Mε τον προηγούμενο ομώνυμο δίσκο των Vetiver, o νεαρός τραγουδοποιός Andy Cabic είχε συστηθεί στον κόσμο ως ένας καλλιτέχνης που έφερε ένα ταμπελάκι "file under Devendra Banhart". Δεν είναι μονάχα ότι ο Cabic είχε κοπιάρει αρκετές από τις ιδιοτροπίες του φίλου του, αλλά τον είχε καλέσει να συμμετάσχει και στο δίσκο, δίνοντας περισσότερο την εντύπωση πως οι Vetiver ήταν ένα ετερόφωτο σχήμα που δε θα μπορούσε να σταθεί δίχως τη συνδρομή του Banhart. Eδώ στο Mic, είχαμε παρουσιάσει το δίσκο σε μια κοινή κριτική με το "Rejoicing In The Hands" του (το μαντέψατε) Devendra Banhart, γράφοντας πως ο Cabic διαθέτει μεν περισσότερα ερμηνευτικά χαρίσματα από το συνεργάτη του, αλλά λιγότερη φαντασία στο συνθετικό τομέα.
Όλα αυτά ανατρέπονται τώρα με το δεύτερο album των Vetiver, όπου όχι μόνο ο Cabic αποκολλάται από το σύνδρομο-Devendra, αλλά παρουσιάζει και μια θεαματική πρόοδο στο συνθετικό τομέα, κάνοντας τα κομμάτια του πρώτου δίσκου να μοιάζουν απλώς με διακριτικές ασκήσεις χαρακτήρα, σαν μια αναγνώριση του εδάφους για ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Δεν είναι ότι ο Cabic έχει αλλάξει ύφος: συνεχίζει να πορεύεται στις ίδιες σκυθρωπές folk και pop διαδρομές με τις οποίες πρωτοξεκίνησε, αλλά αυτή τη φορά έχει φροντίσει να προσδώσει στις συνθέσεις του πολλαπλά επίπεδα και αξιοθαύμαστο βάθος, παραδίδοντας συνολικά ένα μουσικό έργο που τον κατατάσσει άνετα ανάμεσα στους καλύτερους σύγχρονους singer / songwriters, παρέα με ονόματα όπως ο Cass McCombs ή ο M. Ward.
Το "To Find Me Gone" δεν είναι ένας εύκολος δίσκος: σε πρώτη ακρόαση μοιάζει υπερβολικά εσωτερικός, ίσως ακόμα και μουντός, ωστόσο, όσο περισσότερο εκτίθεται κανείς στις εσωστρεφείς διαθέσεις του δημιουργού του, τόσο περισσότερο ανακαλύπτει καινούρια πράγματα και τις ευεργετικές δυνατότητες όλων των κομματιών ανεξαιρέτως. Αναπόφευκτα, η μελαγχολία είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί, όμως το κλίμα δεν είναι τόσο σκυθρωπό, όσο μάλλον ήρεμα περιπετειώδες, σαν ένα διακριτικό road movie κατά τη διάρκεια του οποίου δε συμβαίνει τίποτα, αλλά έχεις την ευκαιρία να απολαύσεις τις εικόνες που εναλλάσσονται, έστω κι αν πρόκειται συνεχώς για παρόμοια μεταξύ τους τοπία. Η συνθετική πένα του Cabic είναι σαφέστατα επηρεασμένη από τους μοναχικούς τραγουδοποιούς των seventies και χαρακτηρίζεται από εκείνη την ομιχλώδη και γεμάτη θαλπωρή αισθητική που έχουμε κατά καιρούς λατρέψει σε σχήματα όπως οι REM, οι Grant Lee Buffalo, oι Wilco ή οι Giant Sand στις λιγότερο έντονες στιγμές τους.
Και μιας και αναφέραμε τον Banhart, ας ειπωθεί εδώ ότι ο Cabic δεν έχει ανάγκη από τις ακρότητες και τις εκκεντρικότητες του Devendra για να αναδείξει τη συνθετική του ευστροφία: η γραφή του Cabic δε διαθέτει εξεζητημένες ανατροπές ούτε εκβιάζει την πρωτοτυπία, αλλά αντίθετα, βασίζεται στις κλασικές φόρμες της ακουστικής τραγουδοποιίας, περνώντας με ιδιαίτερη καλαισθησία από διάφορα στυλ, είτε όταν πρόκειται για την οικεία americana του "I Know No Pardon", τους ψυχεδελίζοντες pop χειρισμούς του "Red Lantern Girls" με το ερεθιστικό κιθαριστικό ξέσπασμα στο φινάλε, ή το κινηματογραφικό, ηδυπαθές ύφος του "You May Be Blue". Kαι για γίνω και λίγο Μαμαλάκης, ας πω το εξής: αν η μουσική του Devendra είναι ένα πολύπλοκο πιάτο με ετερόκλητα υλικά που σερβίρεται σε ένα πανάκριβο εστιατόριο από έναν υπέρ του δέοντος εκλεκτικό σεφ, η μουσική του Cabic είναι μια καλομαγειρεμένη μπριζόλα με τραγανές τηγανιτές πατάτες: με το πρώτο δεν είσαι σίγουρος για το τι σε περιμένει. Με το δεύτερο όμως, δεν μπορείς ποτέ να κάνεις λάθος.