(Παράλληλη παρουσίαση και του Devendra Banhart : Rejoicing in the hands)
O ένας θεωρείται εκ των σημαντικότερων σύγχρονων τραγουδοποιών, ο άλλος έχει καλύτερη φωνή. Ο μεν πρώτος κατάφερε αυτό που μέσα στη δεκαετία μας μοιάζει ακατόρθωτο: να κάνει μια μεγάλη μερίδα ακροατών να μιλούν για αυτόν και για τη μουσική του, χωρίς να υπάρχει κάτι που να πλησιάζει καν σε hit single, παρά μόνο ένα album ηχογραφημένο σε τετρακάναλο που κυκλοφόρησε από τη Young God, το ανεξάρτητο label του Michael Gira (Swans, Angels Of Light). O δεύτερος στέκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και μοιάζει μάλλον καταδικασμένος κάθε φορά που θα γίνεται αναφορά στο όνομά του, να υπάρχει και αυτό του διάσημου φίλου του στην ίδια πρόταση. Δεν είναι όμως πως δεν πάνε και γυρεύοντας: ο Andy Cabic των Vetiver έχει καλέσει τον Devendra Banhart για να γράψει δύο κομμάτια και να τραγουδήσει στο δίσκο του, ενώ ο Banhart με τη σειρά του, τού αφιερώνει ένα κομμάτι του νέου του album, το εύγλωττα τιτλοφορημένο "When The Sun Shone On Vetiver".
Κατά μια έννοια, πρόκειται για δύο albums συμπληρωματικά, με αυτό του Banhart να αντιπροσωπεύει την πιο "εύθυμη" πλευρά του ίδιου νομίσματος (αυτό το νόμισμα θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο "ακουστική folk"), αν και το "εύθυμη" είναι κάτι που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Αυτό που κάνει τη μουσική του Banhart σχετικά πιο ανάλαφρη είναι η κωμικοτραγική ερμηνεία του ίδιου, μια παιδιάστικη αλλά ενίοτε και εφιαλτική χροιά που περισσότερο δίνει θεατρική παράσταση από ό,τι ερμηνεύει. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συνθέσεις ευνοούν μια τέτοια αντιμετώπιση, αλλά σε κάποιες άλλες, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό: το γνήσιο δράμα της μουσικής και η έντονη ειρωνεία στα φωνητικά δεν μπορούν παρά να αλληλοεξουδετερωθούν, κάτι που είναι πραγματικά κρίμα, γιατί η συνθετική πένα του Banhart διαθέτει πάμπολλες αποχρώσεις που αναπόφευκτα είναι καταδικασμένες να περάσουν απαρατήρητες.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ενορχήστρωση: αν και εδώ ο Banhart έχει μπει σε κανονικό studio και ο ήχος είναι σαφώς καλύτερος από ό,τι στο προηγούμενο album του, ο πλούτος των ιδεών του είναι τέτοιος που η ακουστική προσέγγιση πολύ απλά τον αδικεί. Το "It's A Sight To Behold", για παράδειγμα, θα μπορούσε με την κατάλληλη ενορχήστρωση να γίνει ένα κορυφαίο western κομμάτι, αντί να μένει μια απλή μπαλάντα που αδυνατεί να απογειωθεί. Παρομοίως, το "Dogs They Make Up The Dark" είναι τόσο διαβολεμένα εύστροφο που σε κάνει να νευριάζεις που ο δημιουργός του επέλεξε να τού δώσει διάρκεια ίση με 1 λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα. Συνολικά, το "Rejoicing In The Hands" φανερώνει έναν πραγματικά σπουδαίο τραγουδοποιό, με τόσες ιδέες ανά κομμάτι όσες άλλοι συνάδερφοί του δεν έχουν ούτε ανά δίσκο, που χρειάζεται ωστόσο να απεγκλωβιστεί από τη συνήθεια να επιφυλάσσει σε όλα τα κομμάτια του την ίδια αντιμετώπιση στην ερμηνεία και την παραγωγή.
Αντίθετα, ο Andy των Vetiver διαθέτει μια πολύ πλουσιότερη σε συναίσθημα φωνή, δίχως τα εξεζητημένα δραματικά γυρίσματα του Devendra, κάτι που ευθύνεται και για τη σκοτεινότερη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο album του. Όμως, στην περίπτωση των Vetiver οι συνθέσεις μοιάζουν μάλλον αδύναμες - ειδικά μάλιστα αν αντιπαρατεθούν με αυτές του "Rejoicing In The Hands", δίνοντας την εντύπωση ότι προσπαθούν να αναπαράγουν ένα ζεστό κλίμα ακουστικής folk και παλαιομοδίτικης pop, χωρίς να ρίχνουν το βάρος στις μελωδίες καθεαυτές. Αυτό που προκύπτει είναι ένα σαγηνευτικό σύνολο ευγενικών ήχων, χωρίς πάντως να υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μπορεί να σφίξει την καρδιά ή να σε κάνει να ανατριχιάσεις. Ας σημειώσουμε ότι η Hope Sandoval κάνει δεύτερα φωνητικά σε ένα κομμάτι (τόσο δεύτερα που μετά βίας καταλαβαίνεις ότι είναι αυτή), ενώ ο Cοlm O'Ciosoig (My Bloody Valentine) παίζει drums σε δύο κομμάτια (που όμως μετά βίας έχουν drums κι έτσι δεν υπάρχει και τίποτα να ακούσεις).
Και οι δύο πάντως δίσκοι είναι απολαυστικοί για τους οπαδούς της ακουστικής μουσικής και η κύρια ένσταση είναι το πόσο καλύτεροι θα μπορούσαν να γίνουν με μερικές διορθωτικές κινήσεις. Κι ενώ αυτός του Banhart είναι ο δίσκος που προσφέρει τις μεγαλύτερες δονήσεις (έστω κι αν ένα μέρος του είναι μάλλον εγκεφαλικό), είναι κάπως ειρωνικό που η καλύτερη σύνθεση και των δύο albums έρχεται από τον Cabic, και δεν είναι άλλη από το "Luna Sea" - ένα κομμάτι που θα μπορούσε να είναι η καλύτερη σύνθεση του αδικοχαμένου Elliott Smith, ή αυτό που θα έσωζε τον πρόσφατο δίσκο του Grant-Lee Phillips από το να χαρακτηριστεί άνευρος. Όπως και να'χει, εδώ έχουμε μια φλέβα καθαρού χρυσού - και έχουμε κάθε πίστη στο να προβλέψουμε πως και οι δύο πλευρές πρόκειται να προσφέρουν ακόμα καλύτερα πράγματα μέσα στα επόμενα χρόνια. Αν μάλιστα αποφάσιζαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και σε μονιμότερη βάση (πρόταση Μic: να μπει ο Cabic στα φωνητικά και ο Banhart να αναλάβει τις συνθέσεις), δε θα ήταν καθόλου υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως αυτό που θα προέκυπτε θα ήταν από τους αξιολογότερους δίσκους της δεκαετίας.