Act of Faith/Στο Δρόμο του Θεού (OST)
Ξεχασμένες μουσικές από λησμονημένες ταινίες έρχονται στο φως και βρίσκουν τη θέση τους στην ιστορία. Το μοναστήρι να 'ναι καλά... Του Αντώνη Ξαγά
Η δραματουργική εκμετάλλευση (exploitation που λένε στα αγγλοσαξονικά) των κλειστών χώρων, των απομονωμένων συστημάτων (που θα λέγαμε στην Θερμοδυναμική) και η προσθήκη σε αυτά ενός εξωγενούς παράγοντα (μιας ‘διαταραχής’ που θα λέγαμε στην Κβαντομηχανική) και η συνακόλουθη μελέτη των αλλαγών, των αντιδράσεων, των συγκρούσεων που θα προκληθούν, είναι μια κλασική δημιουργική τεχνική στην αφηγηματική Τέχνη, από την λογοτεχνία έως και τον κινηματογράφο, η οποία μέσα από έναν κάποιο έλεγχο/περιορισμό των παραμέτρων -κάτι ουσιαστικά αδύνατο στον ‘πραγματικό’ χαοτικό μας κόσμο- δίνει ώθηση στην πλοκή κι επιτρέπει τη μελέτη χαρακτήρων και καταστάσεων, την ανάδειξη ψυχολογικών διεργασιών και αλληλεπιδράσεων με απώτατο σκοπό την εξέταση της ανθρώπινης κατάστασης σε κάθε δυνατή συνθήκη. Οι αναλογίες εδώ με την Φυσική, οι οποίες παραπέμπουν σε πειραματικές διεργασίες, μπορούν να μας κάνουν να φανταστούμε τον κάθε κινηματογραφιστή ως έναν (τρελό;) επιστήμονα ο οποίος με εργαλεία τον φακό (και την συνακόλουθη επιλογή της οπτικής και της αποκομμένης ‘πραγματικότητας’), το ψαλίδι του μοντάζ και την μουσική (όταν αυτή υπάρχει… αντι-δογματικά) κατασκευάζει μια νέα δική του ‘πραγματικότητα’, όχι λιγότερο πραγματική από την ‘πραγματική’.
Μέσα λοιπόν από την εκμετάλλευση, την exploitation, κι από αυτή την ετυμολογική ρίζα, έχει γεννηθεί (ή βαπτιστεί;) μια πανσπερμία κινηματογραφικών ειδών που τα περισσότερα κατέχουν ωστόσο έναν περιθωριακό-περιφρονημένο ρόλο στην ιστορία (ήδη η ίδια η λέξη «εκμετάλλευση» έχει μάλλον αρνητικές συνδηλώσεις), συνώνυμα του καλτ, της ακρότητας και της προκλητικότητας, από τα πλέον διάσημα (ειδικά μέσα από την μουσική τους) blaxploitation και sexploitation, μέχρι τα πλέον εξωτικά και για ιδιαίτερα γούστα, βλέπε π.χ. nazisploitation, gothsploitation, deepsploitation (ήτοι ταινίες με υποβρύχια γυρίσματα), stonersploitation (με αναφορά στα ναρκωτικά, ουχί στο μουσικό είδος) κοκ κοκ, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να καλέσουμε ως μάρτυρες υπεράσπισης πολλούς εγνωσμένης αξίας σκηνοθέτες (ξεκινώντας π.χ. από τον κύριο Ταραντίνο, του οποίου ολόκληρη η πορεία είναι ένας φόρος τιμής σε αυτό το σύμπαν), είναι πολλοί αυτοί που ενσωμάτωσαν στοιχεία από τις ταινίες αυτές, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σταμπαρισμένο ως καλτ –ότι κι αν σημαίνει αυτό- πεδίο αποτέλεσε έναν προνομιακό χώρο άσκησης και δοκιμών για πρωτοποριακές ματιές και μεθόδους, ειδικά την ελευθεριακή δεκαετία του ’70, χωρίς επίσης να παραγνωρίζουμε το θεμελιώδες αμφιλεγόμενο εννοιών όπως το καλτ (ή ακόμη και το trash) όσο και το γεγονός ότι οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι ποτέ σαφείς και ξεκάθαρες αλλά ορίζονται κυρίως μέσα από το βλέμμα της θεάτριας και φυσικά τις εκάστοτε κοινωνικές προσλαμβάνουσες και συνθήκες. Στο κάτω-κάτω δε της γραφής, ακόμη και μια ‘κανονική’ ταινία, ολόκληρο το σινεμά δεν είναι αυτό καθαυτό μια εκμετάλλευση της ‘πραγματικότητας’; Ένα… lifesploitation;
Ένα αυστηρά οριοθετημένο σύστημα σαν αυτό που αναφέραμε στην εισαγωγή είναι και ένα μοναστήρι. Περίκλειστο ήδη και χωροταξικά, απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, συγκροτεί μια δική του μικροκοινωνία, με δική της αυστηρή, ιεραρχία και ηθικό κώδικα, από αρχαιοτάτων χρόνων, από τότε που ο άγιος Βενέδικτος εισήγαγε τον μοναστικό κανόνα κι από τότε που ο συνονόματός μου άγιος (και μέγας) Αντώνιος πήγε ερημίτης στην αιγυπτιακή έρημο (οι πειρασμοί του οποίου… αξιοποιήθηκαν πολλάκις ειδικά στην ζωγραφική, από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αιώνα και το σουρεαλιστικό πενάκι του Νταλί). Μέσα από την συνθήκη αυτή ξεπήδησαν ιστορίες που έδωσαν τροφή στο… λογοτεχνικό είδος των Βίων Αγίων και Ασκητών, με μια γκροτέσκα αισθητική η οποία έφτανε στην splatter εικονοποιία βασανιστηρίων, μαρτυρίων και λάγνων προκλήσεων από δαιμονικές πλανεύτρες με την αντρική φαντασία να καλπάζει ειδικά όταν αυτές οι σκέψεις προβάλλονταν στο… προπατορικά επιρρεπές στους απαγορευμένους καρπούς φύλο («τι γίνεται πίσω από τους υψηλούς τοίχους των μοναστηριών;»). Για παράδειγμα, ο μοναχός και περιηγητής Ιωάννης Μόσχος τον μακρινό 6ο αιώνα μ.Χ. στο διαβόητο «Λειμωνάριο» του, μνημονεύει την ιστορία(;) μιας γυναικείας μονής στη Λυκία η οποία δέχτηκε επίθεση από μια στρατιά δαιμονίων, με αποτέλεσμα «πέντε από τις παρθένες συνωμότησαν για να το σκάσουν από τη μονή και να αναζητήσουν συζύγους» (ανθολογημένο από το θαυμάσιο «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου» του William Dalrymple). Να βαφτίσουμε τέτοιες ιστορίες, έστω και καθ’ υπερβολή, πρώιμα… nunsploitations;
Κατά τα κιτάπια βέβαια της επίσημης ιστορίας η ταινία η οποία έδωσε το έναυσμα για το nunsploitation (το οποίο μήπως να το θεωρήσουμε υποκατηγορία του christploitation;) ήταν το σκληρά λογοκριμένο στον καιρό του (1971) «The Devils» του Ken Russell, με πρωταγωνίστρια την Vanessa Redgrave (ένα βασικό κριτήριο άλλωστε κατάταξης και επινόησης μιας νέας exploitation κατηγορίας ήταν η μίμηση μέχρι παρωδίας ενίοτε, ενός επιτυχημένου προτύπου –έτσι π.χ. προέκυψαν και τα είδη -με προφανή την αφόρμηση- του bruceploitation ή ακόμη-ακόμη του… sharksploitation!).
Ακολούθησε τα επόμενα χρόνια μια πλειάδα ταινιών οι οποίες πατούσαν σε αυτή την ‘πειραματική’ συνθήκη, με την γυναίκα ηρωίδα να τοποθετείται σε αυτό το αφύσικο και εχθρικό περιβάλλον εγκλεισμού, έρμαιο του θρησκευτικού φανατισμού και συνήθως μιας σαδιστικής ηγουμένης, όπου όμως η σάρκα κάποια στιγμή επαναστατούσε. Και αν στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών αυτών το αντρικό βλέμμα είναι αυτό που κυριαρχεί και δίνει τον τόνο (γιατί δεν έχουμε π.χ. αντίστοιχο monksploitation είδος;), με την κάμερα να παρέχει μια λαθραία ματιά σε μια αποκλειστικά γυναικεία κοινότητα, να παίρνει θέση στην κλειδαρότρυπα στην υπηρεσία της ηδονοβλεψίας και του φετιχισμού (μια στολή καλόγριας βρίσκει κανείς σε κάθε καλό ενημερωμένο σεξ-σοπ), ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να διακριθεί κι ένα πνεύμα αντίδρασης απέναντι στην επιβληθείσα στερητική ασκητικότητα, ακόμη-ακόμη κι ένας καταγγελτικός-αντιεξουσιαστικός (έστω και υπονομευτικός μέσα από μια σατιρική προσέγγιση) λόγος, ενίοτε και με κάποιες δόσεις αντικληρικαλισμού. Είναι ενδιαφέρον έτσι να παρατηρηθεί ότι το είδος αυτό άνθισε ειδικά σαν αντίδραση σε χώρες καθολικής επικράτησης του καθολικισμού (κι όλα αυτά πολύ πριν βγουν στη φόρα τα άπλυτα από τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, τα αποκαλούμενα και ‘πλυσταριά της Μαγδαληνής’), με προεξάρχουσα φυσικά την Ιταλία, η οποία έτσι κι αλλιώς υπήρξε εύφορο θερμοκήπιο για τις exploitation ταινίες, από το αποκατεστημένο πλέον σπαγγέτι γουέστερν μέχρι το giallo και φυσικά το nunsploitation (δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ μεταξύ πολλών την «Φλάβια την αιρετική» του Gianfranco Mingozzi, «Κολασμένα κορμιά» στην ελληνική εκδοχή). Πλούσια παραγωγή θα συναντήσουμε και σε άλλες χώρες, φυσικά τις ΗΠΑ, την Γαλλία, την Γερμανία (με τον πουριτανικό προτεσταντισμό να δίνει εδώ το καύσιμο), και την μεταφρανκική Ισπανία (να εντάξουμε εδώ το «Entre Tinieblas» του Almodóvar, μεταφρασμένο εχμμ ως «Αμαρτωλές καλόγριες»;).
Και στην ορθόδοξη Ελλάδα; Η ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη (ναι, του γνωστού σκηνοθέτη, που θα τον αδικούσαμε αν μέναμε μόνο σε τηλεοπτικά σουξέ αλήστου μνήμης όπως «Η ζωή της άλλης» ή «Ο εραστής Δυτικών Προαστίων», πέραν αυτών έχει γυρίσει και δεκάδες τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και σειρές) με τον σεμνό τίτλο «Στον δρόμο του Θεού» (όπως είναι ο κανονικός τίτλος, κι ας βγήκε στις αίθουσες με τον εμφανώς πιο πιασάρικο «Τα απόκρυφα μιας μοναχής»), κατευθείαν από το Salon des Refusés του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης του 1982, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ελληνικό nunsploitation με τον τρόπο που εντάσσει εξαιρετικά τις συμβάσεις του είδους στην ελληνική πραγματικότητα (και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη καλλιτεχνική σοβαρότητα από διάφορες μεταγενέστερες ταινίες, της εποχής της βιντεοκασέτας, όπως οι «Αναρχικές καλόγριες» του Τάκη Βουγιουκλάκη όπου ένα μοναστήρι μετατρέπεται σε… ντίσκο ή οι (ψευδο)καταγγελτικές «Άγριες καλόγριες» του Μ. Αντωνόπουλου – δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να παραθέσω εδώ την φοβερή ατάκα «έψαχνε ένα χέρι για να πιαστεί, αλλά το μόνο που έβρισκε ήταν αυτό που της έβαζε χέρι»).
Η δράση τοποθετείται σε ένα γυναικείο μοναστήρι στα Μετέωρα με πρωταγωνίστρια το… «πονηρό θηλυκό-κατεργάρα γυναίκα» Μαριαλένα Κάρμπουρη (Αγγελική, λίαν εύστοχη ομολογουμένως η επιλογή ονόματος), η οποία καταφεύγει στη μονή κυνηγημένη από έναν βίαιο εραστή που την εκμεταλλευόταν στυγνά (οι μονές άλλωστε ιστορικά υπήρξαν εκτός από προορισμός και καταφύγιο, από την εποχή του ύστερου παρακμάζοντος ‘Βυζαντίου’ όταν ο μοναχισμός ήταν μια καλή διέξοδος να αποφύγεις την στράτευση, μέχρι το σήμερα όπου κίνητρο για την απάρνηση των εγκοσμίων μπορεί να είναι μια πολιτική δίωξη –σαν την παλιά αντάρτισσα της ταινίας- μέχρι η οικογενειακή βία – όπου μπορώ να καταθέσω και προσωπική μαρτυρία).
Η νεόκοπη καλόγρια και μόνο με το νεαρόν και όμορφον της ηλικίας, το ανυπότακτο της πνεύμα και τις ακόμη ατιθάσευτες ορμές διασαλεύει την τάξη και ασφάλεια που έχει επιβάλλει η άτεγκτη και αυστηρή ηγουμένη (Έρση Μαλικένζου) και δρα καταλυτικά ώστε να έρθουν στο φως κρυμμένα οδυνηρά μυστικά και ενδομοναστικές έριδες (προς άρσιν πάσας παρεξήγησης η ταινία δεν έχει τίποτις το πορνογραφικό, πλην μιας λίαν σεμνής, αισθησιακής ωστόσο σκηνής αυτοερωτισμού – ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ έχουμε στο σενάριο γυναίκα, την Λιλή Γιαλέσσα-Λεοντίδη). Μεταξύ άλλων αναστατώνει και τον προμηθευτή της μονής Κώστα Τσάκωνα ο οποίος εμφανίζεται σε απρόσμενο ρόλο κακού ως επίδοξος βιαστής («τώρα θα βελάξεις!»), η σκηνή όπου κυνηγάει την άμοιρη Αγγελική με φόντο τους βράχους των Μετεώρων είναι για ανθολογία, υπογραμμισμένη κιόλας από ένα αγχωτικό ηλεκτρονικό μοτίβο καταδίωξης (στο στυλ του μοροντερικού «Chase» από το «Εξπρές του Μεσονυκτίου»).
Πέραν της όποιας καλλιτεχνικής αξίας της ταινίας (με έμφαση στην πολύ ατμοσφαιρική φωτογραφία - μπορείτε να κρίνετε ιδίοις όμμασι εδώ, έστω σε χαμηλή ανάλυση), συνοδεύεται κι από ένα ιδιαίτερο, ανέκδοτο μέχρι σήμερα, soundtrack, το οποίο έφερε στο φως η σκαπάνη της B-otherSide Records σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση ως συνήθως (περιέχει και αφισάκι).
Δημιουργοί είναι ο κιθαρίστας Κώστας Στρατηγόπουλος και ο πληκτράς Βασίλης Δερτιλής, αμφότεροι μέλη του ελληνικού art/progressive rock σχήματος των Apocalypsis. Αξίζει εδώ να σταθούμε στην ιστορία του Δερτιλή, τον οποίο μόλις πέντε χρόνια αργότερα θα τον συναντήσουμε ως το ήμισυ των Bang στην Eurovision, σε μια σπάνια στα χρονικά μεταστροφή αλά… Σαούλ στον δρόμο προς την Δαμασκό που θα τον φέρει πιο κοντά στην ελληνική ποπ, αφήνοντας συγχρόνως στην άκρη τα πρωτογενή δημιουργικά μονοπάτια για μια πιο ‘επαγγελματική’ πορεία, το όνομά του απαντάται σε θέση σέσσιον μουσικού ή μηχανικού ήχου ή παραγωγού σε δίσκους μεταξύ άλλων του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (στα «Χαιρετίσματα» συγκεκριμένα), του Χαριτοδιπλωμένου, του Ανδρέα (αλλά και του Θάνου!) Μικρούτσικου, των Scraptown, αργότερα του Αλκίνοου και του Κορκολή (πρόσφατα μάλιστα πήρε το αυτί μου κάποιες απόπειρες επιστροφής του με νέες δημιουργικές απόπειρες στο spotify).
Η μουσική λοιπόν, ως είθισται στην καθιερωμένη soundtrack πρακτική, κυριαρχείται από ένα πολύ ωραίο μελωδικό θέμα το οποίο συστήνεται ήδη από την εισαγωγή στις ‘Υπόγειες Στοές’ και επανέρχεται διαρκώς, μέχρι το κεντρικό άσμα «Είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος», του οποίου μια επί σκηνής εκτέλεση του περιλαμβάνεται στην ταινία (όπου δίπλα στο δίδυμο εμφανίζεται στα τύμπανα και ο Νίκος Τουλιάτος και στα φωνητικά ο Γιάννης Ζουγανέλης, σε μια εμφάνιση με άμφια – από τις πολλές τέτοιες που έμελλε να κάνει στην καριέρα του).
Πέραν του θέματος αυτού η μουσική παρουσιάζει μια εντυπωσιακή υφολογική ποικιλία, επιβεβλημένη προφανώς κι από το θέμα της ταινίας, ένα πολυσυλλεκτικό ηχητικό εράνισμα της εποχής από art rock επιρροές κατευθείαν από την «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» μέχρι συνθετικές ωδές τύπου Tangerine Dream αλλά και περάσματα βυζαντινού μέλους, συνθέτοντας ένα έργο το οποίο όχι μόνο καταφέρνει να συμβάλλει καθοριστικά στην ατμόσφαιρα την ταινίας, επιτείνοντας την ζοφερότητα και το υπερβατικό της στοιχείο, αλλά στέκεται και αποδεσμευμένο από την εικόνα, ενώ ομολογώ ότι ακούγεται και πιο ενδιαφέρον, πιο ‘ανοιχτό’ και μουσικά ιντριγκαδόρικο από τις δεμένες με ομφάλιο λώρο στους Genesis απόπειρες των Apocalypsis. Ένας δρόμος ο οποίος ωστόσο που δεν έμελλε να (πολυ)περπατηθεί τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας εκείνης.
Σε συνολική αποτίμηση έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική κυκλοφορία η οποία συμπληρώνει με τον τρόπο της τόσο την κινηματογραφική όσο και την μουσική εγχώρια ιστορία, νομίζω θα τον τοποθετήσω τον δίσκο δίπλα σε εκείνον τον θαυμάσιο του Μιχάλη Χριστοδουλίδη για την «Κάθοδο των εννιά» ή εκείνον των Δημήτρη Παπαδημητρίου και Δημήτρη Λέκκα για τον «Ηλεκτρικό Άγγελο», δίσκους διαφορετικούς μεν, οι οποίοι ωστόσο συγκλίνουν από άλλους οδούς στην ανασύνθεση του ηχητικού κλίματος (και των δυνητικών προοπτικών) μιας περασμένης πια εποχής.