Riza
Άλλη μια προσπάθεια συγκατοίκησης του ροκ με την παράδοση. Του Αντώνη Ξαγά
Ο εξηλεκτρισμός της ελληνικής παράδοσης, η μεταφορά της κατ' ουσία από την ύπαιθρο, το φυσικό της δηλαδή χώρο, στο αστικό στούντιο καθώς και η διασταύρωση της με τους "δυτικούς" ήχους δεν είναι ένα καινοφανές φαινόμενο των ημερών μας, κι ας θέλουν μερικοί να πιστεύουν το αντίθετο, στη χώρα μας έχει μια πλούσια ιστορία άνω των σαράντα ετών, το νήμα θα πρέπει να το πιάσουμε ήδη από τη μακρινή δεκαετία του '60. Από τους Forminx οι οποίοι έβαλαν στο σέικ(ερ) τους το άρωμα της μαντζουράνας μέχρι τον Μίμη Πλέσσα με τους Orbiters και τους Appolonians με τον βασιλικό τους, η αλυσίδα είναι μακρά, περνά από τους ...ορεινούς Socrates, την Μαρίζα Κωχ, εννοείται τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Vangelis, αργότερα και ...υπογειότερα τους Εν Πλω με τη λύρα τους, τους Mode Plagal με την τζαζ οπτική τους, τον Τηλέμαχο Ζαγρέα (γιατί όχι;) με το ολυμπο-ροκ του, τους Sleepin Pillow, τον Γιάννη Αγγελάκα και την θερεμινάτη May Roosevelt, και θα φτάσει ως και το black metal των Aherusia και των Rotting Christ. Και σίγουρα παραλείπω πάρα πολλούς ακόμη.
Έχει το ενδιαφέρον του ότι κάθε φορά που ενσκήπτει στη ροκοχώρα ένα σχήμα με άμεσες παραπομπές στην παράδοση μας, αντιμετωπίζεται γενικά λες και ανακαλύφθηκε πάλι η Αμερική, ο τροχός ή το ...ηλεκτρικό μίξερ, σαν κάτι το αξιοπερίεργο και το προκλητικό. Είναι και που η σχέση μας με την παράδοση είναι έτσι κι αλλιώς αμήχανη και αμφίσημη, παλαντζάρει ανάμεσα σε φολκλόρ υπόκρουση για το σούβλισμα των αρνιών, για εθνικές επετείους, τουριστικά πανηγύρια το καλοκαίρι και ανοησίες (ή καλύτερα εν αμαρτία προφάσεις) περί χούντας. Από την άλλη, αποτελεί κι ένα είδος εθνικού καταφυγίου κάθε φορά που αισθανόμαστε (ή φαντασιωνόμαστε) απειλούμενοι, όταν μας πιάνει η αγωνία για την ταυτότητα μας, είναι γνωστό άλλωστε ότι ζούμε σε μια πολύ ανασφαλή χώρα.
Αυτό είναι το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται αυτός ο δίσκος (κυκλοφορεί και σε διπλό βινύλιο και σε CD και σε ψηφιακή μορφή). "Ρίζα/Riza" είναι ο τίτλος, προφανής η αφόρμηση, Villagers of Ioannina City ή V.I.C. εν συντομία οι εκτελεστές. Οι οποίοι είναι ένα συγκρότημα το οποίο δημιουργήθηκε το 2007 στα Γιάννενα και παίζουν ουσιαστικά εντός έδρας, η ρίζα του δίσκου γαρ βρίσκεται στο τοπικό πολυφωνικό τραγούδι, αλλά πριν παρεξηγηθούμε, δεν έχουμε να κάνουμε με επιστροφή στη ρίζα, περισσότερο ακολουθείται η επιταγή της Κατερίνας Γώγου "οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέφουμε σ' αυτές", εν προκειμένω λίπασμα για τα νέα κλαδιά είναι οι stoner/ψυχεδελικοί/post/hard rock (διαλέγετε και παίρνετε) ήχοι. Το γεγονός πάντως ότι κατέχουν βιωματικά τα πατρογονικά τους ακούσματα (είναι και αυτή μια προϋπόθεση, όχι αποκλειστική πάντως), δεν τους κάνει να υιοθετούν και μια στενή αντίληψη της κληρονομιάς αυτής, το αντίθετο μάλιστα, έχουν έναν λόγο παραπάνω για να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή η "ρίζα" υπερβαίνει σύνορα και εθνικές αποκλειστικότητες (ενδεικτικά τον Σεπτέμβριο είχαν παίξει στην Αλβανία στα πλαίσια του CommRoots προγράμματος).
Ο δίσκος συντίθεται λοιπόν κυρίως από ηπειρώτικα άσματα, από τα πιο γνωστά, από εκείνα που επέζησαν στη συλλογική μνήμη περνώντας από στόμα σε αυτί, θα μπορούσαμε να τα πούμε διασκευές, αλλά φρονώ ότι δεν έχει νόημα η έννοια αυτή όταν δεν υπάρχει πρωτότυπη μορφή, τα κομμάτια αυτά μέσα στη μακρόχρονη πορεία τους έχουν υποστεί ασυνείδητα ή ενσυνείδητα πολλές παραλλαγές, εκτελέσεις, συμφυρμούς ακόμη και παραχαράξεις μέχρι να φτάσουν στο σήμερα (από την άλλη θα ήταν λάθος να αναφερθούμε σε συνεχή αναδημιουργία, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για το παρόν κείμενο).
Η αρχή του έργου είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή, το κάλεσμα δελεαστικό, βήματα κάπου στο βουνό, ο αέρας περνά μέσα από το μικρόφωνο, σαν να σου υποβάλλει βουνίσιες εικόνες και μυρωδιές από ρίγανη και θυμάρι (ω τι στερεότυπο!), ένας μακρινός απόηχος κλαρίνου ακούγεται ο οποίος προλειαίνει το έδαφος για την προέλαση της κιθάρας, βαριάς και ασήκωτης, Tool και Kyuss γωνία. Ο δίσκος γενικά ακολουθεί τον ηπειρώτικο τρόπο, οι ρυθμοί δεν ανεβαίνουν ποτέ (όπως θα έχετε παρατηρήσει άλλωστε όσοι έχετε παραβρεθεί σε ένα ηπειρωτικό γλέντι), είναι αργοί και υποβλητικοί, μακρόσυρτοι, κυριαρχεί μια αυτοσυγκράτηση, ο ουρανός είναι βαρύς στην Πίνδο, το χθόνιο στοιχείο έντονο, "δύσκολο να ακούσεις κάτι πιο θλιβερό, πιο θρηνητικό και πιο μονότονο" είχε γράψει ένας ξένος περιηγητής του 19ου αιώνα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί καθ' υπέρβαση ότι το ηπειρωτικό είναι το ελληνικό δημοτικό ...gothic (αστείο είναι αυτό, το τονίζω μπας και μας προκύψει καμία άτοπη αναλογία σαν εκείνη του ρεμπέτικου με τα ...blues).
Το έργο πάντως της ζεύξης που επιχειρούν οι V.I.C. είναι εξ ορισμού δύσκολο. Να φέρουν δηλαδή σε διαδραστική επαφή δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ξένους και μακρινούς (και σε τόπο και σε χρόνο), με ελάχιστα κοινά σημεία, με άλλους κώδικες αξιών, γλώσσα, αντίληψη της ζωής και του χρόνου, όποτε δε στην ιστορία ήρθαν σε επαφή δεν κατάλαβαν ο ένας τον άλλο (μπορώ να θυμηθώ διάφορες, έως και διασκεδαστικές, ιστορίες από την Κατοχή και τις περιπέτειες της βρετανικής αποστολής στα βουνά της Ηπείρου). Ακόμη και από στενής μουσικής άποψης, εντελώς διαφορετικά είναι τα εκφραστικά μέσα, η μορφολογία, η λειτουργική χρήση, το ύφος και το περιεχόμενο.
Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με δύο παραδοσιακά είδη και κατά συνέπεια συντηρητικά, με κατακτημένα αισθητικά μέσα, μη σαν ξενίζει η παρατήρηση, το ροκ είναι ήδη μια παράδοση στην ευρύτερα καθιερωμένη εκδοχή του. Στα αγγλοσαξονικά μέρη (και χωρίς να φτάσουμε καν ως την Σκανδιναβία), ο συνδυασμός του με την folk είναι τόπος κοινός και δε μοιάζει και διόλου αξιοπερίεργος, εκεί άλλωστε το ροκ ξεπήδησε μέσα από μια μακραίωνη παράδοση. Στα μέρη μας αντίθετα ήρθε ως μεταφύτευση αλλά δεν έπιασε και πολύ ο σπόρος, παρά τα συγκινητικά και επικολυρικά τα οποία κατά καιρούς γράφονται για ιδίαν κατανάλωση του χώρου, πολύ απέχει από το να παίξει το ρόλο "λαϊκού" τραγουδιού, η δε κοινωνική του απήχηση και δυναμική είναι σχεδόν αμελητέα.
Ακόμη και το γεωγραφικό πεδίο των μουσικών είναι διαφορετικό, το ηπειρωτικό είναι μια μουσική της υπαίθρου, της κοινότητας, της αγροτιάς και κυρίως της κτηνοτροφίας. Από την άλλη, μπορεί η εικονοποιία της ροκ μυθολογίας να θέλει να ταυτίσει αυτό τον βαρύ κιθαριστικό ήχο με την έρημο, στην πραγματικότητα αυτή η νατουραλιστική περιγραφή λίγη σχέση έχει με την πραγματικότητα, το ροκ ήταν και είναι (και θα είναι) ένας ήχος της πόλης.
Αυτές οι (ίσως και αυτονόητες) επισημάνσεις περιγράφουν και την πρόκληση την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι V.I.C. Και μέσα από αυτό το σκεπτικό, η κύρια αδυναμία του δίσκου είναι ότι οι δύο αυτοί κόσμοι και στην "Riza" εξακολουθούν να παραμένουν ξένοι και να μην αλληλεπιδρούν. Οι καλοπαιγμένες με ερμηνευτικό πάθος κιθάρες κατ' ουσία στρώνουν ένα χαλί για να πατήσει το κλαρίνο, ένα εξαίρετα μεν παιγμένο κλαρίνο (το οποίο το φυσάει ο Κωνσταντής Πιστιόλης, γνωστός για τη συνεργασία του με τον Γιάννη Χαρούλη), το οποίο όμως σα να μοιάζει ότι ακολουθεί το δικό του ανεξάρτητο δρόμο. Θα έλεγε κανείς ότι οι V.I.C. έτσι όπως κατένειμαν ισόποσα τις επιρροές τους, παρέμειναν υπερβολικά πιστοί στην ορθοδοξία αμφοτέρων των μουσικών ειδών, με το αποτέλεσμα να είναι μεν ενδιαφέρον ουχί όμως συναρπαστικό, πόσο μάλλον υπερβατικό και ρηξικέλευθο. Πήγαν να το προσπαθήσουν σε κομμάτια όπως τα "Taburla" και το "Nova" (με αγγλικούς στίχους), όπου δείχνουν μια διάθεση "ασεβούς" φιλοπαιγμοσύνης, όχι όμως πολύ επιτυχημένα.
Όταν βέβαια η γέφυρα πετυχαίνει και η χημεία λειτουργεί, το αποτέλεσμα είναι κατά στιγμές μαγικό και φευγάτο, για παράδειγμα το "Echoes" της αρχής, η bluesy διάσταση την οποία αποκτά ο Γιάννης και το μαντίλι του (ως "Jiannim"), κάποιες στιγμές στο "Krasi" και την "Chalasia", και φυσικά ο "Skaros" (ειδικά η εισαγωγή). Κάπως όμως χάνονται μέσα στο σύνολο, πόσο μάλλον σε έναν δίσκο ο οποίος πλατειάζει κουραστικά για να καταλάβει κάθε διαθέσιμο ΜΒ στο CD, η διάρκεια του είναι πάνω από 70 λεπτά.
Ξανακοιτάζοντας την παράθεση των ονομάτων στον πρόλογο του κειμένου, διαπιστώνει κανείς ότι οι περισσότερες από τις απόπειρες αυτές έμειναν χωρίς συνέχεια, τα ημιτελή εγχειρήματα και οι φωτοβολίδες είναι ένα γενικότερο (και ίσως το βασικότερο) πρόβλημα στην ελληνική ροκ σκηνή. Πόσο μάλλον όταν οι δυσκολίες οι οποίες περιγράφηκαν παραπάνω δεν επιτρέπουν μία επιπόλαιη, μία κι έξω, προσέγγιση, το καλλιτεχνικό εγχείρημα της διασταύρωσης ειδών απαιτεί τριβή και διάρκεια, ειδάλλως το εγχείρημα όντως θα ξεπέσει στην κατηγορία του αξιοπερίεργου και μιας στέρφας με το ζόρι παντρειάς. Το ζήτημα είναι η ρίζα να βγάλει κλαρί και το κλαρί με τη σειρά του άνθος και καρπό. Και αυτό θέλει χρόνο. Μπορεί λοιπόν ο λαός να λέει ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, στην πραγματικότητα η αρχή είναι μια αρχή και μόνο. Ελπίζω ειλικρινά αυτός ο δίσκος να είναι η αρχή ενός ταξιδιού. Από ταξίδια αν μη τι άλλο γνωρίζουν καλά οι Ηπειρώτες...