Το 'Everyone', το μικρό εισαγωγικό κομμάτι με τα ανάποδα tapes και τη jazzy διάθεσή του αρχίζει το δίσκο με τον καλύτερο τρόπο: αποσπώντας την προσοχή σου και γεμίζοντάς σε ελπίδες ότι κάτι καλό θα σου συμβεί στα επόμενα 35 λεπτά και 2 δεύτερα. Στο δεύτερο "People who care" θυμήθηκα που την ξέρω αυτή τη ζεστή και ιδιαίτερη φωνή. Ήταν ο τραγουδιστής των Aυστραλών Garden Path από την Αδελαίδα (τότε υπέγραφε... ολογράφως ως Victor) που στα τέλη των 80s είχαν κυκλοφορήσει τρεις δίσκους. Το "See my way" με εκνεύρισε γιατί είναι ξετσίπωτα beatlικό. Φτάνει, όχι άλλους μακάρντνεϊ κλώνους. Το "Pulse" που δεν ξεπερνά την δίλεπτη διάρκεια, είναι η πρώτη ψυχεδελική στιγμή με πολλά εφφέ και βιολιά που προλαβαίνουμε να απολαύσουμε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Στο "Emily and Liam" με την νορμάλ διάρκεια έχουμε λίγα beatlικά φωνητικά στην αρχή, πιάνο και slide κιθάρα στη συνέχεια, βιολιά και τσέλα παρακάτω και ηλεκτρικές κιθάρες πριν το τέλος, ενός παρ'ολίγον instrumental, ωραίου πάντως. Τα επόμενα δυο κομμάτια με τη διάρκεια που πάλι δεν ξεπερνά το δίλεπτο, μπορούμε να πούμε πως έχουμε προσπάθεια για ψυχεδέλεια με όλιγον... βουκολικόν στοιχείον, το "Mr V" αποτυγχάνει όπως και τα προηγούμενα να αντέξει μέχρι το δίλεπτο κι ας επιστρατεύει όλο τον ηλεκτρισμό που μπορεί να παράγει το τρίο (εκτός του Vic Conrad που τραγουδάει, κιθαρίζει, κημπορντίζει, υπάρχει ο μπάσμαν Collin Gellard, που είναι μαζί με τον Conrad όχι μόνο απ' τους Garden Path, αλλά και το προηγούμενο γκρουπ τους πριν από μια δεκαπενταετία, τους Fools Apart, κι ο ντράμερ Craig Rodda). Το επτα-και-βά-λεπτο με τίτλο "DNA for Alice" και συμμετοχή του Nick Saloman (Bevis Frond και ιδιοκτήτης της Woronzow που κυκλοφόρησε το δίσκο) με σιτάρ και σύνθι είναι instrumental που βασίζεται στο αέναο γαργάρισμα της απαραμόρφωτης κιθάρας και τα τσαλίμια του σιταριού. Ψιλοβαρετό χωρίς... ουσια-στική βοήθεια. Το τετράλεπτο (ζήτω!) "Enough of this" είναι μελαγχολικό αλλά όχι μελοδραματικό καληνύχτισμα...
Και μετά; Τα ερωτήματα που δε θα απαντήσω ποτέ στη ζωή μου, προέβαλαν και πάλι γελώντας χαιρέκακα μπροστά μου: Τι αξία έχουν τέτοιοι δίσκοι, που δεν ικανοποιούν ούτε τους τριακόσιους που τους αγοράζουν σ'όλο τον πλανήτη; Μουσική που δεν γίνεται μέρος της ζωής κάποιων, δεν γίνεται ανάγκη, που δεν τραγουδιέται, δεν είναι σαν να παίζεις τένις με τον τοίχο, μια ματαιοδοξία που κονσερβάρεται ψηφιακά και ξεχνιέται για πάντα; Μήπως πρέπει να αναθεωρήσεις την άποψή σου για τη, φτηνή όπως λες, εμπορική μουσική που εκπληρώνει όμως το σκοπό της ύπαρξής της - της διασκέδασης εννοώ και της επικοινωνίας;