Όταν πρωτοεμφανίστηκαν το 1992, οι Verve είχαν δύο ειδών τραγούδια: αυτά που έγραφαν όταν έπαιρναν ληγμένα, και αυτά που έγραφαν όταν έπαιρναν πολύ ληγμένα. Τα πρώτα ήταν χαώδεις ψυχεδελικοί παροξυσμοί, τα δεύτερα ήταν ναρκωμένα, αργόσυρτα κομμάτια που αιωρούνταν στο διάστημα. Mε αυτόν το συνδυασμό, οι Verve παρέδωσαν ένα μνημειώδες πρώτο EP και ένα ντεμπούτο άλμπουμ που στέκεται ως ένας από τους καλύτερους δίσκους της τελευταίας εικοσαετίας. Με αυτά, γνώρισαν σχετική επιτυχία, χωρίς όμως να μπουν στην πρώτη εθνική από πλευράς πωλήσεων.
Την ίδια περίπου εποχή, ένα άλλο συγκρότημα με το όνομα Oasis, που μέχρι πρότινος έπαιζε support στους Saint Etienne και έκανε το NME να ψάχνει στα λεξικά για να βρει συνώνυμα της λέξης "boring", έβλεπε τις μετοχές του να ανεβαίνουν κατακόρυφα, κατορθώνοντας σταδιακά να γίνει η μεγαλύτερη μπάντα της Μεγάλης Βρετανίας. Οι αδερφοί Gallagher, τις (λίγες) εκείνες στιγμές όπου δε μιλούσαν για τους εαυτούς τους, έπλεκαν το εγκώμιο των Verve, σε σημείο μάλιστα να γράψουν κι ένα τραγούδι για τον Richard Ashcroft (τότε γνωστός ως "mad Richard"), το οποίο μπήκε στο δεύτερο δίσκο τους. Κάπου μέσα σε όλα αυτά, ο Richard βαρέθηκε το παρατσούκλι "mad", βαρέθηκε και τα ληγμένα, και προφανώς είπε στους υπόλοιπους να κάνουν λίγο κράτει με την ψυχεδέλεια, 1995 έχουμε (τούς είπε), ο κόσμος ακούει Suede, Blur και Oasis, ας φτιάξουμε κι εμείς κάτι σε αυτό το πνεύμα για να σταματήσουν να μάς θεωρούν τους τρελούς του χωριού.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας δεύτερος δίσκος αρκετά σκαλοπάτια πιο συμβατικός από τον προηγούμενο, χωρίς να τού λείπουν πάντως οι καλές στιγμές. Κάπου μέσα στην επόμενη χρονιά, ο κιθαρίστας τους (ένας από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς που έχουν πατήσει το πόδι τους σε αυτόν τον πλανήτη, ever) πήρε ανάποδες και είπε στον Richard, από άξιοι διάδοχοι των Spacemen 3 γίναμε αντίγραφα των Oasis, o Richard τού απαντάει τσιτωμένος, τι έγινε Νικολάκη, ζηλεύεις που με κάνανε τραγούδι;, ο Nick τού λέει, όχι, απλά μού τη σπάει ο δίσκος που βγάλαμε, και ο Richard τού προτείνει με θολωμένο μάτι, σήκω φύγε τότε, και ο άλλος λέει ok (παλιοκαθίκι), και έφυγε. Και έτσι, οι Verve διαλύθηκαν. (Τώρα, αυτός ο καβγάς δεν έγινε ακριβώς έτσι - σάς τον περιγράψαμε στη σύντομη εκδοχή του. Στην πραγματικότητα φαγωθήκανε πιο άγρια, πάντως η βασική ιδέα ήταν αυτή).
Ένα χρόνο και κάτι μετά, ο Nick και ο Richard τα ξαναβρήκανε (-sorry που σε είπα παλιοκαθίκι / -κι εγώ συγνώμη για τότε που σάς είχα γράψει όλους και ασχολούμουν μόνο με το πώς να κλέψω τη γκόμενα του Jason Pierce) και οι Verve επανασυνδέθηκαν θεαματικά. Το Bittersweet Symphony (μελωδία κλεμμένη από Rolling Stones, video κλεμμένο από Massive Attack, αλλά ποιος προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες;) έγινε anthem σε όλη την υφήλιο, και ο τρίτος δίσκος του group μοσχοπούλησε όσοι λίγοι εκείνη τη χρονιά. Το άλμπουμ δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είχε σαφείς εμπορικές βλέψεις, δυο-τρεις καλές ιδέες, και σχεδόν τίποτα περισσότερο. Η νωχελική μαγεία των πρώτων ημερών είχε χαθεί ολοκληρωτικά.
Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που λίγους μήνες μετά, ο κιθαρίστας έπαθε ξανά την ίδια κρίση, πάει πάλι στον Richard και τού λέει, δεν την παλεύω, ο Richard τού κάνει, κάτσε ρε συ τώρα που πιάσαμε την καλή ($$$), ο Nick όμως δεν ψήθηκε, βαρέθηκα να παίζω κάθε βράδυ live τα σαχλοτράγουδά σου, τού λέει, και ο Richard τού απαντάει, σκασίλα μου κιόλας, αν δε σ' αρέσει φύγε, κι εγώ θα κάνω σόλο καριέρα και εσύ θα βλέπεις τα κομμάτια μου στο top-20 και θα ζηλεύεις, κι ο Nick (πάντα με την τελευταία κουβέντα) τού κάνει, ωραία, μην ξεχάσεις τότε να μού πεις πότε θα βγει ο δίσκος σου να τον αγοράσω μετά από δύο μήνες που θα κάνει 3,99 λίρες στο HMV. Α, ναι, και πού 'σαι; Το The Drugs Don't Work είναι μεγάλη φλωριά! (Και κάπως έτσι, οι Verve διαλύθηκαν για δεύτερη φορά).
Ο Richard Ashcroft έκανε όντως σόλο καριέρα, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο με την εταιρεία του που προφανώς έλεγε ότι θα μπορούσε να κυκλοφορεί ό,τι σαχλαμάρα ήθελε, αρκεί να είχε 1 (ολογράφως: ένα) καλό τραγούδι ανά δίσκο. Ο Ashcroft τήρησε με ευλάβεια αυτόν τον όρο (ειδικά εκεί που έλεγε τη λέξη "ένα") και έβγαλε μια σειρά από άλμπουμ που συναγωνίζονται για το ποιο θα πιάσει βαθύτερο πάτο ακόμα και με το σόλο δίσκο του Brett Anderson. Αρκετά χρόνια μετά, έχοντας ξενερώσει τη ζωή του, έριξε τα μούτρα του και τηλεφώνησε στον Nick και τού είπε να επανασυνδεθούνε και ότι είναι της μόδας, μέχρι και οι Shed Seven επανασυνδέθηκαν (χα χα, τους θυμάσαι αυτούς τους losers;) και ο Nick τού λέει διστακτικά, μπα, και ο Richard επιμένει: κοίτα. Θα βγάλουμε το δίσκο που θέλουμε. Δηλαδή, εντάξει, στο περίπου. Θα γράψουμε 2-3 τραγούδια από αυτά που γουστάρει η εταιρεία, και τα υπόλοιπα θα είναι όπως τον παλιό καλό καιρό. Αυτόν με τα ληγμένα. Ε, τότε εντάξει, κάνει ο Nick, και η δεύτερη επανασύνδεση των Verve ήταν γεγονός.
Το τέταρτο album των Verve, λοιπόν, είναι ένας άνισος δίσκος. Ξεκινάει με ένα κομμάτι που με ελάχιστα διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να είναι b-side των A-ha, συνεχίζει με το single το οποίο είναι τόσο χάλια που χρήζει ειδικής μνείας (βλ. λίγο παρακάτω), προχωράει με ένα τραγούδι που αντιγράφει τα πιο τετριμμένα σημεία του προηγούμενου δίσκου και κλείνει την εφιαλτική αυτή τετράδα με μια χλιαρή σούπα που κατατάσσεται χαλαρά στα χειρότερά τους κομμάτια. Όσο για το single, οδηγείται ολόκληρο (πεντέμισι λεπτά) από ένα vocal riff το οποίο θα ήταν ίσως πολύ καλή ιδέα για 30 δευτερόλεπτα, έτσι όμως όπως επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά χωρίς να υπάρχει καν ουσιαστική μελωδία από κάτω, εξυπηρετεί μονάχα δύο σκοπούς: α) να σου σπάσει τα νεύρα και β) να γίνει το νέο τραγούδι της Vodafone. Για το (β) δεν ξέρω, το (α) πάντως το πετυχαίνει με την πρώτη κιόλας ακρόαση.
Και πάνω που ετοιμάζεσαι να τους ξεγράψεις μια και καλή, έρχεται το Numbness, και ο δίσκος απογειώνεται. Ένα καθαρόαιμο Verve τραγούδι που παραπέμπει ευθέως στα πρώτα χρόνια τους, κάνει κύκλους πνιγμένο στον ηλεκτρισμό, και αιθεροβατεί απελπισμένο στην ατμόσφαιρα, ανασταίνοντας εκείνη την παρέα των εικοσάρηδων που πριν από 15 και πλέον χρόνια χανόταν στις ναρκοληπτικές της εξάρσεις. Το Noise Epic είναι η δεύτερη μεγάλη κορυφή του δίσκου, αβανταδόρικο και μακροσκελές, να συναγωνίζεται άξια την πρώτη τους επιτυχία, το Gravity Grave. Παρομοίως, το τριπαρισμένο Columbo θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε εκείνο το πρώτο ΕP. Κατά τα άλλα, τo Ι See Houses ξεκινάει μεγαλειωδώς, αλλά ξεφουσκώνει με το που μπαίνει το ρεφρέν (μια χαμένη ευκαιρία για ένα σπουδαίο τραγούδι), το Appalachian Springs σε φέρνει σε αμηχανία γιατί θυμίζει Suede του τρίτου δίσκου και μετά, ενώ το Valium Skies μοιάζει σα να είχε φάει πόρτα κατάμουτρα από το Urban Hymns. Εν τω μεταξύ, σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, η κιθάρα του Nick McCabe πραγματικά σαρώνει, μιας και -δεν ξέρω αν σας το τόνισα αρκετά πριν- είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς που έχουν πατήσει το πόδι τους σε αυτόν τον πλανήτη, ever.
Το Forth αξίζει τον κόπο, γιατί μάς χαρίζει μερικές ακόμα στιγμές πραγματικά αντάξιες ενός συγκροτήματος που κάποτε υπήρξε εκπληκτικό και μετά φάνηκε να έχει χάσει οριστικά το knack του. Από την άλλη, δεν μπορεί παρά να απογοητεύσει κατά ένα μεγάλο μέρος του, κυρίως επειδή γνωρίζεις αυτά για τα οποία είναι ικανοί οι δημιουργοί του. Είναι σα να είσαι καθηγητής στο πανεπιστήμιο και ο αγαπημένος σου φοιτητής, αυτός που κάνει τις πιο έξυπνες απορίες και που σε παρακολουθεί με βλέμμα που λαμπυρίζει, έρχεται στις τελικές εξετάσεις του Ιουνίου και σού γράφει κάπου γύρω στο 4. Κι εσύ τού βάζεις έναν με δύο βαθμούς παραπάνω, πιο πολύ γιατί δε θέλεις να τον ξαναδείς το Σεπτέμβριο.