Όχι βετεράνοι, νεόκοποι. Και αν το ψυχεδελικό post-punk των Vietnam Veterans υπήρξε μια από τις γνήσιες μουσικές των "λίγων" και των "δοκιμασμένων", μετά από πολλαπλές ακροάσεις δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι το ίδιο συμβαίνει είκοσι χρόνια μετά με το ντουέτο/ κουαρτέτο από το Brooklyn. Η πιο συντηρητική ροκ μπάντα των τελευταίων ετών; Ίσως! Στα ίχνη των Raconteurs, χωρίς την ευστοχία των singles και το hype της "καταγωγής". Ό,τι πιο δύστροπο, αντιπαθητικό, αντιαισθητικό και παραιτημένο ακούσαμε από τότε που πρωτοβγήκαν στην πιάτσα οι κύριοι Callahan και Oldham; Ίσως να είναι κι έτσι (δεν είναι, δεν είναι!). Αυτή τη στιγμή ακριβώς παίζει το εφτάλεπτο Toby και πρόκειται όντως για ό,τι πιο παλιοροκάδικο έχω ακούσει την τελευταία δεκαετία.
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι οι Vietnam ούτε lo-fi ηχογραφήσεις μαστορεύουν, ούτε "βρώμικο" ήχο επιδιώκουν, έστω και μέσω πολυδάπανων μεθόδων. Απλά και μόνο ψάχνουν εναγωνίως να πετύχουν την πολυπόθητη βασανισμένη Dylan-ική ατμόσφαιρα, με δυο-τρία περάσματα από την εναλλακτική ψυχεδέλεια των 80s. Και ποιος δεν το επιδιώκει, θα μου πεις, από αυτό το σινάφι; Και δεν θα έχεις άδικο. Όταν πρωτοβγήκαν στην πιάτσα, τριγύρναγαν βρώμικοι, αξύριστοι και με κάθε άλλο παρά trendy μακριά μαλλιά, και η άξεστη σιξτο-σεβεντίλα φώναζε από μακριά για το τι θα επακολουθήσει. Ο ένας δε από δαύτους είχε φτάσει σε τραγικό επίπεδο εξωτερικής εμφάνισης. Εσχάτως, έχω την εντύπωση ότι συμμαζεύονται σε αυτόν τον τομέα.
Με τα παραπάνω δεδομένα λοιπόν (και με μπασίστα δανεικό από τους Maroon 5 !!!), οι Vietnam φαίνονται σαν μια παρέα που διψά για να δημιουργήσει rock 'n' roll μύθο εκεί που δεν υπάρχει τίποτε. Το μόνο που απομένει να τους σώσει είναι η μουσική τους. Και η μουσική τους εν τέλει δεν είναι τίποτε άλλο από ένα βαθιά συντηρητικό ροκ, που από κάπου ψάχνει να πιαστεί για να ακουστεί "διαφορετικό", "ανατρεπτικό" και κυρίως ποιητικό και διεγερτικά κατατονικό για τους ακροατές του. Και ξεγελάει... ξεγελάει... ξεγελάει, ώσπου σηκώνεσαι από την παγίδα (όπου πριν είχες πέσει) και καταλήγεις ότι αν αυτό είναι το "ροκ των ναρκωτικών και της θολωμένης σκέψης" εσύ καλύτερα να περάσεις απέναντι με τους διαυγείς και τους ξενέρωτους.
Μια σπάνια περίπτωση δίσκου που ξεκίνησε με την προοπτική να κερδίσει ένα υπερήφανο εννιά και καταλήγει εκεί που θα δείτε σε λίγο. Την πρώτη φορά που τους μετέδωσα στο ραδιόφωνο, ούτε εγώ θυμάμαι τι εγκώμια βρήκα να πω, και κυρίως για ποιο λόγο τα είπα. Ίσως γιατί κόλλησα παραπάνω από ότι έπρεπε με το Goldfinger. Είναι από αυτές τις ψυχεδελικές ροκ μανιέρες που δεν σου αφήνουν περιθώρια κρίσης στις 30 πρώτες ακροάσεις. Φωνητικά χωρίς ανάσα, νικοτίνη δυνατή και ο ...Bob Dylan, που έλεγε και ένα παλιό ημεδαπό τραγούδι διαμαρτυρίας. Παρακάτω και σε όλο το υπόλοιπο άλμπουμ τους κατατρέχει το σύνδρομο των ηθελημένων συνεχών λαθών, της ίδιας κιθάρας σε πάνω από τρία τραγούδια και του λογοτεχνικού σκαμπό (αντί για υπόβαθρο), που όμως αντί να τους στείλει στην κόλαση της ροκ κάθαρσης, τους καταδικάζει στον βαρετό παράδεισο της κριτικής ροκ αναγνώρισης.
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για έναν κακό δίσκο. Πρόκειται για κάτι που είχε προοπτικές αριστουργήματος και κατέληξε να σε γεμίζει με ερωτηματικά, απορίες και ενστάσεις. Αυτή η κατάληξη στην τέχνη της μουσικής τείνει προς τον ορισμό της μετριότητας. Μια ακρόαση στο EP "The Concrete's Always Grayer On The Other Side Of Street' θα σας πείσει για τις υποσχέσεις που έδιναν οι "άμορφοι" ακόμη Vietnam το 2004... και θα σας προβληματίσει ακόμη περισσότερο για το αν αξίζει τελικά τέτοιας φύσης μπάντες να παίρνουν πραγματικά "σάρκα και οστά" με προσθήκη μελών, πολύτιμων φίλων... και αρωγή "ειδικευμένων" εντύπων.