William Z Villain
Λέξεις-κλειδιά: Experimental, gγpsy jazz, rebetiko, latin math, angry swing. Εγώ καταθέτω τα όπλα, ο Νίκος Παπατριανταφύλλου όμως προσπαθεί να περιγράψει.
Καταλαβαίνεις ότι κάτι συμβαίνει, όταν εμφανίζονται ρωγμές στις βεβαιότητες. Όταν οι πρώτες απορίες φυτρώνουν σαν βρύα πάνω στην κρύα και υγρή επιφάνεια της “αλήθειας”, της “συνήθειας”, της “καθημερινότητας”, του “καθιερωμένου”.
Καταλαβαίνεις ότι κάτι καλό συμβαίνει, όταν οι απορίες αυτές αρχίζουν και πολλαπλασιάζονται με ρυθμούς καλλιέργειας σε μικροβιολογικό εργαστήριο. Και τότε αρχίζεις να τις καταγράφεις, ώστε να μην χαθούν στη λήθη, αλλά να διεκδικήσουν τις απαντήσεις εκείνες, που έστω και στιγμιαία θα σου δώσουν την ψευδαίσθηση μιας νέας, φρέσκιας, θερμής και γλυκιάς, πλην όμως καταδικασμένης, βεβαιότητας:
- Ήταν οι MBV οι τελευταίοι που σε έκαναν να πιστέψεις ότι ακούς τουλάχιστον 2 κομμάτια ταυτόχρονα;
- Είναι όλοι οι φαλτσέτο καστράτοι;
- Πως γίνεται το μπλουζ του δρόμου να ακούγεται κλειστοφοβικό;
- Πόσο απέχει η Νορμανδία από το Σικάγο;
- Έχουν όλα τα παραμύθια δράκο;
- Είναι οι 21 επαναλήψεις του “Again” στο “A Forest” πολλές ή λίγες;
- Γιατί πάντα ο “Κακός” έχει το χιούμορ;
Σε αυτές και άλλες ερωτήσεις έρχεται να απαντήσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Κακός William, βασισμένος σε μια δική του συλλογιστική, που χαρακτηρίζεται από μπερδεμένα ξεκάθαρες αντιφάσεις. Σαν να περιγράφει έννοιες υπερβατικές με μονοσύλλαβες λέξεις όπως οι πρώτοι ντανταϊστές. Σαν να χτίζει σκοτεινά και καπνισμένα δωμάτια με πολύχρωμα lego ακανόνιστα σαν κομμάτια tetris. Σαν να προσπαθεί να μοιάσει κάπως στην τρέλα του Tom Waits, φαλτσάροντας τουλάχιστον 2 οκτάβες ψηλότερα.
Μέσα στη ζάλη του αυτή, ο Νορμανδός τραγουδοποιός αυτοχαρακτηρίζεται ως experimental-gypsy-jazz-rebetiko, έχει ωστόσο στο βάθος της σκέψης του το blues, σε όρους συναισθήματος, ηχοχρώματος, αποσταγμάτων και εμπειρικού περιεχομένου. Ένα blues, όμως, που έρχεται από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, μπολιασμένο με τη σκόνη του δρόμου από τα παζάρια των Ρομά στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι τα ξεχασμένα κιβώτια στα λιμάνια της Μάγχης.
Μέσα στη σκόνη αυτή, ο Villain δημιουργεί 10 διαφορετικές αφηγήσεις, εκπλήσσοντας κάθε φορά με την ευστροφία, το θράσος άλλοτε, να δοκιμάζει πράγματα που θα στοιχειώσουν ή και θα απογειώσουν τις συνθέσεις του. Σαν όντως να ψάχνει τους 10 δράκους που κρύβονται στις ιδέες του. Πότε παίζοντας με τις οκτάβες της φωνής του, πότε γκρεμίζοντας το χτίσιμο μιας μελωδικής γραμμής για να πιάσει κάποια άλλη, πότε ανοιγοκλείνοντας τον κρύο διακόπτη στο ντουζ των ρυθμικών εναλλαγών, πότε επαναλαμβάνοντας ακούραστα μοτίβα στα όρια ενός ιδιότυπου ακατανόητου διαλογισμού, πότε σταχυολογώντας διάσπαρτες μουσικές μνήμες σαν μέντλεϊ από TDK κασέτα. Δίνοντας πάντα την εντύπωση, ότι περισσότερο από όλους, την ηχογράφηση του δίσκου του τη διασκέδασε ο ίδιος και με το παραπάνω. Κλείνοντας μάλλον και το μάτι σε όσους του κέρναγαν μπύρες συμπόνοιας, όταν τους έλεγε ότι θέλει να γίνει τραγουδοποιός.
Η εκδίκηση, λοιπόν, του ονείρου, με τρόπο ονειρικό, συνειρμικό, ακομπλεξάριστο και πιο-κουλ-πεθαίνεις. Ένα όνειρο που αποφάσισε να το κυνηγήσει παρέα με την κιθάρα και τη γάτα του, αφήνοντας τη Βόρεια Γαλλία για το πιο... μπλουζάτο, urban και ανοιχτόμυαλο ίσως Chicago. Κι αν πάρει στα πιο σοβαρά τη δουλειά και τις δυνατότητές του, που ξέρεις, μπορεί να κυκλοφορήσει έναν πραγματικά σπουδαίο δίσκο. Ειδικά από τη στιγμή που στο ντεμπούτο του αυτό υπάρχει σωρεία πολύτιμων δομικών υλικών.