Τον τελευταίο καιρό τα σημάδια ήταν φανερά δυσοίωνα. Πρώτα το "Get Behind Me Satan" όπου ο Jack White, ίσως ο πιο προικισμένος κιθαρίστας της γενιάς του, απαρνήθηκε την κιθάρα του προτιμώντας το πιάνο και τις marimbas. Στη συνέχεια το project των Raconteurs που, προχειροφτιαγμένο όπως ήταν, έδειξε ότι μονοπωλεί την καρδιά του Jack. Πριν λίγο καιρό ήρθε και το ομώνυμο single, προπομπός της νέας κυκλοφορίας των Stripes και, αυτός εδώ ο γράφων τουλάχιστον, πείσθηκε ότι ο White ήταν αποφασισμένος να καταργήσει το σχήμα που τον ανέδειξε με τη μέθοδο του διασυρμού.
Και μόνο η παρουσία του παρόντος πονήματος φυσικά φανερώνει την απροθυμία του Jack να εγκαταλείψει την κύρια πηγή εισοδήματός του, αλλά και την απόφασή του να διαχωρίσει -όπως κάθε ευσυνείδητος εργαζόμενος- τη δουλειά από τη διασκέδαση (business before pleasure), όπου βέβαια για το δεύτερο προτιμά την παρέα του Brendan Benson όπως μπορεί να βεβαιώσει όποιος παρακολούθησε κάποιο απ' τα περυσινά live των Raconteurs.
Τακτοποίησε λοιπόν τις προτεραιότητες αλλά και τις διεξόδους του, κι έτσι ο Jack έχει την πολυτέλεια να αδιαφορήσει -ελπίζω- για ευτελείς μικρότητες όπως οι παραπάνω και ν' ασχοληθεί μ' αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, το βρώμικο blues-garage όπου στο παρελθόν έχει δώσει αριστουργήματα αυθορμητισμού και απλότητας, ό,τι δηλαδή θα θέλαμε να βρούμε κι εδώ. Πρέπει όμως να ψάξουμε αρκετά, καθώς ο ίδιος επιτίθεται στο γνώριμο Stripes ήχο με σκοπό να τον βγάλει έξω απ' τα στενά του όρια, όπως μαρτυρούν κι οι βασανισμένοι ήχοι που βγαίνουν σε κάθε ευκαιρία απ' την κιθάρα του. Την ίδια παραμορφωτική ορμή επιδεικνύει και στα δύσμοιρα πλήκτρα που αγωνιούν να ξεφύγουν απ' τα χέρια του στην προαναφερόμενη ομώνυμη υποδοχή, τραγούδι που μοιάζει με σατυρική καρικατούρα των Stripes άλλων εποχών.
Αλλού, ανοίγεται σε απρόσμενες κατευθύνσεις: τη σκοτσέζικη folk όπου χρησιμοποιεί ακόμη και γκάιντες ('Prickly Thorn', 'St. Andrew' - το πρώτο σχεδόν ακουστικό και αρκετά διασκεδαστικό, το δεύτερο ψυχεδελικό και δυσλειτουργικό), το επικό spaghetti western καθώς διασκευάζει απολαυστικά το 'Conquest' (το πρωτότυπο χρονολογείται απ' τα '50's) στην καλύτερη ίσως στιγμή του Icky Thump παρά τις φωνητικές ακροβασίες, χρωματισμένη απ' την εγκάρδια συνομιλία των mariachi πνευστών με την κιθάρα, ακόμη και το metal -περίπου- με το 'Little Cream Soda' όπου με τα βαριά του riffs υπογραμμίζει τις εξομολογήσεις του σε πεζό λόγο, μια πολύ καλή Stripes στιγμή απ' αυτές που μας λείπουν εδώ.
Ο Jack έχει χάσει όπως φαίνεται το ενδιαφέρον του για τον κλασικό ήχο των Stripes, αδιαφορία που μεταδίδεται στο εξ ορισμού ραδιοφωνικό 'You Don't Know What Love Is' ή το ακουστικό blues '300 M.P.H. Torrential Outpour Blues'. Σχεδόν παντού προσπαθεί να τον αλλοιώσει με αιφνιδιαστικά αλλά και αψυχολόγητα ξεσπάσματα (τυπικά παραδείγματα το "πειραγμένο" 'I'm Slowly Turning Into You' ή το 'Catch Hell Blues' που κερδίζει απ' την εξαιρετική επίδειξη μινιμαλιστικής κιθαριστικής τεχνικής) και, σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις, θυμάται να δώσει κάτι και στο κοινό του, όπως στο βρώμικο blues-garage του 'Bone Broke' ή τη φορτισμένη μπαλάντα του 'A Martyr', τραγούδια που οφείλουμε κατά συνέπεια να τα εντάξουμε στις καλύτερες στιγμές του Icky Thump.
Τα καλά νέα λοιπόν είναι ταυτόχρονα και κακά, γιατί ο Jack ξαναπαίρνει το όπλο του (την κιθάρα του δηλαδή), μαζί με την Meg που κάθεται και πάλι στο drum kit, καταλήγει όμως να το χρησιμοποιεί εναντίον του καθώς πλήττει αφόρητα όπως φαίνεται μέσα στα (περιορισμένα είναι αλήθεια) όρια του σχήματός του και επινοεί ευκαιρίες για να τα ανατρέψει, θέλοντας μάλλον να εμφυσήσει νέο ενδιαφέρον αλλά και fun, πρώτα όμως για τον εαυτό του. Ίσως το πετυχαίνει, οπωσδήποτε όμως ο ίδιος διασκεδάζει περισσότερο από εμάς που, αυτήν τη φορά, θα του αφήσουμε το ελαφρυντικό των αμφιβολιών και του πρότερου έντιμου βίου.