Εκλιπαρούσε γονυπετής. Έκλαιγε. Πυροβόλησα και το ζαχαρένιο κεφάλι του, αμέτρητα θρύψαλα. Ένοιωσα ο σωτήρας της ανθρωπότητας. Δολοφόνησα τον Έρωτα και κατάργησα τον πόνο της απιστίας της προδοσίας και της εγκατάλειψης. Παγκόσμιο Κοινό, πρέπει να με ευγνωμονείς!
Δίκαια αναρωτιέσαι τώρα εσύ, ποιος μπορεί να σκέφτηκε μια τέτοια, ελαφρώς σχιζοφρενική ιστορία. Πόση δόση ανατρεπτικού χιούμορ και σατανικής ειρωνείας άραγε είναι τσουβαλιασμένη στο μυαλό του; Και η μούρλα του σταματά εδώ ή επεκτείνεται και στον υπόλοιπο ορίζοντα της καθημερινότητάς του;
Απρόβλεπτοι και θεότρελοι είναι δύο χαρακτηρισμοί που έχουν κολλήσει στους XTC, το συγκρότημα που πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες, χτίζει ακραίας αισθητικής pop. Τα τελευταία χρόνια το διατηρούν ο Andy Partridge και ο Colin Moulding, δύο από τους βασικούς ιδρυτές του group. Κάθε δίσκος τους ήταν πάντα πηγή συζητήσεων και αναλύσεων, καθώς σκόπιμα ή όχι, ήταν μια ακτινογραφία και διακωμώδηση ιστοριών καθημερινής τρέλας, στιχουργικά και διεύρυνσης των ορίων της pop, μουσικά. Όλα αυτά περασμένα από το φίλτρο του ότι ήταν Βρετανοί ως το μεδούλι. Το περίεργο είναι πως αν και ήταν ευνοημένοι από τον μουσικό τύπο (και αυτούς οι μουσικοδημοσιογράφοι τους είχαν χρίσει άξιους συνεχιστές των Beatles) και είχαν φανατικούς ακροατές, δεν έκαναν την εμπορική καριέρα που ονειρευόταν η εταιρεία τους και ίσως και οι ίδιοι. Σ'αυτό συντέλεσε το ότι οι συνθέσεις τους ήταν πάντα πιο πολύπλοκες και απαιτητικές από το μέσο γούστο.
Στην τελευταία τους δουλειά "Wasp star" (που είναι ένα μέρος του project "Apple Venus"), οι XTC, κυρίως προβάλλουν τις μουσικές τους επιρροές, αφ'ενός χωρίς φανφάρες, αφ'ετέρου χωρίς κόμπλεξ. Οι Beatles, οι Rolling Stones,, οι Beach Boys, οι Kinks και η αγγλική σχολή των blues, είναι τα μουσικά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται οι δώδεκα συνθέσεις του άλμπουμ. Στον τομέα της ενορχήστρωσης, κιθάρα, μπάσο, τύμπανα και πλήκτρα κυριαρχούν, ενώ με φειδώ χρησιμοποιούνται πυροτεχνήματα κλασικών εγχόρδων και πνευστών. Στο opening track, το "Playground", η γραμμή του μπάσου φαίνεται ξεσηκωμένη από τον McCartney και στο "Stupidly Happy", που ακολουθεί, πίσω από τα λιτά και ξερά τύμπανα νομίζεις ότι κάθεται ο Charlie Watts και ότι το μονότονο κιθαριστικό riff είναι από κάποιο τραγούδι των Kinks.
Το "Wounded Horse" είναι το μεταμοντέρνο βρετανικό blues και στο "My Brown guitar" οι αδελφοί "Wilson" έχουν την τιμητική τους. Το "Boarded up", που στηρίζεται στην ακουστική κιθάρα, τα κρουστά, τη φωνή και το ρεφραίν με την μελωδία που σκαρφαλώνει νότες είναι από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης pop. Στο "I'm The Man Who Murdered Love", το ανατολίτικο σόλο στέλνει αλλού το τραγούδι και παντού υπάρχει αυτό που κάνει άκρως ενδιαφέρουσες τις XTCιακές συνθεσεις: η πολυμορφική θεματολογία στην φωνητική μελωδία και τα πίσω φωνητικά. Στιχουργικά, ένα εναλλασσόμενο κοινωνικό ρεπερτόριο περνά από το νυστέρι της εκλεπτυσμένης ειρωνείας, με αποκορύφωμα το "I'm The Man Who Murdered Love", την ιστορία της δολοφονίας του έρωτα και των ευεργετικών επιπτώσεών της στην ανθρωπότητα.
Long live the XTC!