Το post punk και η ατελείωτη διαδικασία αναθεώρησης/αναβίωσης του είναι το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ στη ροκ μουσική (ΟΚ, υπάρχει και η ψυχεδέλεια που μας έχει φορτωθεί τελευταία, αλλά εκεί πιστεύω θα την σκαπουλάρουμε και πάλι). Έχουμε φτάσει στο σημείο να το αποστρέφονται όσοι το πίστεψαν με λατρεία και το λάτρεψαν με πίστη, να μας μπουκώνει τα τσάκρα η ιδέα και μόνο ότι θα βγάλουν και άλλο δίσκο οι Interpol και να φοβόμαστε περιοδεία των Gang Of Four σε αυτοδιαχειριζόμενες βιολογικές λαϊκές αγορές της Β' Αθηνών, αλλά (όπως έχουμε ξαναπεί, με αφορμή που δεν θυμόμαστε πλέον), αυτό επιμένει να επιστρέφει, να μας τη φέρνει από πίσω και να συμμετέχει σχεδόν κυριαρχικά στα ακούσματα και τις κυβερνήσεις μας. Έχοντας καταφέρει να καγχάσω όσο θα έπρεπε με αστειότητες τύπου Savages και Ought, θεώρησα για πολλοστή φορά ότι έχω καθαρίσει οριστικά με τη φάση, μέχρι που παρασύρθηκα να ακούσω και τούτους εδώ τους, αν μη τι άλλο, έξυπνα τιτλοφορημένους τύπους, που επαναφέρουν την επανάληψη ως μητέρα κάθε μουσικής μάθησης και απόλαυσης, όπως τη γνωρίζουμε εδώ και περίπου σαράντα χρόνια πλέον (από τα γεννοφάσκια μας δηλαδή).
Το ντεμπούτο τους άλμπουμ (μετά από ένα EP, που ενώ κανείς δεν το άκουσε, όλοι πλέον μιλούν και έχουν άποψη και για αυτό - όπως είχε γίνει και στην περίπτωση των Arcade Fire δηλαδή) είναι τυπική περίπτωση σχεδόν αλάνθαστου ροκ δίσκου, που καθώς εξισορροπεί με περίσσεια χάρη ανάμεσα στην ιστορική γνώση και την πηγαία έμπνευση, εξαναγκάζει τον ακροατή να παραδοθεί μέχρι νεωτέρας, χωρίς καν να χρειαστεί να ανησυχεί για το αν το mainstream ξεσάλωμα του μεθαύριο, θα τον φέρει σε δύσκολη θέση για το σήμερα.
Αυτό το "μεθαύριο", μπορεί να το ακούσει κανείς ξεκάθαρα στο March Of Progrees, που αριστοτεχνικά τοποθετημένο στη μέση του δίσκου, υπογραμμίζει ήδη από τώρα την ικανότητα των Viet Cong για την πρόκληση μαζικού πάθους, που με τις απαραίτητες συγκυρίες και τις ανεπαίσθητες παρεμβάσεις, δεν το έχει σε τίποτε να εξελιχθεί και σε υστερία. Υπό αυτό το πρίσμα, το εναρκτήριο Newspaper Spoons, φορμαλιστικό και αυτόνομο, δομημένο σε κανόνες υπόγειου garage και όχι garage band, ίσως και να είναι τραγούδι που δεν θα αξιωθούν να ξαναγράψουν οι Καναδοί (πως κι έτσι ε; Δεν το περιμέναμε καθόλου το της καταγωγής). Επί του παρόντος όμως οριοθετεί μια χαρά το μεγαλείο τους, στο σημείο εκείνο ακριβώς που απέτυχαν οι Animal Collective, καθώς ποτέ δεν διαχώρισαν τα όρια της συνταγής από το γευστικό αποτέλεσμα.
Εφτά μόλις τραγούδια, από τα οποία οι παραδοσιακότεροι όλων θα ξεχωρίσουν το εντεκάλεπτο και κάτι λυρικό "έπος" της λήξης, υπό το πρίσμα των μελωδιών που άφησαν ανολοκλήρωτες οι Teardrop Explodes και έστειλαν στα όρια τους οι Echo And The Bunnymen, και όλα αυτά υπό τον τίτλο Death, που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει την προϊστορία του συγκροτήματος, όπως θα έχετε ήδη πληροφορηθεί. Οι Viet Cong είναι σαφές ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν και να προκληθούν ακόμη περισσότερο, εντός των ορίων του ήχου τους, καθώς - παρά τις περί του αντιθέτου διαδόσεις - αυτά δεν έχουν διερευνηθεί διεξοδικότατα και εξαντλητικά από τις κάθε φορά επόμενες γενιές. Εν τούτοις "περιορίζονται" να ασχοληθούν με ό,τι ακριβώς απαιτείται για την εκτόξευση της φήμης τους σε μικροδευτερόλεπτα από τη στιγμή που κάποιος θα έρθει σε πρώτη επαφή μαζί τους. Αυτό όμως το κάνουν με εξαιρετικό τρόπο και οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή ένσταση επί του παρόντος, θα θεωρηθεί τουλάχιστον κακόβουλη. Για το προσεχές μέλλον, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά.