Περίπου όλοι ξέρουμε πώς εξελίχθηκε το rock 'n' roll από τότε που το ανθρώπινο χέρι έσπρωξε το βύσμα της πρώτης ηλεκτρικής κιθάρας στη γνωστή του θέση. Ενίοτε μάλιστα αυτή ακριβώς η γνώση λειτούργησε και ως άλλοθι (όπως εξαρχής μπορούσε), αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Να την κάνω εδώ δε θέλω, θα καταχραστώ πολύτιμο χώρο. Πάντως, όλα αυτά δε μας απαλλάσσουν από τη συνεχή αγωνία ψαξίματος του υποκατάστατου καλού που μας διακατέχει, ή καταδιώκει, και τα δύο ρήματα είναι σε ισχύ.
Πώς λέτε να φτάσαμε σήμερα να επιμένουμε να περιγράφουμε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο αποξενωμένα, τα κλισέ, τα οποία έτσι κάπως γίνηκαν διαχρονικά: σε κάθε εποχή όλο και κάποιος λέει κι αυτός τα ίδια. Πιθανώς θα μπορούσαν κι εδώ να ξαναβγούν. Υπάρχει το έρεισμα αφού οι Victory Collapse επαναφέρουν με ένα συνειδητά old fashioned τρόπο το αιωνόβιο τετράπτυχο φωνή + κιθάρα + μπάσο +ντραμς εκεί που ανήκε απ' την αρχή και από πάντα, στο γκαράζ του μπαμπά και στον πρωτόλειο ηλεκτρικό κόσμο.
Οι Victory Collapse είναι πρώτα απ' οτιδήποτε θαρραλέοι αθηναίοι. Που δεν παρασύρονται από το statement του σήμερα, που παρακινεί στο να μη φοβάσαι να ξεστρατίζεις και να δοκιμάζεις, αλλά που αν δε θες να κάνεις κανένα απ' τα δύο κι απλά θες να παίξεις επισφαλές r 'n' r μπροστά από μια αφίσα των Television (και με δανεικές πρακτικές που έπαιζαν κι άλλοι πριν από σένα), κινδυνεύεις να σε πουν ξεπερασμένο και να σ' αφήσουν στην άκρη. Το έκανε ο Devendra Banhart δηλαδή, δίνοντας πέρυσι τον πιο ολοκληρωμένο του δίσκο. Υπόθεση όχι επιπόλαια, που απαιτεί το να κάνεις εξαιρετικά κι αποτελεσματικά καλά κάτι που ούτε καν το έχεις ζήσει να γίνεται λόγω ηλικίας. Μα πρώτα απαιτεί την τιμιότητα στο να είσαι μπερδεμένος στους ήχους της τελευταίας σαρακονταετίας. Απόλυτα...
Στο παρόν ep, λοιπόν, αυτή η τιμιότητα υπάρχει. Μέσα από την αναδεικτική φωνή, τα ρυθμικά ντραμς, τις κιθάρες με παραμόρφωση, το μπάσο που επαναλαμβάνεται στην τονική νότα του εκάστοτε ακόρντου, στο συνολικό στιλ που αποκαλεί πιο αυθόρμητα αδέρφι το garage/ post-punk από ό,τι τη σύγχρονη pop κι ας τη θέλει και του λόγου του.
Τα τέσσερα τραγούδια του "Rumors" ασφαλώς και δεν είναι πρωτότυπα. Από επιλογή. Τα δύο ίσως να ήταν λίγο πιο αναμοχλευτικά, όμως. Είναι αυτό που σε στιγμές δεν αμφισβητεί κανείς ακούγοντας τις The Meanie Geanies, ας πούμε. Στο "Idiot Feminism / Fairy Tales Of N.Y. Noise" εννιά στους δέκα θα σου πουν ότι το πράγμα ταλαιπωρείται κατάτι περισσότερο, φλυαρεί επιμένοντας να παραβλέπει τον αληθινό κόσμο αλλά με μάτι γραφικό, και μη δικαιολογώντας τη διάρκειά του, είναι και αυτό. Μου θύμισε λάιβ σκηνές του The Last Drive έργου πίσω στα eighties ή 7λεπτες ομοιοπάθειες των Dread Astaire.
Πριν όμως έχουμε περάσει απ' τις πανέξυπνες κιθάρες στη γέφυρα και στη λήξη του εναρκτήριου "A Taste Of Desire", διότι ο Quentin Tarantino δεν εφηύρε, απλά εφάρμοσε. Αλλά και το παρολίγον ομότιτλο τρίτο τρακ (συν το άρθρο και μείον τον πληθυντικό) όπου η έμπνευση αγγίζει μια ενεργειακή κορύφωση που θες δε θες συμμετέχεις. Δηκτική ειρωνεία στα όρια του αυτοσαρκασμού στην ερμηνεία, απ' αυτήν που παραδεχόμασταν κάποτε στον Stiv Bators, φόρμα, κινητική, ανήσυχη ανάπτυξη σε κυκλικούς δρόμους, δεμένη εκτέλεση με πειθώ, σύντομες, πειραγμένες φράσεις στην κιθάρα χέρι με τον κάθε στίχο, απ' αυτές που έβαλε χωρίς να είναι το πρώτο στη ζωή μας το "I Can't Escape Myself" κι ο Adrian Borland, όλα αυτά χτίζουν ένα απ' τα σπουδαιότερα τραγούδια που ακούσαμε με το τέλος του 2007 από εγχώρια μπάντα. Γενικώς πρέπει να μιλήσω για τον Αποστόλη Αγαλιάνο. Οι ρυθμικές και τα γεμίσματά του ανεβάζουν κλάση τα κομμάτια. Μουσική από νέους για νέους, έλεγε εκείνο το πλακάτ που έχει βρει το ελιξίριο και περνάει στις γενιές χωρίς ρυτίδες...
Αν πρέπει να βρω εξέλιξη στους Victory Collapse, θα πρέπει να ανοίξω ολόκληρη κουβέντα για το πόσο μεγάλη ήταν αφού παλιότερα τρακ τους όπως τα "Guillotine" και "Laughter And Dears", που κατά την προσωπική μου γνώμη έπρεπε να τα δουλέψουν ξανά στο στούντιο, κακώς δεν υπάρχουν στο "Rumors". Είναι ανώτερα ως συνθέσεις από το μισό υλικό του. Δεν είναι όμως να τους υποτιμάς και μέσα σ' αυτό που κάνουν μπορούν να γράψουν πολύ καλά τραγούδια. Κι αυτό δεν είναι πλέον μια υπόθεση ή υποψία. Είναι μια πραγματικότητα που αρκεί μόνο να τη συνηθίσει κανείς...