Featuring
Ένας δίσκος ελεύθερου τζαζ αυτοσχεδιασμού από δυνατούς παίκτες, δίνει πάσα και αφορμή στον Αναστάσιο Μπαμπατζιά να αμφισβητήσει την αυταξία της πρωτοτυπίας
Κάθε φορά που βγαίνει καινούριος δίσκος του Φλώρου Φλωρίδη επιδιώκω άμεσα να τον ακούσω. Δεν είναι απλώς δεδομένο το ενδιαφέρον, είναι και η χαρά μεγάλη. Κατ’ αρχάς είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικούς αυτή τη στιγμή (στον χώρο της «μοντέρνας» τζαζ σίγουρα ο καλύτερος που ξέρω). Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ειδική περίπτωση για παραπάνω από έναν λόγους. Ξεκινάω από το προφανές, δηλαδή το γεγονός ότι συμμετέχουν δύο από τους κορυφαίους αυτοσχεδιαστές της ιστορίας του free improv. Μιλάμε φυσικά για τον Paul Lytton που παίζει τύμπανα και τον Phil Wachsmann που παίζει βιολί και ηλεκτρονικά. Δεν σημαίνει αυτό σε καμιά περίπτωση βέβαια ότι ο νεαρότερος Νate Wooley (τρομπέτα) και ο Sten Sandel (πιάνο) δεν είναι άξιοι αναφοράς. Ο Paul είχε εμφανιστεί το '84 και το '86 σε δύο άλμπουμ του Φλωρίδη στη δισκογραφική j.n.d. records του τελευταίου, όπως και ο Phil στο δεύτερο από αυτά τα άλμπουμ. Γνωρίζονται από παλιά δηλαδή οι μάστορες εδώ, ξέρουν ο ένας την ιδιοσυγκρασία, το ύφος του άλλου και με αυτή τη γνώση πορεύονται σε ένα τερέν αυτοσχεδιασμού υψηλής κλάσης.
Ένας άλλος λόγος της σπουδαιότητας αυτής της έκδοσης είναι ότι προσθέτει άλλο ένα μικρό λιθαράκι στην πενιχρή δισκογραφία του είδους στην Ελλάδα. Οι δίσκοι ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και free jazz ελληνικής παραγωγής και καταγωγής είναι ελάχιστοι. Δεν το 'χουμε μάλλον καθόλου με το σπορ. Έτσι λοιπόν κάθε τέτοια απόπειρα έχει τεράστια σημασία διότι μπορεί να βοηθήσει να το αποκτήσουμε κάποτε.
Ακούγοντας κάποιος αυτό τον δίσκο, με μια πρώτη εντύπωση μπορεί να μην εντυπωσιαστεί και πολύ, πιθανόν να νομίσει ότι είναι μια απ’ τα ίδια (στα πλαίσια του free improv ασφαλώς). Λοιπόν ξέρετε κάτι; Δεν θα 'χει και πολύ άδικο. Αυτοί οι δίσκοι είναι πολύ συχνά φαινομενικά όμοιοι. Πρέπει όμως να αποδεχτούμε κάποια στιγμή ότι η ύψιστη λειτουργία της τέχνης, η επίδρασή της στον ανθρώπινο ψυχισμό δηλαδή, ο τρόπος που ερεθίζει το πνεύμα και το οδηγεί στην ηδονή, δεν εξαρτάται από το πόσο πρωτότυπη είναι αυτή η τέχνη, αλλά από το κατά πόσο είναι σε θέση, κάθε νέο προϊόν να τα προκαλέσει όλα τα παραπάνω ξανά σα να 'ναι η πρώτη φορά μέσω της άψογης κατασκευής της, ακόμα και της διαδικασίας αυτής της κατασκευής. Έχει σημασία μεγάλη για τον σημερινό ακροατή να κατανοήσει ότι η κατασκευή, η αρχιτεκτονική αν θέλετε ενός έργου (ειδικά στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό όπου πολλοί νομίζουν ότι η αρχιτεκτονική αυτή δεν υφίσταται), είναι αυτό ακριβώς το κομμάτι της όλης ιστορίας που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Ότι κι αν σκεφτεί, όποιο κι αν είναι το θέλω, η εμμονή, η παραξενιά του καλλιτέχνη, κάπως θα πρέπει να κατασκευαστεί αυτό και υπάρχει η γλώσσα που απαιτείται να μιλήσει κανείς για να το κάνει. Μην παρεξηγηθώ, δεν μιλάω για μια τυποποιημένη γνώση, μιλάω για την κατανόηση των ρυθμών στη φύση. Ο άνθρωπος από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι έχει αισθήσεις εκπαιδεύεται ασταμάτητα προς αυτή την κατεύθυνση, είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι. Αν το αντιληφθεί τόσο το καλύτερο, γιατί τότε βάζει σε κίνηση και σε λειτουργία αυτή τη γνώση, δεν την αφήνει να ατροφήσει στα ανήλιαγα μονοπάτια του βαθύ νου. Κάνει τέχνη.
Τέχνη κάνουν λοιπόν αυτοί οι κύριοι εδώ πέρα, σπουδαία τέχνη σφιχτοδεμένη, δυναμική, που ναι μεν η εκκίνησή της είναι η jazz, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία, οι ταμπέλες απλώς προσπερνιόνται. Προσπερνιέται και η εμμονή με την πρωτοτυπία προς χάριν μιας αχρονικότητας. Το διαφορετικό, το μοντέρνο, το ανήκουστο (ειδικά το τελευταίο είναι πάρα πολύ σχετικό) σχετίζονται άμεσα με μια χρονική παράμετρο. Χωρίς την έννοια του χρόνου τι νόημα έχουν αυτά; Έτσι λοιπόν αυτή η μουσική, θέλοντας να υπερβεί την επιφανειακή γραμμικότητα του χρόνου, απορρίπτει οτιδήποτε τον θυμίζει, δεν την ενδιαφέρει καθόλου να είναι πρωτότυπη, την ενδιαφέρει όμως να είναι λειτουργική, να μετατοπίζει τα στεγανά του ακροατή, να είναι ζωντανή και να θυμίζει κάτι αιώνιο και πανταχού παρόν.