Είναι προτιμότερο να δηλώνεις έτσι ξεκάθαρα το διασκεδαστικό του χαρακτήρα του δημιουργήματός σου, αφού το αναζητάς εξάλλου (προς τι άλλο το 'Look of Joy' ως τίτλος;), και να αφήνεις τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του κρυφά. Μιλώ για τη σοβαρότητα, τις πολύ καλές ενορχηστρώσεις, τον αλτρουισμό στις επιλογές και τις επιμελείς εκτελέσεις, τα οποία έτσι παρουσιάζονται άξαφνα και ως χαρίσματα σε όσους επιλέξουν την πρότασή σου. Και εκεί που δεν το περιμένουν. Είναι πολύ δύσκολο άλλωστε να πετύχεις έναν άλλο αιφνιδιασμό με ένα album αποκλειστικά και μόνον με διασκευές. Υπάρχει όμως πάντα και η περιέργεια που ακόμα και μονοδιάστατη μερικές φορές αρκεί, όπως εδώ.
Οι ηχογραφήσεις cover και tribute albums γιγαντώθηκαν τόσο πολύ στα nineties ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αποτελούν πλέον μια σημαντική πτυχή της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας (έχουμε και το Uncut να τα εκδίδει με τη σέσουλα από πάνω, αφήστε τα ...). Και αφού να τις αποτρέψουμε δεν μπορούμε (και ίσως και να μη θέλουμε κιόλας), χρειάζεται στο φινάλε να συμβιώσουμε.
Οι Veranda Music τώρα είναι ένα τρίο από το Αμβούργο της Γερμανίας και αυτό εδώ είναι το τρίτο τους album. Ακούγοντάς το θα ήθελα να σταθώ, πριν το οδηγήσω στο αιώνιο parking των κυκλοφοριών που δεν θα αναζητήσω ποτέ άλλοτε, σε μερικά ενδιαφέροντα σημεία του.
Το πρώτο είναι το ερμηνευτικό ύφος του τραγουδιστή Nicolai von Schweder-Schreiner, το οποίο είναι πειστικά αμερικανικό. Δεν μας πειράζει αυτό βέβαια, όσο η εμφανής προσπάθειά του να πιάσει μικρούς ιδιωματισμούς και γνωρίσματα των πρώτων που ερμήνευσαν αυτά τα τραγούδια. Στο 'Water Of Love' του Mark Knopfler, στο 'Mother Of Earth' του Jeffrey Lee Pierce, στο 'Riding' του Will Oldham και πάει λέγοντας. Γνώμη μου πως αν ερμήνευε τελείως ελεύθερα θα έδινε κάτι παραπάνω που τώρα, άθελά του ίσως, το αποκλείει από μόνος του. Και φυσικά μια μεγαλύτερη προσθετική αξία στο σύνολο αυτής της δουλειάς του.
Το δεύτερο είναι η μεγάλη γκάμα επιλογής. Στα δέκα τραγούδια του cd οι Veranda Music επιλέγουν να διασκευάσουν από Cat Stevens, Caetano Veloso και Joan Armatrading μέχρι Depeche Mode, Pixies και Will Oldham.
Και τρίτο και τελευταίο είναι καθαυτή η διαχρονικότητα κάποιων συνθέσεων, η οποία συντηρείται λες και δεν την αγγίζει τίποτα. Ο φόβος της κακομεταχείρισης δεν υπάρχει στην περίπτωσή μας, αυτοί οι Γερμανοί πλησιάζουν τα αυθεντικά τραγούδια με αντίληψη και σχολαστικότητα και τα αγγίζουν προσεχτικά και νοικοκυρεμένα. Το εναρκτήριο 'O Caroline' επί παραδείγματι, η σύνθεση των David Sinclair και Robert Wyatt (πλήκτρα, φωνή) που άνοιγε το ομώνυμο album των Matching Mole του 1972 είναι ένα σπουδαίο τραγούδι, το οποίο στο παρόν αποκτά εντονότερο ρυθμό. Το 'Mother Of Earth' (The Gun Club, από το ιστορικό 'Miami') είναι αθάνατο, ιδιαιτέρως όταν διατηρείται η ερημικότητα και πικρία του αυθεντικού, κάτι που οι Veranda Music φροντίζουν να κάνουν. Ομοίως το 'Riding', μια από τις καλύτερες συνθέσεις που καταγράφηκαν σε album των Palace Brothers. Θα βάλω και την ενδιαφέρουσα εκτέλεση του 'Water Of Love' από το πρώτο album των Dire Straits του 1978, αλλά όχι και το 'Shake The Disease' που μεταλλάσσεται σε mainstream κιθαριστική pop για το ραδιόφωνο.
Στο 'Look Of Joy' οι Veranda Music αποδεικνύονται ότι είναι ένα ικανό σχήμα με συγκροτημένη άποψη, αλλά και με αμηχανία σε βασικά θέματα επανεξέτασης της πρόσφατης (;) μουσικής ιστορίας. Ίσως γι' αυτό, αν και σε στιγμές έρχεται και φεύγει το επτά, τελικώς αυτό κρίνεται μάλλον υπερβολικό για ό,τι κάνουν σε αυτό τους το album. Το ότι ακούγεται ευχάριστα πάντως θεωρήστε το ως δεδομένο και το βασικότερο προσόν του.