Ο Γιάννης Νάστας πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά μουσικά πράγματα σε ανύποπτο χρόνο στα τέλη της δεκαετίας του '70. Τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει στο εξωτερικό, βολοδέρνοντας κυρίως γύρω από το τρίγωνο Λονδίνο-Παρίσι-Νέα Υόρκη με ενδιάμεσες στάσεις σε Ρώμη, Ριβιέρα, Μόντε Κάρλο κ.λ.π. . Η φιλία του με εξέχουσες προσωπικότητες της μουσικής της εποχής όπως ο David Bowie, o Mark Bolan, o Brian Ferry... και ίσως ο Garry Glitter (ελέγχεται αυτό!) του επέτρεψαν να εισαγάγει σε καίριο χρονικό σημείο και στη χώρα μας τον ήχο και την αισθητική του Glam rock, όπως το είχε διδαχτεί από τους παλιόφιλους του.
Οι συνέπειες όλων αυτών στάθηκαν ολέθριες για την μετέπειτα πορεία του Ελληνικού ροκ. Μεταπολιτευτικοί προβληματισμένοι και βαθιά φιλοσοφημένοι καλλιτέχνες όπως ένας νεαρός ονόματι Παύλος Σιδηρόπουλος και δύο αδέλφια των οποίων το όνομα κανείς δε θυμάται πια, τίθενται μια για πάντα στο περιθώριο και από αυτή τη στιγμή οι Έλληνες "ρόκερς" δε θα μπορέσουν να ξεφύγουν ποτέ από την επιρροή του Νάστα. Γκλάμουρ και ιδιόρρυθμα πολύχρωμα ρούχα, χλιδάτο decadance - καμμιά όμως επαφή με μιζέρια και γκρίνια-, ανοιχτόμυαλες μουσικές επιρροές και ισχυρή πίστη στη μαγεία της pop στιγμής είναι τα στοιχεία εκείνα που εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια χαρακτηρίζουν (ή μαστίζουν;) την εγχώρια μουσική παραγωγή.
Ο Νάστας μαζί με το συγκρότημα του τους Xaxakes (η γυναίκα του ως πλατινέ μούσα πίσω από τα πλήκτρα και άλλοι συμπαθέστατοι μουσικοί) μας άφησαν αρκετούς δίσκους, που ήδη θεωρούνται κλασσικοί και σημεία αναφοράς. Σήμερα επ'αφορμή της εισόδου του γκρουπ στο Rock 'n' Roll Hall Of Fame θυμόμαστε το lp 'Casanova', ίσως την πιο άψογη δουλειά τους άπο άποψη ήχου, αισθητικής και ασφαλώς αναφορικά με την ποιότητα των συνθέσεων. Κυκλοφορημένος κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80 κλείνει μέσα του -μουσικά μιλώντας- το make-up rock των '70ς καλά φιλτραρισμένο σε new wave αναφορές (επίκαιρες για την εποχή) και ποτισμένο ικανώς από την light-jazz διάθεση των cocktail bars και των casino (στα οποία -κατά τις φήμες- ο Νάστας έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του). Στιχουργικά ανοίγεται στον ακροατή σε όλο του το μεγαλείο ο κόσμος και η ζωή ενός μεγάλου ροκ σταρ (όπως ήταν ο Νάστας εκείνη την εποχή): ένας κόσμος που βρίσκεται μίλια μακρυά από την οποιαδήποτε καθημερινότητα και ρεαλιστική οπτική, ένα τσίρκο από V.I.P. προσωπικότητες που απεγνωσμένα θέλουν να γευθούν τη "γοητεία της παρακμής" τελικά όμως δεν φαίνεται να το καταφέρνουν. Ταξίδια στα meeting points της glam κοινωνίας, sex ανενδοίαστο και ακέραια πιστό στην αμφιταλαντευόμενη φύση του, surreal στιχάκια (το Zapp-ικό στοιχείο πάντα υπήρχε στις συνθέσεις τους) που προκαλούν τη χαρούμενη διάθεση μας να βγει επιτέλους στην επιφάνεια και ξεσπάσματα σε ουκ ολίγα σημεία του δίσκου ('Στιγμές', 'Βασιληάς' κ.λ.π.). Το φλερτ του γκρουπ με ηλεκτρονικούς ήχους και μετα-ambient ηχοτοπικά περάσματα κρίνεται ως παράδοξα πρωτοπόρο για τα δεδομένα της εποχής (πάντως υπήρχαν ήδη από τότε φήμες ότι ο Νάστας διατηρούσε προσωπικό studio με 'υλικό' από το μέλλον...), ενώ η ρετρό lounge άποψη ενδέχεται να οφείλεται στη συμμετοχή του ζεύγους σε 'αισθησιακές ταινίες' της δεκαετίας του 70 (έτσι άλλωστε γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν) κάτω από τους ήχους του Peter Thomas, του Bobby Trafalgar κ.λ.π.
Σήμερα μετά από τόσα χρόνια ίσως να μας έχει κουράσει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως τα Ελληνικά συγκροτήματα δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν το σύνδρομο XAXAKES και ακόμη αναλώνονται στο να κοπιάρουν τους ήχους και τις ιδέες τους. Αυτό όμως δε μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε το 'Casanova' ως μια δουλειά-αποτέλεσμα υγιούς έμπνευσης, με άποψη και γνώση για το αντικείμενο και με παραγωγή που αναδεικνύει τις προσπάθειες και τις επιθυμίες των μουσικών, συν τις έξυπνες ενορχηστρώσεις του 'αρχηγού', να υποστηρίζουν ηχητικά την καλαισθησία του. Θυμάστε ασφαλώς τη συγκίνηση που προκαλούσαν οι Xaxakes χρόνια πριν τραγουδάντως "μα εγώ δεν έχω λύπη... έχω χαρά!", εγκαινιάζοντας τον πολύχρωμα αισιόδοξο προσανατολισμό της Ελληνικής μουσικής για πολλά χρόνια, γιατί λοιπόν να μην την ζήσετε για ακόμη μια φορά;