Πόσο διαφορετική δεν είναι η απομόνωση και η μοναξιά στη μεγάλη πόλη, ανάμεσα σε τέσσερα εκατομμύρια κόσμο, από εκείνη ας πούμε σε ένα απομακρυσμένο μητάτο του Ψηλορείτη; Εδώ όπου διασταυρώνονται διαρκώς οι τροχιές ατελείωτων άγνωστων ανθρώπων, με άλλους θα είχες αγαπηθεί με άλλους μισηθεί, ποτέ δεν θα το μάθεις. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε πόλη στον πλανήτη, οι τίτλοι εδώ όμως μας υπαγορεύουν τη σκηνή, αφήνουμε τη φαντασία μας ελεύθερη και ακολουθούμε μέσα από μια ονειροπόλα διαδρομή την μουσική αφήγηση. Ακουστικά στα αυτιά, ο ήχος της πόλης περνάει κάπου υπόγεια, ησυχία, κυριακάτικο απόγευμα ανηφορίζοντας την Kastanienallee προς το Prenzlauer Berg, σουρουπώνει και κάνει κρύο εδώ στο βόρειο γεωγραφικό πλάτος (όχι όπως στο αντίστοιχο παλιό Schlager της Manuela), λιγοστοί οι διαβάτες, κάποιοι τουρίστες και hipster αντιστασιακοί μετανάστες του νότου πηγαίνουν στο υπαίθριο παζάρι του Mauerpark, κάποιοι ντόπιοι τραβούν για τον εντός έδρας αγώνα των Fuechse Berlin. Μελαγχολία... "Big City Loner". Το κομμάτι 12. Σαν να συμπυκνώνει μέσα σε 4 λεπτά αποσταγμένο ολόκληρο το πνεύμα του δίσκου...
Ήταν 50 χρόνια πίσω, τότε τη δεκαετία του '60 όταν τα σύνθια ξέφυγαν από τα περιορισμένα ακαδημαϊκά εργαστήρια και πέρασαν στο μαζικό εμπόριο. Το πιο διάσημο εξ αυτών έμελλε να γίνει το moog, ο ενθουσιασμός με το νέο παιχνίδι είχε δώσει ως αποτέλεσμα έναν σωρό δίσκους οι οποίοι ανίχνευαν άλλοτε δειλά άλλοτε τολμηρά τις νέες δυνατότητες, απόπειρες οι οποίες σήμερα ίσως να ακούγονται παιδικά πρωτόγονες ή ακόμη και κιτς, άνοιξαν όμως δρόμους, δίσκους με τίτλους όπως "Music to moog by" (του περίφημου Gershon Kingsley) ή "Moog: The electric eclectics of sounds of" (του λιγότερου περίφημου Dick Hyman, το πρώτο κομμάτι του οποίου τιτλοφορούνταν μάλιστα "Topless Dancers of Corfu"!) και πολλούς άλλους ακόμη.
Ο εν λόγω σύγχρονος δίσκος του Martin Wheeler, του τύπου που κρύβεται πίσω από το ρομαντικό ψευδώνυμο του "Εραστή των Διανυσμάτων (αμάν, ξύπνησαν οι αναμνήσεις της Πρώτης Δέσμης!) θα μπορούσε να παραλληλιστεί με εκείνα τα παλιότερα έργα, καθώς πέρα από τον προφανούς σημειολογίας τίτλο, ολόκληρος ο δίσκος, από την αρχή μέχρι το τέλος, φτιάχτηκε και ηχογραφήθηκε σε ένα κινητό iPhone (το 4). Για να ακριβολογούμε, με την εφαρμογή Blip Interactive's Nanostudio του iPhone. O οποίος δίσκος (ο τέταρτος του) κόστισε κάτι λιγότερες από 11 λίρες (arte povera, λέμε τώρα, αλλά προσθέστε και τα 500+ του τηλεφώνου).
Και θα αναρωτηθείτε τώρα... Είναι το άι-φόουν όργανο; Θα απαντήσω ναι, είναι ακριβώς αυτό, ένα νέο εργαλείο κατά βάση. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Προσωπική παρένθεση: δεν ανήκω σε εκείνους που κάνουν υγρά όνειρα με κάθε νέα κυκλοφορία κάποιου οποιουδήποτε νέου άι-κάτι, δεν ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι ο μεγάλος κακός ήταν ο Bill Gates και η Microsoft, η Apple ίδιες πρακτικές και χειρότερες ακολουθούσε συν ότι τα λογισμικά της ήταν πάντοτε κλειδωμένα και πατενταρισμένα, δεν ανήκω σε εκείνους που έχουν αναγορεύσει τον μακαρίτη Steve Jobs σε επαναστάτη-μουτζαχεντίν της επιστήμης, παρατηρώ προβληματισμένα το φαινόμενο της "γκατζεποίησης της τεχνολογίας" και της υποταγής της επιστήμης σε κορπορατιστικά υπαγορευμένες ποπ "ανάγκες" (;) του κοινού, γελώ όμως συγκαταβατικά όταν βλέπω το oh-so-cool φωτισμένο μισοφαγωμένο μήλο μέσα στο σκοτάδι της συναυλίας να παράγει ανέμπνευστα μπήτια. Ποτέ δεν κατάλαβε τους οπαδούς εταιριών (και μουσικών εδώ που τα λέμε). Σταματώ εδώ πριν κανείς μου προσάψει την ταμπέλα του νεο-λουδίτη (ή με κατηγορήσει για γκρίζα δυσφήμιση).
Ένα εργαλείο λοιπόν. Όπως το μίξερ, ο ατμομάγειρας, το αυτοκίνητο. Όπως η κιθάρα ή το όμποε. Τα όργανα ακόμη δεν έχουν ψυχή, κανένα smart phone δεν είναι πιο smart (ή πιο ηλίθιο!) από τον χρήστη του. Δίνουν όμως δυνατότητες και προοπτικές, εν προκειμένω μια νέα ελευθερία, η σύνθεση και η ηχογράφηση του "iPhonica" έγιναν, όπως μας λέει ο δημιουργός, σε τραίνα, αίθουσες αναμονής ιατρείων, σε καφέ στο Βερολίνο και στον κήπο του σπιτιού του στο Yorkshire, το τηλέφωνο λειτούργησε σαν ένα κινητό στούντιο, μια in situ παραγωγή τέχνης, θυμίζει την επανάσταση της ζωγραφικής en plein-air, τότε που ζωγράφοι απέκτησαν τα τεχνικά μέσα για να πάρουν μπογιές και καβαλέτα στον ανοιχτό αέρα. Ή μήπως τον man-machine των Κraftwerk;
To μέσο είναι το μήνυμα, πολυχρησιμοποιημένο το τσιτάτο σε κάθε είδους συμφραζόμενο που μπορείτε να διανοηθείτε, όμως έχει και το μήνυμα την σημασία του. Ο Wheeler εν προκειμένω δεν αναπαύεται πάνω στην ιδέα του και καταφέρνει να δαμάσει επιτυχημένα την τεχνική και το όργανο. Η μουσική που μοιάζει κάπως ρετρό αλλά είναι καινούργια, ουσιαστικά φτάνει σε παρόμοιο αποτέλεσμα από άλλη οδό με μουσικούς όπως ο Belburry Polly ή οι Boards Of Canada, ανασταίνοντας φαντάσματα (τι απέγινε εκείνο το hauntology;) και κουβαλώντας πολλές μνήμες. Κάτι από την δυσοίωνη ατμόσφαιρα που έφτιαχνε ο Bowie στα instrumental της βερολινέζικης τριλογίας του, κάτι από την αστική δυστοπία του "Oxygene" του Jean Michel Jarre. Διασκευάζει κιόλας αλλάζοντας τα λαμπάκια το "Warm Leatherette" (το οποίο γίνεται ...Launderette) των Normal του Daniel Miller (του αφεντικού της Mute δηλαδή).
Το όργανο όμως έχει και τους εγγενείς περιορισμούς του, οι οποίοι και καθίστανται εμφανέστεροι όσο ο δίσκος τραβάει σε διάρκεια, φαίνεται ότι ο μουσικός δεν ασχολήθηκε και πολύ με το ξεδιάλεγμα του υλικού του, και οι ιδέες του επίσης κάποια στιγμή εξαντλούνται, ο δε μονότονος boing boom tschak ρυθμός αρχίζει να κουράζει. Σκέφτομαι να ξαναβάλω τα ακουστικά και να επιστρέψω στο πανέμορφο "Big City Loner" Ή στο "Monologue". Ή στο "Nakadori". Η πόλη είναι βέβαια διαφορετική, τη λένε Αθήνα, το συναίσθημα είναι όμως το ίδιο. Δεν πατάω όμως το play. Μένει ο πραγματικός ήχος της πόλης...
Κάποιες φορές με πιάνει να αναπολώ την προ-κινητών εποχή...