Παππού, όταν κάνω συγκρότημα θα έρθεις να παίξεις ντραμς;
Τι λες παιδάκι μου; Έχεις τρελαθεί τελείως; Εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, η μέση μου με πεθαίνει από τα αρθριτικά και τα χέρια μου μετά βίας βαστούν το μπαστούνι. Παρ’ όλα αυτά η ακοή μου είναι άριστη και προχθές σαν να πήρε το αυτί μου για κάτι τύπους από τα βόρεια που έχουν προσλάβει έναν κύριο μεγάλης ηλικίας στα τύμπανα. Πάρε αυτόν και άσε με εμένα στην ησυχία μου!
Αίμα σου λέει μετά... Θα απευθυνθώ αλλού. Αυτοί οι τύποι που λες κρύβουν σουηδική ταυτότητα στο πορτοφόλι τους, δημιουργήθηκαν πριν τρία χρόνια από τον Jonas Thorell, έκαναν ήδη το soundtrack για την σουηδική ταινία μικρού μήκους «Moset ar Slut» και έχουν όντως έναν... ασπρομάλλη στο πόστο των ντραμς. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τον μπάρμπα Eκman (με προϊστορία στην jazz μουσική) που εμφανίζεται με πιο ατημέλητο ντύσιμο, οι τέσσερις νεαροί παίρνουν βραβείο γραφικότητας (και δεν είναι οι μόνοι), ξεπατικώνοντας τη βίβλο της mod εποχής με τα κοστούμια και τα μαλλάκια με φράντζα σε διάφορες χαριτωμένες παραλλαγές. Όλοι μαζί τώρα ξερνούν τις γνωστές και κάπως ανθυγιεινές πλέον αναφορές από Who, Beatles, Kinks, Small Faces, Stones σε έναν δίσκο που «μουγκρίζει» αλλά δυστυχώς δεν έχει πολλά να πει. Μμμμμμ...
Σπανίως καταφέρομαι ενάντια στη μουσική σκηνή της Σουηδίας, αλλά κάτι το σουηδικό overdose, κάτι το garage overdose.. ήρθε και έδεσε. Η μόδα απαιτεί πολλές αυξημένες 60ς ποπ ευαισθησίες, ακόμη και το artwork του δίσκου με το λιβάδι (που κολλάει άψογα με την αγελάδα που κρύβεται πίσω από τον τίτλο) και τις ανθηρές μαργαρίτες παραπέμπει σε μια ανέμελη 60ς εποχή. Το συγκρότημα αναβιώνει την τότε βρετανική σκηνή, εκείνη που έφερε το όνομα «British Invasion» ακριβώς επειδή είχε κυριαρχήσει στα αμερικάνικα charts, οι ψυχεδελικές κιθάρες δεν λείπουν, ούτε και η ποπ garage αισθητική, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει κοινότοπο, κακοφτιαγμένο και πρόχειρο. Κάποιες μικρές αναλαμπές σαν τα «The same way as his bus does», «What’s in his head?» και «Deep-fried Sinfulness» δεν σώζουν την κατάσταση.
Οι Venue μου δίνουν την εντύπωση πως δεν παίρνουν και πολύ στα σοβαρά αυτό που κάνουν, πως τέλος πάντων κάνουν την πλάκα τους και υπό αυτό το πρίσμα μόνο μπορώ να τους κρίνω. Ως μια παρέα δηλαδή που αποφάσισε να αποτίνει φόρο τιμής σε φαντάσματα του παρελθόντος, δίχως όμως να διαθέτει την ανάλογη ευρηματικότητα. Αν θέλετε πάντως οπωσδήποτε κάτι σε σουηδικό garage, προτιμήστε χίλιες φορές τους The Soundtrack of Our Lives, άντε και τους Hives. Παππού... παππού... να σου πω λίγο...