At the cut
The courage of the coward
greater than all others.
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι αυτό που μας τραβάει ακόμα στους "μελαγχολικούς" τραγουδοποιούς, αυτούς που οι rock εγκυκλοπαίδειες πετάνε όλους μαζί στην κατηγορία singer/songwriters; Γιατί ακούμε ξανά και ξανά τον Nick Drake, τον Tim Buckley, τον Phil Ochs, αλλά και τους επιγόνους τους, Elliot Smith και Jim White; Πώς συνδυάζουμε τον ήχο και τη θεματολογία των στίχων τους με τα '00 και την ηλεκτρική μουσική αισθητική (τους Air, π.χ., των οποίων τα τραγούδια είναι σαν να γράφτηκαν από ερωτευμένο ρομπότ, όπως γράφτηκε για τον τελευταίο δίσκο τους). Ίσως επειδή, when the party's over και μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, η απελπισία που είναι εγγενής στην ανθρώπινη ύπαρξη, αναζητεί το δικό της σάουντρακ. Κάτι στο οποίο είναι ειδικός ο Vic Chesnutt.
Από την Αθήνα της Τζόρτζια, είναι ένα από τα πολλά ονόματα που ξεπήδησαν από το μυθικό 40 Watt Club της πόλης. Πρώτος τον εντόπισε ο Michael Stipe των R.E.M., αν και ο ίδιος θεωρεί μέντορά του τον Jonathan Richman (κι αυτό, για μένα, λέει πολλά!) Παρότι o Chesnutt είναι παραπληγικός από το 1983 εξαιτίας σοβαρού τροχαίου, έχει καμιά δεκαπενταριά άλμπουμ στο ενεργητικό του. Έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες που ποικίλλουν από τον Bill Frisell και τους Lambchop ως τον Van Dyke Parks, ενώ για κάποια χρόνια άνοιγε τις συναυλίες των Cowboy Junkies και της Kristin Hersh - και του Richman, φυσικά. Οι συνεργασίες όμως δεν σταματούν εδώ` στα τελευταία άλμπουμ του συμμετέχουν μέλη των Thee Silver Mt. Zion, Godspeed You! Black Emperor, Witchies και ο Guy Picciotto των Fugazi (ο οποίος έχει κάνει την παραγωγή του δίσκου μαζί με τον Howard Bilerman (πρώην Arcade Fire). Η χημεία της παλιότερης συνεργασίας τους αποδίδει εδώ μ' ένα μοναδικό τρόπο, όσο πρέπει ηλεκτρικό και ταυτόχρονα λιτό - δεν λείπει τίποτα, περισσεύει τίποτα. Το At the Cut είναι το αποκορύφωμα του στιχουργικού και μουσικού δυναμικού του Chesnutt, εσωστρεφές και ακουστικό, κυνικό και άγριο, αλλά αισιόδοξο τελικά μ' έναν αλλόκοτο τρόπο. Σαν να βλέπεις τον Chesnutt to give the finger στη ζωή και το θάνατο.
Ο Chesnutt ακούγεται πιο σπαρακτικός από κάθε άλλη φορά (Coward - η εισαγωγή προέρχεται από μια φράση του Γιόζεφ Ροτ, από το Εμβατήριο Ραντέτσκι), και συγχρόνως απίστευτα σαρκαστικός (Flirted with you All my Life, When the Bottom Fell Out). Ο δίσκος κλείνει με το αριστουργηματικό Granny, ένα φανταστικό διάλογο του Vic με την πεθαμένη γιαγιά του. Αγαπημένο μου κομμάτι, ο φόρος τιμής, κατά κάποιο τρόπο, στον εκπρόσωπο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού Philip Guston.
Εν κατακλείδι: έχω πάντοτε μια δυσκολία να περιγράψω γιατί μ' αρέσει ένας δίσκος, τι ακουμπάει στην ψυχή μου, τι ξεκλειδώνει μέσα μου. Ο τελευταίος δίσκος του Vic Chesnutt είναι ό,τι ωραιότερο έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό. Τι σημασία έχει πού μπαίνει το πιάνο ή πού βγαίνει η κιθάρα; Τα τραχιά φωνητικά του Chesnutt είναι που μένουν τελικά από το άκουσμα αυτού του συγκλονιστικού δίσκου που μιλάει για τη μνήμη, τον πόνο και το θάνατο de profundis.
Υ.Γ. Εδώ υπάρχουν δύο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του Vic:
www.tinymixtapes.com
www.popmatters.com