alan Price, εδώ διασκευασμένο από τον Γάλλο Simon Dalmais, που δίνει μια Newman/John Hiatt νότα. Πα μαλ, πα μαλ.
Αν η Μegaphone, ωστόσο, κέρδισε με κάτι την υστεροφημία της, αυτό είναι η ιδέα να παρουσιάσει κάποιο από το ξεχασμένο έργο της folk ιέρειας Κaren Dalton, που θεωρείται σήμερα επιρροή των πάντων –από Dylan έως τον κάθε απίθανο δεκαεφτάχρονο που πιστεύει ότι το τσέλο ανακαλύφθηκε για να μας ταλαιπωρεί–, τότε όμως παρέμενε παντελώς άγνωστη. Είχε αφήσει τον μάταιο κόσμο μας από το 1993, αλλά στα late 90s δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η φάμπρικα των ‘χαμένων αριστουργημάτων’. Εδώ συμμετέχει τόσο με το ‘Ribbon Bow’’ όσο και με μια ελαφρώς εκκεντρική εκδοχή του ‘’It’s Alright’ του Ray Charles. Από τον Οmar Bashir έως τον Βlind Blake, οπουδήποτε το label κατάφερε να βάλει χέρι, γενικά ήταν για καλό.
Ανέφερα στην αρχή κάτι περί χαμένης ευκαιρίας και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς τελικά αξίζει να κριθεί το άλμπουμ. Με μόλις έντεκα κομμάτια και τόσες διασκευές μέσα σε αυτά, μένεις με την αίσθηση πως η κοσμοθεωρία των υπευθύνων αποτυπώνεται με ακρίβεια, δόξα και τιμή, η μουσική όμως μένει λίγο πίσω. Δεν ξέρω αν θα ακολουθήσει και άλλη ανάλογη προσπάθεια, αλλά στην περίπτωση που συμβεί αξίζει μεγαλύτερης φροντίδας. Κάπου στον κόσμο υπάρχει μία εξαιρετική συλλογή της Μegaphone έτοιμη προς δημιουργία και πλήρη αποτύπωση του στίγματός της. Το παρόν άλμπουμ δεν παίζει τον ρόλο αυτό, αλλά είναι μια καλή αρχή.