There's Always Blood At The End Of The Road
Στο τέλος θα χυθεί αίμα υπόσχονται (απειλούν;) οι Φλαμανδοί μαυρομεταλλάδες. Από μια λιγότερο αιμοχαρή σκοπιά, στο τέλος μένουμε με έναν καλό δίσκο. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Το συγκεκριμένο κείμενο για τον νέο δίσκο των Wiegedood ήθελα να το γράψω κατευθείαν, τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου δηλαδή, με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος. Ενθουσιασμένος, σχεδόν εκστασιασμένος από το ποιόν του δίσκου, είχα σκαρφιστεί συγκεκριμένες -ενίοτε- βαρύγδουπες εκφράσεις στο μυαλό μου για να τις τοποθετήσω σωστά μέσα στο κείμενο που θα έγραφα και είχα αποφασίσει ήδη πως αυτός ο δίσκος, ακόμα και από τόσο νωρίς στην νέα χρονιά ( τρομάρα μου…) βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για δίσκος της χρονιάς.
Στις πιο ψύχραιμες στιγμές μου όμως σαν ακροατής, σκεφτόμουν, ότι το πρέπον και το σωστό θα ήταν να αφήσω την σκόνη λίγο να κατακαθίσει πάνω στο μαύρο πλαστικό δίσκο και να ακούσω πιο ψύχραιμα και ολοκληρωμένα τούτο το τέρας για να μπορέσω να εκφράσω σωστή άποψη.
Και πράγματι αυτό συνέβη και παρόλο που δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο η αρχική μου ενθουσιώδης αντίδραση, είχαμε όμως αισίως πια φτάσει τον Μάρτιο με δύο μήνες συνεχόμενων ακροάσεων και για την δισκογραφία έτσι όπως κινείται τα τελευταία χρόνια αν η μία εβδομάδα καθυστέρηση από την κυκλοφορία του δίσκου το καθιστά ήδη “παλιά νέα”, φανταστείτε το δύο μήνες μετά τι κάνει.
Δύο μήνες μετά, το μουσικό ακροαστικό γίγνεσθαι έχει βρει νέους ήρωες, έχει αποκαθηλώσει, έχει ακυρώσει και έχει βαρεθεί τους προηγούμενους και περιμένει ήδη την νέα φουρνιά να σκάσει. Και κάπου εκεί υπάρχουμε και εμείς, οι εργάτες-σκαφτιάδες της μουσικής πραγματικότητας -λέμε τώρα- να γυρνάμε ολοένα πίσω σε ανοιχτούς λογαριασμούς και να διαμηνύουμε στους οικείους μας για την ποιότητα του νέου δίσκου των Wiegedood. Μιας μπάντας που εξ ορισμού δεν αφορά τον γενικό πληθυσμό λόγω του -τζιζ- μεταλλικού προσανατολισμού της. Και εδώ που τα γράφουμε μεταξύ μας, δεν αφορά ακόμα και αρκετούς μεταλλάδες λόγω της βάναυσης μουσικής προσέγγισης τους.
Κάπως έτσι σκέφτηκα λοιπόν και το κείμενο πήγε στα αζήτητα.
Κάπως έτσι σκέφτηκα και τον Ιούλιο που το χέρι μου πήγε σαν μαγνητισμένο στο ράφι “W” και έβγαλε μόνο του σχεδόν το “There's Always Blood At The End Of The Road” για επαναληπτικές ακροάσεις και το κείμενο παρέμεινε στα αζήτητα. Είχε βγάλει άλλωστε νέο δίσκο και η Beyoncé και προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιο νόημα ή έστω να νιώσουμε και εμείς λίγο την faboulous-οσύνη που έβγαζε σε όλους τους υπόλοιπους. Εις μάτην. Αλλά φαντάζεστε πόσο δεν θα αφορούσε κανέναν ένα μανιακό συγκρότημα από το Βέλγιο κατακαλόκαιρο σε αντίθεση με το εφήμερο γκλίτερ της Βασίλισσας Beyoncé.
Η ζωή συνέβη. Ο καιρός πέρασε. Το πετρέλαιο θέρμανσης θα φτάσει το 1,60 ευρώ, όλοι έχουν ξεχάσει τον δίσκο της Βασίλισσας και έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να αδιαφορήσω πλήρως για ότι συμβαίνει μουσικά και να γράψω για ένα δίσκο που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2022 και απ’ ότι φαίνεται θα είναι στο τοπ-3 αγαπημένων δίσκων για φέτος με χαρακτηριστική άνεση. Αν όχι ΤΟ αγαπημένο.
Ο έρωτας με την μπάντα ξεκίνησε ακαριαία από το πρώτο μέρος της τριλογίας “De Dodden Hebben Het Goed”, εκεί που έγινε σαφής η διάθεση των Φλαμανδών να δημιουργήσουν σκοτεινό, επιθετικό, αληθινά σκληρό φρενήρες μέταλ. Στον νέο όμως δίσκο τα πράγματα βαίνουν κάπως διαφορετικά. Διακριτικά μεν αλλά αναγνωρίζεις την ψυχοσύνθεση της μπάντας να αλλάζει. Η σκοτεινή, κατατονική ατμόσφαιρα παγιώνεται σε στιβαρά αισθητικά θεμέλια. Η οργή της τριλογίας μεστώνει, παραμένει κτηνώδης αλλά πολύ πιο ώριμη και κατ’ επέκταση βαθιά και συμπαγής. Το συνολικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα του δίσκου είναι πολλά επίπεδα ανεβασμένο κάνοντας έτσι την -πολύ καλή- τριλογία πιο πριν δισκογραφικά σαν απλά ένα πετυχημένο εισαγωγικό κεφάλαιο για το αληθινό τέρας που ακούει στο όνομα “There's Always Blood At The End Of The Road”.
Και μιλάμε για τέρας αληθινό. Αμείλικτο, φρενήρες, παρανοϊκό, επιθετικό, άμεσο, σκισμένο black metal. Σε πιάνει από το πρώτο δευτερόλεπτο από τον λαιμό και σε βουτάει σε έναν ακουστικό βούρκο απύθμενης σκοτεινής ενέργειας και σε χτυπά αλύπητα με όλα του τα μουσικά όπλα. Τα τραγούδια σταθερά, ανηλεή, σε σημεία επαναλαμβανόμενα βγαίνουν από τα ηχεία και σε χτυπούν στο στέρνο. Νιώθεις την μουσική να σε καταβροχθίζει και απλά αφήνεσαι. Χάνεσαι σε αυτό τον μασίφ, πηχτό όγκο παράνοιας που βιώνεις. Και ενώ έχεις ξανακούσει πολύ παρόμοια πράγματα, οι Wiegedood το κάνουν κάπως αλλιώς. Κάπως πιο αληθινά. Κοφτεροί και αιχμηροί ακούγονται και είναι πράγματι επικίνδυνοι έτσι ακριβώς δηλαδή όπως θα έπρεπε να ακούγεται το μέταλ σήμερα. Χωρίς ανούσιες γραφικότητες, χωρίς μακιγιάζ και μάσκες. Απλά με γνήσια, αληθινά επικίνδυνη επιθετική απαισιόδοξη μουσική.
Με τεράστια riffs, blastbeats και τελείως παρανοϊκά ουρλιαχτά ενστερνίζονται το παρελθόν του ήχου και χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες γράφουν τον καλύτερο δίσκο της μέχρι τώρα καριέρας τους. Αιφνίδιος και ισοπεδωτικός, τούτος ο δίσκος διδάσκει σε όλα τα “σκληρά αλάνια” εκεί έξω πως πρέπει να ακούγεται το μέταλ στην δύσκολη και σκληρή εποχή που ζούμε.
Θέλει κότσια μάνα μου.
Και ο δίσκος. Και σαφώς η εποχή μας.