A Shadow In Time
Πως να ακούγεται ένας δίσκος που σου "αφήνει αίσθημα μιας γλυκιάς σήψης, σα να 'χεις αφήσει ένα μήλο για κανα μήνα πάνω στο τραπέζι"; Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Είναι τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρον το πόσες διακλαδώσεις και μετασχηματισμούς έχει υποστεί η μουσική η οποία κατατάσσεται κάτω από την ταμπέλα μινιμαλισμός. Πολυφορεμένος όρος τον οποίο συνήθως οι συνήθεις ύποπτοι συνθέτες που έγιναν αιτία για να εφευρεθεί δεν τον πολυαποδέχονται (καθόλου περίεργο, κανείς δε θέλει να τον περιορίζουν και να τον τοποθετούν σε ένα στενό δημιουργικά πλαίσιο). Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε, από ένα σημείο και μετά, από πάρα πολλούς δημιουργούς τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους και από ποικίλες έως και άσχετες μεταξύ τους αισθητικές καταβολές. Τις τελευταίες δεκαετίες η βασική ιδέα του μινιμαλισμού, δηλαδή η χρήση μιας απλής και μικρής ηχητικής πρότασης η οποία επαναλαμβάνεται αέναα, έγινε το κυρίως εργαλείο των μουσικών της electronica (ειδικά στο techno άνετα μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια του, κάτι που και ο ίδιος ο Steve Reich έχει δηλώσει με ενθουσιασμό). Κάνω αυτή την αναφορά στο μινιμαλισμό γιατί σε αυτό το σπουδαίο έργο του William Basinski τον συναντούμε ολοφάνερα, ευτυχώς χωρίς να είναι ο στόχος του αυτός, να είναι δηλαδή ένα μινιμαλιστικό έργο – τελεία και παύλα-, αλλά να είναι το μέσο, το όχημα της εκφραστικότητας του. O William Basinski είναι ένας ηλεκτρονικάριος-πειραματιστής-σαμπλαδόρος (εκ του sample) ο οποίος από το 1998 μας έχει παρουσιάσει πολλές φορές σε δίσκους αυτή την ιδιότυπη μινιμαλιστική εκφραστικότητα με τα tape loops και τις κοπτοραπτικές του.
Δύο συνθέσεις του συναντούμε στον δίσκο. Η μία λέγεται «A Shadow In Time” και η άλλη «For David Robert Jones”. Στο "Α Shadow in time έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με ένα ambient έπος, ένα ηλεκτρονικό κομμάτι κλασικής ambient ανάπτυξης, δηλαδή ένα μακρόσυρτο και αργό κατασκεύασμα το οποίο υποβάλει διακριτικά μια ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα φυσικά τοπιογραφική και μυστηριώδη, όπου αναγνωρίζουμε σταδιακά μια ας την πούμε απόμακρη ερημική εικόνα ενός χώρου άγνωστου (πάντα μάλλον άγνωστος είναι σε αυτές τις περιπτώσεις), όπου φευγαλέα συμβάντα που παρά τρίχα δεν θα έπαιρνες πρέφα, λαμβάνουν χώρα. Προς το τέλος εμφανίζεται μια γκρίζα και θαμπή μελωδία, σαν σκιά στο χρόνο, έτσι για να θυμηθούμε και τον τίτλο, μια απόκοσμη κατάληξη, ένα άδειασμα της έντασης που εξαφανίζεται σαν τελεία στο πουθενά. Ποίημα.
Παρόλο δε που το παραπάνω κομμάτι είναι μούρλια, το ψητό είναι το άλλο το οποίο είναι και αφιερωμένο στον David Bowie (όχι ότι έχει και κάποια μεγάλη σημασία αυτό). Εδώ είναι που το μινιμαλιστικό πνεύμα της σύνθεσης είναι πιο φανερό. Αμέσως ο ακροατής αντιμετωπίζει μια παράλληλα εξελισσόμενη ροή ηχητικών θραυσμάτων, σύντομων προτάσεων που ακουμπούν η μια πάνω στην άλλη με θαυμαστό τρόπο. Οι δύο κεντρικές αυτές προτάσεις είναι καταρχήν το sample από μια ορχήστρα και μετά από λίγα λεπτά η εισαγωγή ενός σαξοφώνου. Και οι δύο επαναλαμβάνονται διαρκώς κάνοντας σε να νομίζεις ότι η μουσική αυτή δεν εννοεί να αποδεχτεί κανένα τέλος. Αντιστέκεται με επιμονή στην κυριαρχική διάθεση της διάστασης του χρόνου, έτσι ώστε να μην είναι και πολύ εύκολο να υπολογίσεις πόση ώρα πέρασε, 20 λεπτά, 347 ώρες ή μία και μοναδική στιγμή; Ναι, την έχει αυτή την ιδιότητα το ρημάδι. Το αίσθημα τώρα που προκαλείται είναι μια λεκιασμένη και σκοροφαγωμένη νοσταλγία. Η φθορά των ήχων το εντείνει και δεν είναι και σε πολύ διαφορετικό τερέν από τον Caretaker που και αυτός συνθέτει κάνοντας ένα κολλάζ χρησιμοποιώντας παλιές ηχογραφήσεις οι οποίες ακούγονται λες και είναι σκονισμένες. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό, μέσα από τη φθορά και την επαναληπτικότητα της, ένα τέχνασμα που αφήνει χώρο στη νοσταλγία να καταλάβει το ζωτικό σου περιβάλλον, να ζωντανέψει σχεδόν ή να μετατραπεί σε ένα ον αιθέριο και μισοζωντανό, που αφήνει ακόμα και αίσθημα οσμής, ίσως μιας γλυκιάς σήψης, σα να 'χεις αφήσει ένα μήλο για κάνα μήνα πάνω στο τραπέζι. Τόσο παραστατική μουσική, σαν νεκρή φύση του Morandi με πορτοκαλο-ροζ αλλά σπασμένο τονικά φόντο.