Movement In Place
Δίσκος που όταν τον ακούς τρέχεις να τσεκάρεις το... ημερολόγιο για σιγουριά. Έχουμε οσονούπω 2022 ή μήπως 1973; Της Χριστίνας Κουτρουλού
Το παιχνίδι της αναβίωσης είναι δύσκολο. Από την αρχή του, ζητάει από τον ακροατή να συμβιβαστεί με την ιδέα πως ό,τι ακούσει, θα είναι κάτι ξαναζεσταμένο. Ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθεί παγίδα και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, γενόμενο λούπα που θα τον εμφανίσει σαν υποδεέστερη απομίμηση των προτύπων του. Ωστόσο εδώ και κάποια χρόνια η μουσική αγαπά πολύ τα πισωγυρίσματα και τελικά βρίσκει το κοινό της. Το ερώτημα είναι λοιπόν εάν έχουμε να κρατήσουμε κάτι από όλο αυτό και καλλιτεχνικά.
Οι Whereswilder συστήθηκαν το 2014 με το Υearling , ένα άλμπουμ αρκετά σχιφτοδεμένο, το οποίο άφησε συμπαθητικές εντυπώσεις. Τρία χρόνια μετά επέστρεψαν με το Hotshot, που τους έδειξε πιο επαγγελματίες, να προασπίζονται το ενδιαφέρον τους για τις ροκ δεκαετίες των 1960s και 1970s με σωστές τοποθετήσεις των συστατικών τους. Τις ίδιες διαθέσεις έχει και το φετινό πόνημα, αν και διακρίνεται μια πιο συγκεντρωτική ματιά, με τις αναφορές να γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες. Εξάλλου το γκρουπ δεν αναβιώνει απλά έναν συγκεκριμένο ήχο, περισσότερο μοιάζει να αντανακλά κάποιους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Το αθηναϊκό συγκρότημα μπορεί να θέλησε να δώσει μια αμερικάνικη νότα στο εξώφυλλο του Movement In Place –όπως οι ίδιοι έχουν πει– αλλά το στήσιμο κι ο αέρας τους αποβαίνει ευρωπαϊκός. Πριν ακόμα βάλεις τον δίσκο να παίξει, δηλαδή, η φωτογραφία του Evan Μαραγκουδάκη «μυρίζει» fish and chips. Ανεξαρτήτως στόχευσης, πάντως, αποδεικνύεται εξαιρετική επιλογή: κρατώντας με κάποιον τρόπο και το έργο του Στέφανου Πλέτση στην κυκλοφορία, βγάζει σε ένα καλαίσθητο αποτέλεσμα, υποδηλώνοντας και την αντίληψη της μπάντας για τον ήχο της, μα και την επικοινωνία αυτού με τις υπόλοιπες τέχνες.
Το άλμπουμ μπαίνει λυρικά, με μια «λενονίστικη» μπαλάντα, για να ξανοιχτεί αργότερα και σε πιο γκρουβάτες διαθέσεις, με προσθήκες από φανκ, σόουλ μέχρι και glam rock. Πνευστά διαδέχονται το μπάσο, έγχορδα λικνίζονται με κρουστά. Κι όλο αυτό συνθέτει ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα: ποτέ πολύ συναισθηματικό, ποτέ πολύ κραυγαλέο. Οι Whereswilder έχουν αφομοιώσει τα 1960s και 1970s χρώματα, ενώ οι όποιες προσθέσεις γίνονται με μέτρο. Δεν επηρεάζουν τη ροκ βάση για να μπερδευτείς, ούτε και υπάρχει κάτι ασύνηθες στην τακτική των συνθέσεων. Αλλά και η στιχουργία τους στηρίζει το ροκ πνεύμα –απλότητα, καθημερινότητα, αποδράσεις και υπαρξιακά. Χωρίς να μπαίνουν στα βαθιά, αφήνουν σκορπισμένες φράσεις στις οποίες στέκεται το αυτί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν: οι Whereswilder είναι μουσικώς άψογοι και έρχονται διαβασμένοι. Όμως το «μάθημα» μας το λένε λίγο παπαγαλία· η τόση πίστη στις σημειώσεις, τους κάνει να μοιάζουν υπερβολικά με τα είδωλά τους. Ακούγοντας ας πούμε τα φωνητικά του Γιάννη Ράλλη, φαντάζεσαι τη νεκρανάσταση του John Lennon ή του Marc Bolan. Μάλιστα, αυτός είναι κι ένας λόγος που, ενώ μιλάμε για έναν ήχο ευχάριστο και οικείο, νιώθεις να πετιέσαι έξω από το κάθε κομμάτι, καθώς αναρωτιέσαι φωναχτά «γιατί;». Αν δεν ξέραμε ότι ακούμε πρωτότυπα κομμάτια, θα ξεχώριζε άραγε το συγκρότημα από μια tribute μπάντα; Όσο κι αν αγαπούν τα ακούσματά τους, όσο κι αν έχουν δουλέψει για να τα αποδίδουν με φυσικότητα, τα έχουν τόσο σφιχταγκαλιάσει, ώστε χάνουν τελικά τη δική τους ταυτότητα.
Κάπου φταίει βέβαια και το γεγονός ότι, ενώ προσπαθούν για το κάτι παραπάνω, δεν φτάνουν και σε ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα τραγούδια, που ίσως τους έβγαζαν από αυτό το μονοπάτι. Κάπου φταίει όμως και το φύσει αδιέξοδο των αναβιώσεων. Η κουλτούρα αυτή μπορεί να συντηρείται, αφού και τους νέους καλλιτέχνες συγκινεί και κάποιο κοινό δείχνει να ικανοποιεί – έστω κι αν γίνονται συνειδητές εκπτώσεις χάριν της νοσταλγίας. Συντηρείται όμως στο πλαίσιο μιας μουσικής εποχής στην οποία το μόνο πια που σε χωρίζει από τις αυθεντικές κορυφές ενός δοκιμασμένου ήχου, είναι ένα κλικ στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, η απάντησή του όσον αφορά τους Whereswilder (όπως τουλάχιστον τους συναντάμε στο Movement In Place), είναι ότι το υλικό αυτό θα αξιοποιηθεί πιο πολύ συναυλιακά: σε ζωντανές συνθήκες, μπορείς να διασκεδάσεις προσπερνώντας την παραπάνω συζήτηση. Άλλωστε έχουν ήδη αποδείξει ότι το σανίδι τους πάει πολύ.