Ας το παραδεχτούμε από την αρχή λοιπόν για να αποφύγουμε και τον κίνδυνο της παρεξήγησης: τα Ξύλινα Σπαθιά αντιγράφουν μόνο τον εαυτό τους. Συστηματικά σίγουρα και με υψηλή πιστότητα, αλλά φαίνεται ότι πλέον τα μέλη των Σπαθιών ακούνε αποκλειστικά τους δικούς τους δίσκους.
Ίσως βέβαια ο Παύλος Παυλίδης να είναι αυτός που δε διαβάζει τίποτε άλλο παρά τα δικά του στιχάκια. Για αυτό και η εφηβικά ευαίσθητη ποίηση του με τις φράσεις-κλισέ και τις γνώριμες εικόνες (του στυλ «χάρτινος ουρανός», «διάφανο νερό», «ανατινάζεται το φως» κ.ο.κ.) από εσωτερικά επαναλαμβανόμενη μετατρέπεται σε αδιάφορη, σχεδόν ενοχλητικά όμως. Λίγο να συγκεντρώσετε τη σκέψη σας δηλαδή και να δώσετε μια ελάχιστη προσοχή στις λεπτομέρειες και θα μπορέσετε να γράψετε κι εσείς τους στίχους του επόμενου δίσκου τους! (π.χ. βάλτε κάποιον να περιμένει, σε μια πόλη που κάτι συμβαίνει, αναφέρατε όπωσδήποτε την εποχή, συν μία ανάμνηση από το πάντοτε καλύτερο- παρελθόν, και είστε μέσα!). Και τελικά το τι θέλει να πει ο ποιητής με τη φράση «λιγνό καλοκαιράκι», μάλλον θα μείναι αναπάντητο ερώτημα στη σκέψη του πιστού, πλην ανήσυχου, ακροατή. Κι εκεί που δείχνει να «την πατάει» περισσότερο ο Παυλίδης είναι στις ευαίσθητες και αργόσυρτες μπαλλάντες του ("Η τελευταία φορά"," Στο νότο"," Κοιτάζω τα σπίτια" κ.α.), που σε απελπιστικό βαθμό συναντούν η μία την άλλη, νοηματικά, αισθητικά, ηχητικά και κατά συνέπεια λειτουργικά (δεκάδες τραγούδια δηλαδή που επιτελούν τον ίδιο ακριβώς στόχο). Ενώ όταν αποδεσμεύται από το άγχος της συνθετοφανούς γραφής είναι ακόμη ικανός για τρίλεπτα ποπ-τραγούδια, με αμεσότητα και αυτόνομο ρυθμό και διάθεση (‘πάρε με μαζί σου’).
Μουσικά τώρα, ποτέ δε συμμερίστηκα την άποψη που ήθελε τα Ξύλινα Σπαθιά να επαναστατούν ηχητικά και πρώτοι αυτοί να κομίζουν το ηλεκτρονικό μήνυμα στον Ελληνικό χώ-ροκ. Περισσότερο δε γιατί πιστεύω ότι κάτι τέτοιο αδικεί την προσφορά του Βασίλη Γκουνταρούλη στον ήχο τους, του οποίου τα πλήκτρα και η φαντασία που επιδεικνύει στη χρήση τους είναι πλέον το μοναδικό συναρπαστικό πράγμα στον κόσμο του γκρουπ. Ο ίδιος ξέρει να χρωματίζει με ακρίβεια τις τυπικότατες πλέον προσπάθειες των υπολοίπων, και πολλές φορές με σιγουριά οδηγεί τον ήχο της μπάντας και σώζει την τελευταία στιγμή την κατάσταση. Κι ούτε χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει το ότι τα πλήκτρα αυτά οφείλουν περισσότερα στην νεο-ρομαντική αισθητική των ‘80ς, παρά στην σκληρή-electronica των 90ς (και μπράβο τους για αυτό!). Από εκεί και πέρα έχω την αίσθηση ότι η κάποτε νευρώδης rhythm section του γκρουπ, πλέον φυτοζωεί (ξέρουμε μάλλον το γιατί...), ενώ οι κιθάρες πέθαναν από καιρό (τα ίδια κι εδώ!). Άραγε πότε αλλάζει η ομάδα που κερδίζει;
Κι αν τα Σπαθιά αναγνωρίστηκαν με την αξία τους ως το νούμερο δύο σε επιδραστικότητα μετά τις Τρύπες, δείχνουν να κάνουν τα πάντα για να μην περάσουν, για λίγο έστω, και αυτοί στο νούμερο ένα (αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι για ένα διάστημα βρέθηκαν εκεί). Η διαφορά τους με την ‘σαβούρα’ της υπόλοιπης σκηνής, είναι ότι ακόμη και τώρα (που η έμπνευση δείχνει να μην μένει πια εδώ) δεν ενοχλούν και δεν προσβάλλουν την αισθητική μας (δεν την φρεσκάρουν όμως από την άλλη), μας δίνουν τουλάχιστον δύο τραγούδια για να τα πάρουμε... μαζί μας "πάρε με μαζί σου", "σαν εσένα"- (και αρκετά όμως για να τα προσπεράσουμε αβίαστα...) και αν το καλoσκεφτούμε έχουν δημιουργήσει έναν δικό τους κόσμο στον οποίο μπορείς τουλάχιστον να αισθάνεσαι οικεία και άνετα (μέχρι να αρχίσεις να βαριέσαι).
Ελπίζοντας όλα τα παραπάνω να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν σχεδόν αυτούσια και για τον επόμενο δίσκο του Παύλου Παυλίδη και της παρέας του κρατάω τις καλές στιγμές της παρούσης εμφανίσεως και εύχομαι για NEXT TIME-more- PASSIONS.