Dust lane
Θυμάστε κάποια Amelie Poulain; Καιρός να την ξεχάσετε οριστικά. Της Beatriz Aleph
Το όνομα του Γάλλου Yann Tiersen τόσο έχει συνδεθεί με το σάουντρακ της ταινίας "Amelie", ώστε κάποιος θα μπορούσε να αμφιβάλλει για το ποιος ήταν ο δημιουργός τίνος τελικά (αλήθεια ποιος ήταν ο Tiersen ή η Amelie;). Μια μέρα μονολόγησε: "Βαρέθηκα πια να με λένε το παιδί της Amelie. Και να φανταστείς ότι δε μου άρεσε καν η ταινία. Ήγγικεν η ώρα να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι". Κάπως έτσι πρέπει να άρχισε η σύλληψη της νέας ιδέας του, αν και ο ίδιος δήλωσε ότι ο θάνατος της μητέρας του και ενός κοντινού ανθρώπου κατά τη διάρκεια της παραγωγής έδωσαν νέα ώθηση στα πράγματα. Ο δίσκος αυτός, είπε, είναι σαν ένα ταξίδι σε ένα σκονισμένο δρόμο που μας οδηγεί στο θάνατο, όπως η ζωή. Άλλωστε το όνομα "Dust Lane" είναι εμπνευσμένο από την βρώμικη όψη των δρόμων που συναντούσε καθοδόν για τη Γάζα και φορτισμένο από την τραγική αλληγορία. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το "Palestine" που ξεκινά υπνωτικά και συνεχίζει με αγωνιώδη ηλεκτρικά "αρπίσματα" και ενίοτε με το συλλαβισμό διαδοχικά των γραμμάτων P-A-L-E-S-T-I-N-E από τον Matt Elliott. Το ξεχωριστό εδώ είναι ότι χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει άμεση πολιτική τοποθέτηση στιχουργικά -στίχοι είναι τα γράμματα της λέξης Palestine- μεταφέρεται ένα αγωνιώδες συναίσθημα που θα πρέπει να συνοδεύει μια πτώση στο αβυσσαλέο σκότος.
Πάντως το ότι ο Matt Elliott και ο Γιαννάκης κάνουν κολλητή παρέα τον τελευταίο καιρό φαίνεται από τη μεγάλη συμμετοχή του πρώτου στο δίσκο, πέρα από τα φωνητικά στο Palestine. Μεταξύ άλλων, στο Chapter 19 ο Elliott απαγγέλει ένα κομμάτι από το Sexus του Henry Miller, ενώ ο δίσκος μάλλον βρίσκεται πλησιέστερα στη δική του περιοχή παρά σε αυτή του Tiersen. Για πρώτη φορά λοιπόν βλέπουμε τον εν λόγω καλλιτέχνη να παίζει τόσο πολύ με το σετ του μικρού επιστήμονα, πειραματιζόμενος με καταιγιστικές μελωδίες και πρωτόγνωρους για τα δεδομένα του ήχους. Έπειτα από μια σχετικά μακρά πορεία δίσκων και σάουντρακ αξιοσημείωτης καλλιτεχνίας, με κοινό παρανομαστή τη ζωντάνια, τα μινιμαλιστικά μοτίβα του Philip Glass, τη γαλλική κουλτούρα και τον ευρωπαϊκό αέρα, η ρότα άλλαξε. Στο "Dust Lane" κορυφώνεται μια προοδευτική διαδρομή απομάκρυνσης από τις πρωταρχικές ιδέες και προσέγγισης βαθύτερων τάσεων, χωρίς όμως η λήθη να σφραγίζει το παρελθόν.
Οι καινοτομίες αφορούν καταρχήν τα διαφορετικά επάλληλα μουσικά επίπεδα, τουτέστιν ροκ, ποστ-πανκ, μινιμαλισμό, ambient που συνυπάρχουν και συνδυάζονται δίνοντας ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και εύηχο αποτέλεσμα, αντίστοιχο με αυτό που συναντάμε σε διάφορα συγκροτήματα που τείνουν να χαρακτηρίζονται ποστ ροκ. Για παράδειγμα, το εναρκτήριο Amy φέρνει στο μυαλό την ευχάριστη ατμόσφαιρα των θερμών πηγών της Ισλανδίας που οι περισσότεροι έχουμε γευτεί από τους Sigur Ros ενώ η ένταση των πλήκτρων στην εισαγωγή του Ashes, τα ηχητικά εφέ και οι κλιμακούμενης έντασης μελωδίες της ηλεκτρικής κιθάρας θυμίζουν τους Mogwai -ιδίως το Happy Songs For Happy People- πράγμα που απέχει πολύ από τις αλά Michael Nyman μελωδίες του παρελθόντος. Δεύτερον τα φωνητικά -πολλές φορές αχνοί ψίθυροι- έχουν έναν πολύ σεμνό ρόλο αφού μάλλον συνοδεύουν τη μουσική παρά επικρατούν, σαν ένα πνευστό που ολοκληρώνει την ορχήστρα. Συχνά ακούγονται αέρινες πολυφωνίες -φωνές του Matt Elliott, του Syd Matters και κάποιας Gaelle Kerrien που συνοδεύει τον Tiersen στο Fuck me- όμως οι οργανικές θύελλες είναι το κύριο μέρος του δίσκου. Εξάλλου ο άλλοτε φιλο-μινιμαλιστής - φιλο-κλασικός Γάλλος συνθέτης υιοθετεί αγγλικό στίχο και βρετανικό στιλ, λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι την εφηβεία του την πέρασε ακούγοντας τους στοιχειοθέτες της ποστ-πανκ παρά τις συλλογές των μινιμαλιστών του 20ου αιώνα.
Τέλος, αν δεν έχει γίνει ήδη σαφές, από όργανα ο δίσκος έχει τα απαραίτητα -μπάσο, κιθάρες, πλήκτρα ενίοτε και κανένα ξυλοφωνάκι. Φέτος στα ορχηστρικά έγιναν πολλές περικοπές -δεν είναι εποχές τώρα να πληρώνει κανείς βιολιά και ακορντεόν- πράγμα όμως που σε καμία περίπτωση δε σημαίνει λιτότητα στον ήχο. Ίσα-ίσα, θα έλεγα ότι το Dust Lane ανήκει στα καλύτερά του.