Silence
Όχι πια τραγούδια, μόνο απαγγελίες και ηχοτοπία. Με κλειδί τον John Cage. Του Χάρη Συμβουλίδη
Αν και ολοκληρώθηκε κοντά με το εντυπωσιακό ντεμπούτο Songbook (2019), το Silence δεν είναι ούτε το δίδυμο αδερφάκι του, ούτε κάποιος πρόλογος ή μια επέκταση του εκεί σύμπαντος. Αντανακλά μια συναφή μεν, μα διαφορετική όψη των ανησυχιών των Αθηναίων Vergessenheit, οι οποίοι δρουν από το 2014, έχοντας ως βασικό πυρήνα τον Αναστάση Γρίβα (φωνή, drones, samples και ηχοτοπία) και τον Κώστα Κακούρη (πιάνο, organ).
Για να το πούμε κάπως σχηματικά, δηλαδή, ο νέος δίσκος λειτουργεί πιο υποδορίως, δίνοντας λιγότερη έμφαση στον στίχο και στην ανθρώπινη φωνή. «Κλειδί» για να εισέλθεις στην εμπειρία, είναι ο John Cage. Ο οποίος ενημερώνει ποικιλοτρόπως το άλμπουμ, αφού και ο τίτλος αντανακλά την περίφημη συλλογή κειμένων Silence: Lectures and Writings (1961), αλλά και ο περιεχόμενος λόγος είναι παρμένος από εκεί –οι αναγνώσεις που συνεισφέρει ο καλεσμένος Blaine R. Reininger στα "The Student And The Master" και "?" προέρχονται η μεν πρώτη από το The Future Of Music: Credo (1937), η δε δεύτερη από το τρίτο μέρος του Composition As Process (1958).
Ο Reininger αποδεικνύεται καθοριστικός για το στήσιμο του «σκηνικού» στο "The Student And The Master". Προσφέρει δηλαδή την υποβλητική σε τόνο και καθάρια σε επίπεδο άρθρωσης ανάγνωση μιας μικρής ιστορίας δοσμένης σε μορφή kōan, η οποία αντανακλά την επιρροή του Γιαπωνέζου καθηγητή Daisetsu T. Suzuki στον Cage. Πρόκειται φυσικά για επίκληση στις πρακτικές του zen, αλλά καλό είναι να μη μείνουμε σε αυτή τη διάσταση, γιατί ο Αμερικανός συνθέτης μπορεί να άντλησε από εκεί την έννοια της αβεβαιότητας, εν τέλει όμως τον απασχόλησε το πώς θα τη μετασχημάτιζε σε μουσική με απρόβλεπτες ιδιότητες. Κάτι που απασχολεί και τους Vergessenheit.
Ο Reininger λειτουργεί λοιπόν και με μια δεύτερη, πιο έμμεση ιδιότητα, γενόμενος κάτι σαν ζωοποιός δύναμη για το ηχητικό υπόβαθρο που πλάθεται από το πιάνο του Κακούρη, τα ηλεκτρονικά του Γρίβα, το τσέλο του Σταύρου Παργινού και το νέϋ του Χρήστου Μπάρμπα. Το αποτέλεσμα ακούγεται σαν συνάντηση της Laurie Anderson με τους Phurpa και χαρίζει στο άλμπουμ μια στιβαρή έναρξη.
Στο ξεδίπλωμά του, έπειτα, το Silence δεν χάνει ποτέ ούτε τον δρόμο του, ούτε το ενδιαφέρον του. Χάρη στα λαρυγγώδη φωνητικά του Γρίβα, ας πούμε, το "The Deads" αναδύεται ως στιγμή απόκοσμoυ δέους, πλημμυρισμένη από ένα «σκοτάδι» που ενδέχεται να πιάσει μέχρι black metal ακροατές ή φίλους των Current 93. Το 13άλεπτο "Farewell", πάλι, αλλάζει επιτυχώς παλμό και διαθέσεις καθώς αξιοποιεί πιάνο, ηλεκτρονικά, τσέλο και τη συμμετέχουσα ηλεκτρική κιθάρα του Γιώργου Κολυβά (των Burgundy Grapes), ενώ το προαναφερθέν "?" χρησιμοποιεί τις σοπράνο ικανότητες της Λητώς Μεσσήνη αντιστικτικά στην απαγγελία του Reininger, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα που ίσως μοιάζει με παραλλαγή στο "The Student And The Master", μα δίνει τελικά ένα πιο θεατρικό αποτέλεσμα, προσθέτοντας πολύ ωραία και τη viola da gamba της Νικολέτας Χατζοπούλου.
Αν υπάρχει κάποιο «αλλά» στην περίπτωση του Silence, δεν αφορά τόσο την αυτονομία του, όσο τη μάλλον αναπόφευκτη σύγκριση που θα κάνει όποιος ενθουσιάστηκε με το Songbook. Προκύπτει δηλαδή μια εντύπωση ότι οι Vergessenheit είναι καλύτεροι όταν οι δημιουργίες τους περιλαβάνουν στίχο και ανθρώπινη φωνή, ακόμα κι αν βρεις κάμποσους λόγους να σταθείς στις αργόσυρτες, οργανικές τους τελετουργίες. Επιπλέον, ίσως άξιζε τον κόπο να εμπλέξουν περισσότερο το νέϋ στις συνθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, το γκρουπ επιμένει σε πολύ αξιόλογες τροχιές και δείχνει να εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις του «επείγοντος τώρα». Άσχετα αν τα φώτα επιμένουν να πέφτουν σε υποδεέστερα ονόματα, απλά επειδή παίζουν πράγματα πιο οικεία στην κοινότητα που εξακολουθεί να στελεχώνει κατά πλειονότητα τον μουσικό μας Τύπο.