All Hour Cymbals
Οι... φήμες επιτέλους δικαιώνονται, με καθυστέρηση τριάντα ετών. Του Γιάννη Πλόχωρα
Το σοφτ ροκ είναι ένα παρεξηγημένο σπλάχνο της σύγχρονης ποπ. Τι κι αν το Rumours των Fleetwood Mac έχει πουλήσει τριανταπόσα εκατομμύρια δίσκους – κανένας δεν πρόκειται να το θυμηθεί σε λίστα για τους καλύτερους δίσκους του 1977, γιατί όπως όλοι μας γνωρίζουμε, τότε όλοι μας ακούγαμε πανκ και νιου γουέιβ, δεν ακούγαμε φλωριές. Όλα τα συγκροτήματα του σοφτ ροκ ωστόσο που μπορώ να θυμηθώ (Μούντι Μπλουζ, Μπάρκλεϊ Τζέιμς Χάρβεστ, Σούπερτραμπ) και αγάπη στη μουσική έδειχναν και καλοί μουσικοί ήταν και ενδιαφέροντες δίσκους έβγαζαν, απλά δεν απευθύνονταν σε κάγκουρες και πορωμένους πιτσιρικάδες.
Φέτος ήρθε ίσως η ώρα να έρθουν τα πάνω κάτω και το σοφτ ροκ να αποκτήσει μια αίγλη που ποτέ δεν είχε, αυτή του underground! Κι εν μέρει η ιστορία θα το χρεώσει στους Yeasayer.
Ανακαλύφθηκαν πέρσι από τα αμερικάνικα μπλογκς, όταν κυκλοφόρησαν σε δωδεκάιντσο δυο κομμάτια τους, το 2080 και το Sunrise -αμφότερα παρόντα στο ντεμπούτο LP τους All Hours Cymbals, που βγήκε αργότερα, με την εκπνοή του 2007, και κριτικάρω εδώ. Το οποίο έχει ήδη πουλήσει 50000 αντίτυπα και, ανεξάρτητα του τι έχω σκοπό να γράψω, προβλέπεται να τα πολλαπλασιάσει σύντομα (η φετινή τουρνέ τους πέρασε από όλα τα μεγάλα φεστιβάλ, ε, πλην των εδώ, βεβαίως βεβαίως). Και σε τρεις-τέσσερις μήνες είμαι σίγουρος πως θα φιγουράρει στα «καλύτερα της χρονιάς», δίπλα στα φιλαράκια τους, τους Man Man και τους MGMT. Γιατί; Έλα ντε. Ακούγοντας και ξανακούγοντας το δίσκο μού ‘μεινε η αίσθηση από ένα δημιουργικό χαρμάνι φωνητικών αρμονιών των 60s/70s που περισυνέλεξε από τον σκουπιδοντενεκέ ένα σύγχρονο προγκρέσιβ /φιούζιον συγκρότημα με ποπ άλλοθι τις ευμνημόνευτες συνθέσεις που κάθεται και σκαρώνει (αργκ...εγώ τό ‘γραψα αυτό; Βοήθεια!).
Οι Γιέισέιερ είναι α) αμερικάνοι που ζουν στο Μπρούκλιν, β) κολεγιόπαιδες με το μουστάκι και το ενίοτε μακρύ μαλλί που, ως γνωστόν, αποτελούν το κάζουαλ ίντι ίματζ της εκεί σκηνής τώρα, και γ) τέσσερις: Luke Fasano ντραμς + φωνητικά, Ira Wolf Tuton μπάσο + φωνητικά, Anand Wilder κιθάρα + φωνητικά, Chris Keating φωνή + σάμπλερ (καλά, στο δίσκο είναι κι άλλοι πολλοί σε πλήκτρα, ακορντεόν, λίγα ακόμα περισσότερα φωνητικά...). Φτιάχτηκαν πριν τρία- τέσσερα χρόνια με την λαμπρή, λέει, ιδέα να αποφύγουν το εμπορικό στυλάκι των Στρόουκς π.χ., και να δώσουν βάρος, ξαναλέει, στις φωνές. (Τώρα φίλε σέρφερ εσύ φαντάζεσαι ότι θα πρόκειται για τίποτα φωνάρες, ε; Νόου, πρόκειται για κοινές, κοινότατες φωνές της διπλανής πόρτας! Που τραγουδάνε σα να ψέλνουν, χορωδιακά).
Χαουέβερ, φίλε σέρφερ. Ο δίσκος βρίθει από ανάλαφρα, θελκτικά, αβίαστα, σπανίως βαρετά, συνήθως ενδιαφέροντα, ροκ σχεδιάσματα, με μια –αυτό κι αν είναι καινούργιο στο είδος– υποβόσκουσα υστερική παράμετρο, μερικά μάλιστα καταφέρνουν κι έχουν τις στιγμές τους, πολύ όμορφες για να αποδοθούν με λέξεις. Κι είναι και οι μουσικοί που με διακριτικότητα, σχεδόν αυτοσυγκράτηση. στηρίζουν πειστικά το εγχείρημα, ακόμα κι όταν (αχέμ) υμνολογάνε.
Τώρα βέβαια, είναι ένας σοφτ ροκ δίσκος: πολλά συμβαίνουν αλλά ποτέ μπροστά σου. Η μουσική λες κι ακούγεται απ’ τους διπλανούς. Και, όχι, δεν έχει ούτε ένα μπλουζ (να βάλετε το «Σάρα» για να κάνετε τις βρωμιές σας, όπως εμείς). Πολύ ωραίο για να μιλάς με φίλους σου, σε παρέα κι ακόμα καλύτερο ως σάουντρακ διακοπών, ειδικά για όσους βαριούνται το απρόσωπο λάουντζ. Σε άσχετες στιγμές θα σιγοτραγουδήσεις στάνταρ οποιοδήποτε απ’ τα τρία κομμάτια που ανοίγουν το δίσκο κι είναι το ένα καλυτερότερο του άλλου.
(Λάιβ, πάντως, απ’ ό,τι τσέκαρα στο ΓιουΤιούμπ, το πράμα εκτροχιάζεται και το όποιο δροσερό κι ανέμελο αεράκι τους πνίγεται σε μια νευρωτική νεοϋορκέζικη σκηνική άπνοια -αυτοί οι τύποι όσο προχωράει το κείμενο μ’ αρέσουν και περισσότερο).
Ναι, μ’ αρέσει ο χώρος που πιάνουν στο χάρτη οι καλοχωνεμένες έθνικ αναφορές τους (αν και θα προέκυπταν κι από ακρόαση κάνα δυο δίσκων του Πίτερ Γκέιμπριελ, χο χο, υπονοούμενο φίλε σέρφερ, τό ‘πιασες;), πολλές ήπειροι κρυμμένες σ’ ένα τραγούδι, μαντεύω τις διπλωμένες σελίδες στα μουσικά λεξικά και τις υποσημειώσεις στις ροκ εγκυκλοπαίδειές τους, χαμογελάω με την εκτελεστική τους επάρκεια που βρομοκοπάει ωδείο και περισσότερο απ’ όλα χαίρομαι την ενσυναίσθησή τους ότι τώρα θέλγουν ως αξιοπερίεργοι, αλλά μεθαύριο θα ακούγονται βαρετοί, και παραμεθαύριο θα πάνε σπίτι τους, όπως τόσοι και τόσοι πριν: παρόλο το hype κανείς τους έχει παρατήσει τη δουλειά του -οι μισοί δουλεύουν ακόμα ως διακοσμητές, άλλος είναι ξυλουργός, απ’ το ροκ λίγα ψωμιά θα φάνε και το ξέρουν.
Παρατηρώ τελευταία, όταν παίζω. ότι μού ‘ρχεται να μιξάρω τα τραγούδια τους με κάποια των Σίτεϊ (Citay για τους ξένους σέρφερ που διαβάζουν). Βρίσκω μάλλον κάτι κοινό. Τι νά ’ναι όμως αυτό; Οι υμνωδίες και το ψυχεδελοφιουζιονόπραμα; Μάλλον. Χμ... Οι καλιφορνέζοι είναι γκουντ τάιμ χίπηδες, παίζουν περισσότερη (και καλύτερη) κιθάρα κι ακούγονται περισσότερο υγιείς. Τους Γιέισέιερ πάλι, εύκολα τους περνάς για γκουντ τάιμ χίπηδες, την πάτησε πρώτο και καλύτερο το Πίτσφορκ, αλλά είσαι άκυρο χρυσό μου, ψυχάκηδες τεχνοκράτες είναι, το θέμα τους είναι η πόλη, όχι οι αγροί και δεν είναι καλά, δεν ακούς τις υστερίες και τους ψυχαναγκασμούς τους, είναι άρρωστοι οι καημένοι. Πράσινο παν να σπείρουν, αιώρες σε κήπους ονειρεύεσαι, αλλά ξυπνάς και κοίτεσαι στο άσπλαχνο τσιμέντο.
ΥΓ Η τοπ δήλωσή τους πρέπει να είναι ότι διάλεξαν, λέει, το όνομά τους (Γιέι-Σέιερ, ο καταφάσκων, αυτός που λέει ναι) επειδή είναι θετικό, σαν το μήνυμα που θέλουν να περνάνε ως γκρουπ στον κόσμο! Ιδεοληψίες μιας μετα-γενιάς που τρέφεται με ψύχωση (δεν έχω τίποτα, δεν έχω τίποτα) και χωνεύει με ντόκτορ Πέπερ (είμαι καλά, μπουέρπ). Πρόβλημά τους, και μου φαίνεται ότι οι Γιέισέιερ σε επίπεδο συγκινησιακής μενταλιτέ είναι ναΐφ και δεν έχουν να πουν τίποτα, ένα τίποτα, κομμάτι γελοίο, όταν εκφέρεται με το πομπώδες FM στυλάκι τους (οκ, κατέληξα ότι είναι μια ευμνημόνευτη μπούρδα, και; Ωραία ευμνημόνευτη μπούρδα, όμως. Αυτός δεν είναι ένας κάποιος ορισμός της ποπ;)
Υ.Γ.
ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΞΕΜΠΑΡΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ. ΔΕ ΧΩΡΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ.
(Βεβαιώνω ότι το εν λόγω Ρούμορς είναι δισκάρα, που όμως προέκυψε από τη συναισθηματική διάλυση των δυο ζευγαριών που αποτελούσαν τους Φλίτγουντ Μακ. Κάπως έτσι γίνονται, φαίνεται, τα ακατάρριπτα ρεκόρ και στο σοφτ-ροκ. Όταν η Τέχνη και η Ζωή γίνονται Ένα, οι Γιέισέιερ μένουν απλοί θεατές –χύνω Όμο, αχ, τι κάνω!).