Femme Feral
Ένα γοτθικό παραμύθι από το Σιάτλ φτιαγμένο από φωνή, μπάσο, κρουστά, ακορντεόν και μουσικό πριόνι. Του Πάνου Πανότα
Σκεφτείτε ένα ακατοίκητο κτίσμα που υπάρχει από πολύ καιρό. Πόσο; Απροσδιόριστο. Μέσα στο οποίο δεν θα πάψουν, ίσως και ποτέ, να βρίσκονται γωνίες ασθενικών φώτων, γεμάτες μαγεία και μυστήριο, για όποτε αποφασίσετε να το επισκεφτείτε. Μόνοι σας ή και με άλλους, δεν εξαρτάται από εσάς εξάλλου, μέρα ή νύχτα.
Για να αποκτήσει περισσότερο απτό νόημα η κάπως οριακή αυτή εμπειρία (δεν θα μιλήσουμε για παλιό σινεμά στο παρόν), χρειάζεται να συνδεθεί με το γύρω της δίχως παρέκκλιση. Οπότε μεταφέρετε αυτούσιο ό,τι σκεφτήκατε πριν σ’ έναν πρόσφατο δίσκο μουσικής. Τώρα ας γνωρίζετε πως οι πιθανότητες να βρεθείτε κάπως έτσι στο άγριο και σκοτεινό παραμύθι του “Femme Feral” είναι πολλές.
Να πούμε ότι οι Witch Bottle ξεκίνησαν στο Σιάτλ όταν η Alexandra Grace Zefkeles (ναι, έχει όντως ελληνική ρίζα) κι η Bree Sadira Rose κατέληξαν πως άξιζε να συνδέσουν το ακορντεόν με το μουσικό πριόνι, που αντιστοίχως έπαιζαν, και μάλιστα σε ιδέες για τραγούδια. Ωστόσο ο ήχος της μπάντας έγινε με ευθύ τρόπο ομαδικός τεσσάρων ατόμων. Πολλά δηλαδή θα ήταν πιθανώς διαφορετικά στο προκείμενο δίχως τα χτυπήματα του κρουστού Jesse Messy Stout, τα δίνει άλλοτε με μπαγκέτες κι άλλοτε με κόπανους, και φυσικά το βαθύ μπάσο του Daniel James Byrne.
Για να προστεθούν, επιτέλους, και τα σοβαρότερα στοιχεία στην κριτική: Όποτε το δοξάρι απ’ το χέρι της Sadira Rose, συνήθως στις γέφυρες ανάμεσα στις στροφές των στίχων και στις εισαγωγές κάποιων κομματιών, τρίβει τη μεταλλική λάμα του πριονιού, βγάζοντας ιδιοφώνως ήχους από τούτο το μη συμβατικό όργανο, τότε δεσπόζουν λ.χ. στα εξαιρετικά και κορυφαία του άλμπουμ “Wolf Bones” και “Femme Feral”, όπως και στο “Witch Haus”, εκείνες οι εναέρια θρηνητικές, μα και πολύ παραστατικές, ψηλές νότες που έχουν κάτι ιδιαίτερα κοινό με το εύρος των σοπράνο ή ακόμη και του θέρεμιν.
Από την άλλη, το ακορντεόν πάντοτε ενδείκνυται για να παραχθεί στο αφτί μας μια οικεία μουσική τοπογραφία δράματος, τόσο όταν προσδίδει απλά στο ρυθμό όσο κι όταν εκτελεί τη βασική μελωδία. Ενώ στο ομότιτλο τρακ που επιλέχτηκε εμφατικά για να κλείσει τον δίσκο ακούμε να προστίθενται το τσέλο του Tad Doyle μα κι ως δεύτερα τα φωνητικά του Ryan Patterson, μέλος των συντοπιτών Addaura και Scriptures που ίσως ξέρουν όσοι ασχολούνται με το αμερικανικό μαύρο μέταλλο των τελευταίων δέκα χρόνων, κι ούτω καθεξής.
Οι Witch Bottle εκπέμπουν λοιπόν, αλλά κι εν γένει μεταβολίζουν, τις γοτθικές ατμόσφαιρες και τον λανθάνοντα γκροτέσκο ρομαντισμό με πολύ σοβαρή πρόθεση. Η παραγωγή του “Femme Feral” σκόπιμα δεν είναι φανταχτερή, το αντίθετο, σ’ αυτό δεν χρησιμοποιούνται πλήκτρα κι η κιθάρα δηλώνει μικρή παρουσία κόντρα σε υφιστάμενους κανόνες περί ανάλογων εξιστορήσεων.
Δεν είναι περίεργο τελικά πως μέσα από τέτοιους δίσκους μεταφερόμαστε αλλού. Έχει να κάνει με την επίδραση που έχει πάνω μας το απόκοσμο, την επίγνωση της οποίας επανεξετάζουμε με την οποιαδήποτε νέα αφορμή αλλά και με την κληρονομιά που συσσωρευμένα κουβαλάμε για το πώς αισθάνεται το ον άνθρωπος την απόγνωση και την ανατριχίλα. Και που κάποτε ένα άλμπουμ με τραγούδια καλείται να επαληθεύσει συνολικά, όπως ακριβώς έγινε κι εδώ.