Going Back Home
Συνεργασία ενός παλιού κιθαρίστα μ' έναν παλιότερο τραγουδιστή. Του Άρη Καραμπεάζη
Θα μιλήσω για τη γενιά μου, ως γνήσιος εκπρόσωπος αυτής, καθότι έλαβα το χρίσμα από τις περασμένες γενιές του Mic, που μου δήλωσαν ότι φοβούνται μην καταντήσουν γραφικοί, που ασχολούνται συνέχεια με τους "παλιούς" και τους "παλιότερους".
Μετά μανίας αναζητούνται τα αυθεντικά συστατικά του rock 'n' roll, για να σταθεί αυτό μπροστά μας και πάλι αγνό, ατόφιο, άγριο, ζωντανό, μπλουζάδικο, ρυθμενμπλουζάδικο και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Κι αυτό δεν είναι καινούργια ιστορία βέβαια, καθότι σε κάθε επόμενη μετάλλαξη του, εμφανίζονταν αυτομάτως και αυτοί που επεδίωκαν τη διατήρηση της καθαρότητας του. Με αυτά τα δεδομένα η εσωτερική ιστορία του rock 'n' roll διέπεται από έναν (όχι και τόσο) καλώς εννοούμενο εσωτερικό ρατσισμό, που ευτυχώς πάντως ποτέ δεν ανέστειλε την πρόοδο του.
Μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Καθότι με πίστη στα παρασιτικά οράματα του κάθε Jack White, που εξαντλεί τα αποθέματα έμπνευσης στο να αναπαραχθεί η σωστή μήτρα στο αρμόζον φυσικό υλικό, περνώντας μέσα από κιθάρες με βερνίκια βεβαιωμένης σύνθεσης, που έπαυσαν να χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία το δεύτερο εξάμηνο του 1959, θα καταλήξουμε να βαδίσει και αυτή η μουσική εξαντλητικά προς τα πίσω, μέχρις ότου να εξαφανιστεί. Διότι υπάρχουν και μουσικά είδη που εξαφανίζονται, πως να το κάνουμε... Και θα πρέπει να είσαι τουλάχιστον μύωπας για να μην μπορείς να διακρίνεις την παθιασμένη βινταζίλα του Rudi Protrudi (για παράδειγμα), από την αναιμική διασπάθιση faux ροκενρολ πάθους, των κάθε λογής Black Keys (ή και Lips, στο μέλλον μπορεί και Angels, κατά πώς πάει).
Αυτό το χαρακτηριστικό κιθαροπαπιοπερπάτημα του Wilko Johnson επί σκηνής, θεωρώ ότι αναπαριστά με τον καλύτερο τρόπο, την -ενίοτε θεμιτή- εμμονή του rock 'n' roll να μετακινείται λίγο παρακάτω, αλλά εντός ολίγου να επιστρέφει στις ρίζες του. Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια το πότε ο Johnson άρχισε και πάλι να θεωρείται καθολικά τιτάνας και εμβληματικός κιθαρίστας, θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι εμείς μεγαλώσαμε διαβάζοντας εδώ κι εκεί (και κυρίως στα εγχώρια μουσικά έντυπα) ότι το pub rock των Dr Feelgood ήταν απλώς ένα απαραίτητο στάδιο εξέλιξης από το αυθεντικό rock 'n' roll προς το punk, σχεδόν νεαντερνταλισμός, μέχρι να φτάσουμε εκεί που πρέπει. Ο Θεός - που ως γνωστόν είναι τύπος pub rock- μας φώτισε και αγοράσαμε το Stupidity και ξεφύγαμε από τις κακεντρέχειες των μουσικοκριτικών, έως ότου τουλάχιστον καταφέρουμε κι εμείς με τη σειρά μας να τους μοιάσουμε.
Τον Roger Daltrey στην πράξη τον έχουμε ακούσει μέσα από δεκάδες άλλα συγκροτήματα που ακολούθησαν αυτούς, πολύ περισσότερο από ότι μέσα από τους Who. Στη δική του περίπτωση - όπως και στου Paul Weller με τον οποίο κάνουν καλή παρέα- έγιναν αρκετά βήματα μπροστά, ενίοτε και χωρίς να χρειάζεται κάτι τέτοιο, ενώ το πρωτόγονο συναίσθημα στις ερμηνείες γρήγορα εξαφανίστηκε στη δίνη των υπερφιλόδοξων δίσκων και των απαιτητικά τεράστιων περιοδειών. Γενικώς, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ποτέ δεν με συγκίνησαν οι Who, καθότι μετέλαβα το νόημα τους μέσω τρίτων πρώτα, και αυτό είναι διόλου αμελητέο ζήτημα στη σχέση του καθενός με τη μουσική και δυο-τρία πράγματα ακόμη, που έχουν σημασία στη ζωή.
Το Going Back Home βρίσκει τον Wilko Johnson ζωντανό από σπόντα στην πραγματική ζωή και ολοζώντανο σε επίπεδα Stupidity (το οποίο ήταν live ούτως ή άλλως), ως μορφή και ενέργεια στο στούντιο. Οι εκεί διαδικασίες περιττεύει να πούμε ότι δεν κράτησαν και πολύ. Σε μία βδομάδα, σου λέει, τα πάντα εκτελέστηκαν και ηχογραφήθηκαν, όχι επειδή δεν υπήρχε ενδεχόμενα καθόλου χρόνος, αλλά -όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα- επειδή δεν χρειάζονταν περαιτέρω χρόνος. Ο Daltrey σε όλη τη διάρκεια είναι σαν μην πέρασε ποτέ από τις περιόδους πρωθύστερου σχήματος των Who, και αυτό χωρίς να βουτάει σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν εν είδη βερνικωμένης ρέπλικας. Ακουμπάει το πιο αξιέπαινο πάθος της ερμηνείας του στα τραγούδια που στο σύνολο τους έγραψε ο Johnson και που τελικά ακούγονται σχεδόν ύποπτα στον τρόπο που αφαιρούν από την ιστορία του rock 'n' roll αρκετές δεκαετίες εξέλιξης, καθιστώντας πλασματικά αυτές σχεδόν ανυπόληπτες.
Θα χρειαστεί και θα αρκέσει ένα και μόνο τραγούδι του Bob Dylan (Can You Please Crawl Out Of Your Window), για να θυμηθούμε και πάλι πως αν τα πράγματα κάπου στην πορεία δεν είχαν αποκτήσει ένα βαθύτερο νόημα, αυτή η μουσική σίγουρα θα είχε πεθάνει και εξαφανιστεί πολύ νωρίτερα. Και μέχρι το τέλος του δίσκου θα το έχουμε ξεχάσει και πάλι. Καθότι ακριβώς στο τέλος με το All Through The City τα πράγματα γίνονται εξαντλητικά απλά και μένεις να αναρωτιέσαι πώς φτάσαμε να χρησιμοποιούμε έννοιες τύπου progressive, psych experimental και intelligent τάδε music, για να περιγράψουμε πράγματα, που αρκεί να ειπωθούν με αυτό τον πειστικό τρόπο.
Ντρέπομαι που θα το πω, αλλά ακούγοντας και ξανακούγοντας το δίσκο, διατρέχομαι από μία ιδιοτελή αγωνία γύρω από την υγεία του και από το αν ο Wilko Johnson θα είναι στη ζωή και την επόμενη σεζόν, ώστε να πάρω από το χέρι τον Δημήτρη Κάζη για να πάμε να τον δούμε ζωντανά και από κοντά, και να θυμηθεί και ο τελευταίος τα παιδικά του χρόνια.