Ορμώμενοι από την αξόδευτη ενέργεια των -βασιλιάδων για μια ήμερα- Jonathan Fire Eater, οι «Περιπατητές» τοποθετούν ιδανικά το ζοριλίκι και τη μαγκιά τους πάνω στη σωρό του ταλαιπωρημένου εδώ και χρόνια μουσικού είδους που ακούει στο όνομα «ψυχοφθόρο και πονεμένο rock 'n' roll» και προς στιγμήν έχεις την αίσθηση ότι καταφέρνουν και σπάνε την ταφόπλακά του. Σκοτάδι, καπνός, ουίσκια και αργόσυρτα κακοπαιγμένες μπλουζιές. Φυσικά και δεν πρόκειται για το νέο δίσκο των Madrugada, θεός φυλάξει!
Αυτό το έρημο είδος λοιπόν -που κάποτε είχε και στυλ και το αντιπροσώπευαν κάτι δικοί μας άνθρωποι με κολλαρισμένα κουστούμια και μάτι που γυαλίζει- γκρεμοτσακίστηκε στην απλυσιά και τη μιζέρια μιας γενιάς συγκροτημάτων αποτελούμενων από κάτι losers χλαπάτσες, με used 501 του εικοσάευρου, που αν απέτυχαν στο να τραγουδήσουν πειστικά για χαμένους έρωτες, είναι πολύ απλά γιατί μέχρι να γίνουν φίρμες δεν είχε γυρίσει γκόμενα να τους κοιτάξει, δεν είναι ότι θα το σώσουν οι The Walkmen (ούτε οι Interpol, ούτε οι Flaming Stars από τους παλιούς). Είναι που θα το διατηρήσουν τουλάχιστον ζωντανό στη συνείδησή μας.
Τα τρία από τα τέσσερα μέλη του γκρουπ, έρχονται από τους ημί-θεους Jonathan Fire Eater, που όταν κυκλοφορούσαν κάτι επικίνδυνες δισκάρες στα τέλη των 90ς, εσείς μου ακούγατε Radiohead και λοιπές χαζομάρες... και τα υπόλοιπα δύο από τους ημιθανείς, πλην ενδιαφέροντες, The Recoys. Ήδη με τον τίτλο του παρόντος δίσκου επιβεβαιώνουν τις υποψίες για το μεγάλο πανηγύρι της Νέας Υόρκης, που έληξε χωρίς η «νέα μεγάλη rock 'n' roll' μπάντα να κατακτήσει τον κόσμο και επιτρέπουν στον πιανίστα τους να κηρύξει την έναρξη της νέας εποχής.
Το ντεμπούτο τους δεν είναι τίποτα άλλο από ένας μπλαζέ, ψυχρός δίσκος που αδιαφορεί για τον ακροατή του. Μια συνεχής αταξία και έλλειψη μελωδιών, μια αδυναμία στο να μετατραπεί η σκοτεινή τους διάθεση σε «σαγηνευτική ατμόσφαιρα», η μαυρίλα τους σε «γοητευτική μελαγχολία», ο ήχος της Νέας Υόρκης σε αγαπημένο δισκάκι προβληματισμένων εφήβων ανά την υφήλιο. Και για αυτούς τους λόγους ακριβώς, είναι μια ρήξη ο παρόν δίσκος, σε σύγκριση με οποιαδήποτε παρόμοια προσπάθεια επιχειρείται στις μέρες μας από μανιερίστες και φορμαλιστές που ευαγγελίζονται το μέλλον του rock (μπρρρ...). Ίσως τελικά να μου άρεσε τόσο αυτός ο δίσκος, απλά γιατί απεχθάνομαι πολλούς άλλους της εγχώριας σοδειάς που ισχυρίζονται ότι ακούγονται έτσι!
Αν δεν καταλάβατε ακόμα τι πρόκειται να ακούσετε εδώ πέρα ονόματα όπως αυτά των Tom Waits, Television, Velvet Underground κ.λ.π. (αλλά και πιο μοντέρνα indie πράγματα και θάματα) θα σας βοηθήσουν, ενώ και πραγματικοί μελετητές του Nick Cave, της Polly Harvey κλπ θαμπορέσουν να βρουν ουσιαστικές ομοιότητες συμπεριφοράς στον κόσμο των The Walkmen, αν και ο ενσυνείδητος ερασιτεχνισμός του ήχου σίγουρα θα σας φέρει πολλές φορές στα χείλη τη μαγική λεξούλα "Pavement".
Ορισμένα τραγούδια παίρνουν κεφάλια ("Revenge wears no wristwatch", "We' ve been had"), ορισμένα άλλα απαιτούν να είσαι ώριμος fan της όλης φάσης για ν' ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις τους. Έτσι είναι όμως η μουσική: όταν εκ των πραγμάτων δεν δύναται να καταστεί μεγαλειώδης, τότε καθίσταται απαιτητική. Αν δεν έχει τίποτε από αυτά τα δύο μέσα της, τότε είναι για πέταμα. Μην πετάξετε αυτό το δίσκο πάντως... ρέπει ανάμεσα στα δύο στοιχεία.
Ρε, λες να γίνουν φίρμες;