Isoviha
Εύλογο (αν και προβοκατόρικο) θα ήταν το ερώτημα γιατί να ακούσει κανείς έναν δίσκο στον οποίο "δεν υπάρχει τίποτα φωτεινό ή ευχάριστο" όπως γράφει ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς. Η μουσική έχει (και) ομοιοπαθητική δράση, θα ήταν ίσως μια απάντηση από τις πολλές.
Το πιο γνωστό ψευδώνυμο του Sasu Ripatti από τη Φινλανδία είναι Vladislav Delay. O κύριος αυτός εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική, φτάνοντας σήμερα να είναι ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της. Οι οποίοι δεν είναι και πάρα πολλοί γι’ αυτό πρέπει να τους προσέχουμε (άσε που κάποιοι είναι ήδη μακαρίτες όπως ο Mika Vainio και ο Peter Rehberg).
Ως Vladislav Delay θα έλεγα ότι αυτό που κάνει ο Ripatti είναι techno και η σχετική δισκογραφία είναι εκτενής από τα τέλη των 90s μέχρι σήμερα. Techno με μια γνώση η οποία έχει αποκτηθεί από την αγάπη του Ripatti για τις τεχνικές του dub, αυτό το παράτολμο ανώμαλο και μεταλλαγμένο ον που εφευρέθηκε στη Τζαμάικα από τον Lee Perry και άλλους. Αυτός ο ήχος είναι φανερός στα περισσότερα έργα του Vladislav έχοντας πάει ένα βήμα παραπέρα, ακόμα πιο «αλλού», ακόμα πιο προσανατολισμένος στο άγνωστο, όπως ανακαλύψαμε και σε ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ του στην δυστυχώς ανύπαρκτη πια εταιρία Chain Reaction. Μιλάμε για το «Multila» που όλοι οι φίλοι της ηλεκτρονικής μουσικής πρέπει να ακούσουν επειγόντως.
Το πολύ καλό είναι ότι δεν κάθεται στ’ αυγά του, δεν μηρυκάζει ο Sasu Ripatti. Ο ήχος του αλλάζει. Με αποτέλεσμα στα τελευταία του άλμπουμ να μην ακούμε πια αυτόν τον γνώριμο dub ήχο. Όχι γιατί τον απέρριψε, αλλά γιατί μεταλλάχτηκε τόσο πολύ που πια δεν αναγνωρίζεται. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό.
Στα ‘Rakka I’ και ‘Rakka II’ το techno του Ripatti εκτός από το ότι πάντα είναι ατμοσφαιρικό και μέσα από τον ηλεκτρονικό ήχο αγγίζει (χωρίς ποτέ να είναι) την ambient, με την έννοια του ενδιαφέροντος για τους φυσικούς ήχους και πως αυτοί μπορούν να επαναδιατυπωθούν τεχνητά, είναι… άγριο, μανιώδες και συχνά μονοκόμματο, φτάνοντας ως το noise. Λες και προσπαθεί ας πούμε να αναδημιουργήσει τον ήχο ενός καταρράκτη όπως αυτός ακούγεται από πάρα πολύ κοντά.
Η συνέχεια είναι πολύ ενδιαφέρουσα στο φετινό ‘Isoviha’. Isoviha σημαίνει “μεγάλη οργή» στα φινλανδικά. Κι όμως αυτό δεν είναι κυριολεκτικό γιατί δεν είναι τόσο άγριο άλμπουμ όσο τα προηγούμενα, όμως μέσω της πιο αφαιρετικής διαχείρισης και με τις έξυπνες πρωτοβουλίες του συνθέτη σχετικά με το πως μπαίνουν οι παύσεις και οι απότομες εναλλαγές, από τη σιωπή στον ορυμαγδό στο άψε σβήσε, δημιουργείται μια περίεργη ατμοσφαιρική όσο και δραματική ένταση, απόκοσμη, μυθική σχεδόν. Η τακτική αυτή είναι τόσο έντονη που ακόμα και ο όρος techno δεν είναι πια αρκετός. Σπάνε τα γνωστά patterns. Οι ρυθμοί γίνονται πιο ανώμαλοι, πιο πολύπλοκοι και για άλλη μια φορά (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους Autechre) βρισκόμαστε στα ύδατα της σύγχρονης μουσικής και της σύνθεσης και όχι της ας πούμε πιο λαϊκής electronica. Δε μπορώ να μην θυμηθώ, ακούγοντας ξανά και ξανά, και τον Mathis Mootz και τη δουλειά που έκανε με το όνομα Panacea που είναι μια σκληρή, άγρια, εντελώς μη ακαδημαϊκή κονστρουκτιβιστική ηχητική τοποθέτηση. Μια άποψη άυλης αρχιτεκτονικής. Έτσι και ο Ripatti εδώ. Αφήνει στην άκρη τις φυσιολατρικές ατμόσφαιρες για χάρη μιας γωνιώδους μηχανικής που πιο πολύ έχει να κάνει με τους ήχους της πόλης και τις εντάσεις της, είτε κυριολεκτικές , είτε ψυχολογικές.
Προφανώς έχει επηρεαστεί ο καλλιτέχνης και από το γκρίζο κλίμα των τελευταίων ετών στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν υπάρχει τίποτα φωτεινό ή ευχάριστο σε αυτόν τον δίσκο (και δεν το λέω φυσικά αυτό ως κακό). Μπορούμε τελικά να πούμε ότι είναι μια “ambient” της σύγχρονης, παγκόσμιας, σχεδόν εφιαλτικής κοινωνικής πραγματικότητας.