WYW
Συναισθηματική ένταση και οργή που συσσωρεύεται και κλιμακώνεται μέχρι το εκρηκτικό λυτρωτικό ξέσπασμα. Εσείς έχετε μείνει ακόμη στους Swans; Του Πάνου Πανότα
Δύο γενικές ομάδες ακροατών δημιουργούνται, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς τη μέγιστη εγγενή προσοχή είναι η αλήθεια, σε σχέση με το “WYW”:
Η μία, ας πούμε, περιέχει όσους γνώριζαν ήδη τον Jacob Bannon απ’ τους Converge, ίσως και τους Supermachiner. Κι όλοι τους θα έχουν να πουν εν προκειμένω για την αργή ταχύτητα και την αυξημένη μελωδικότητα. Όμως όταν φτάσουν να ζυγίσουν την παράμετρο πάθος δεν θα τους βγει ούτε ένα διστακτικό επίρρημα.
Η άλλη ομάδα αποτελείται απ’ όσους έτυχε να μάθουν τον Bannon ακριβώς με τούτο το βραδυφλεγές –αν σκεφτούμε ότι το δούλευε επί κάμποσα χρόνια– σόλο πρότζεκτ του. Που μάλλον θα καταλήξουν κι ως οι περισσότερο γοητευμένοι έναντι του καθαρτήριου φορτίου του παρόντος ντεμπούτο.
Για τον Jacob Bannon η εξομολόγηση νοείται ως ένας θεραπευτικός, μα ενίοτε και νοητός, ψίθυρος που υπό προϋποθέσεις αυτομαρτυρίου μπορεί να μεταγραφεί σε τραγούδια. Τραγούδια μέσω των οποίων γινόμαστε από παρατηρητές της βιωμένης πραγματικότητας ενός άλλου ανθρώπου συμπρωταγωνιστές σ’ αυτήν.
Συνεπώς οι προθέσεις ήταν εξαρχής εδώ αυστηρά δραματικές. Ακολουθώντας λες το υπόδειγμα των Swans, το κάθε κομμάτι χτίζεται προοδευτικά πάνω στο ξεκίνημά του, συνήθως απ’ το πιάνο ή απ’ τις κιθάρες, κάποτε συγχρόνως κι απ’ τη φωνή, και με μια ένταση που μοιάζει σαν να μην λύνεται ποτέ της. Ειδικά όταν το εντυπωσιακό τυμπάνισμα –ξερό σαν έρημος και με ισορροπία-θύελλα στα πιατίνια που αν δεν την ακούσεις δεν την πιστεύεις– τού Chris Maggio (των Sleigh Bells, Trap Them, Coliseum) οδηγεί μερικά τρακ σε εκρηκτικά φόρτε. Ή όταν εκείνος ο σατανικά υποδόριος ηλεκτρονικός βόμβος, αποκύημα που επίσης έπλασε η έμπνευση του Barron, διαπερνά τη μουσική από κάτω σαν τιμωρός υποβολέας.
Ο Jacob Bannon κινείται μέσα στα τραγούδια του δίχως ανάσχεση. Από το δυνατό στο ήσυχο κι από το κανονικό στο παραβατικό, εκφέροντας με το εμφατικό του στιλ ερμηνείας στίχους φαντασιακής οργής. Έτσι ώστε να επικυρωθεί η καταφυγή του στο συναισθηματικό τραύμα που φαίνεται να επιζητάει απ’ το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο και για όλο το δίσκο - δεν αφαιρούμε το ορχηστρικό “Hard Road To Heaven”.
Οι έμπειροι Kurt Ballou (των Converge κι αυτός), Sean Martin (των Hatebreed, Kid Cudi, Cage, Twitching Tongues) και Mike McKenzie (των The Red Chord, Unraveller, Stomach Earth) ξέρουν πολύ καλά πότε η παραμόρφωση στις κιθάρες γίνεται εφέ προέκτασης και κυρίως με καθοριστική για την εξέλιξη των πραγμάτων σημασία. Κι εργάζονται με την εν λόγω γνώση τους παραδίδοντας σεμινάριο στα “Breaking Point”, “Heavy Blood”, “Best Cry Of Your Life” και “Fog”, την πιο εξαιρετική τετράδα τραγουδιών που έχουμε ακούσει τελευταία να περιλαμβάνεται στο ίδιο άλμπουμ.
Σε ποιο βαθμό τελικά χρειαζόμαστε μια τέτοια απόλυτα προσωπική μουσικογραφία; Σε μεγάλο, κι απενοχοποιημένα όπως συμβαίνει και με τα όνειρα, τόσο που είναι αδύνατον να κατατεθεί με νούμερο, δεσμευτικά δηλαδή. Στην αντίθετη περίπτωση, το ερώτημα δεν θα είχε καν νόημα.
Και τι σόι σημάδι να είναι τότε που το κλείσιμο του “Goodbye Old Friend” ανασύρει αισθητικές που παραπέμπουν στους Pink Floyd; Όταν μιλάμε ήδη για έναν απ’ τους λίγους δίσκους που αναμφισβήτητα θα σημαδέψουν το ’17, η απάντηση στο τελευταίο είτε μπορεί να περιμένει, είτε καλώς δεν υπάρχει με σαφήνεια.