Everything Sacred
Πολυεθνικό το σχήμα και το χρώμα της μουσικής του. Του Γιώργου Λεβέντη
Ήταν ένας Άγγλος, ένας Σκωτσέζος και ένας Ινδός και αποφάσισαν να φτιάξουν τους μεταμοντέρνους Incredible Stri... Ήταν ένας Άγγλος, ένας Σκωτσέζος και ένας Ινδός και αποφάσισαν να φτιάξουν έναν δίσκο world music για όσους δεν αντέχουν τον όρο wor... Ήταν ένας Άγγλος, ένας Σκωτσέζος και ένας Ινδός και αποφάσισαν ότι folk και prog... Όχι, η σύνθεση είναι ιδανική για εξυπνάδες, αλλά η μουσική δε βοηθάει.
Ο Jon Thorne των Lamb (τον ξέραμε), ο James Yorkston (επίσης τον ξέραμε ) και ο Suhail Yusuf Khan (αυτόν έτσι μας τον είπαν, έτσι σας τον λέμε που θα έλεγε και ο Μανόλο) που θεωρείται αυθεντία στο ινδικό όργανο sarangi βρίσκονται και φτιάχνουν τι; Πειραματική folk; Psych-folk με ολίγη από jazz; Δεν ξέρω. Αν και ο folk χαρακτήρας είναι η γενική βάση του πονήματος, τα φωνητικά και το sarangi του Khan δεν είναι απλό μπαχαρικό στην όλη υπόθεση, το αντίθετο. Ίσως για κάτι τέτοιες περιπτώσεις εφευρέθηκε όντως ο κατά τα άλλα προβληματικός όρος ''world music''. Τέλος πάντων, καλή επιτυχία στον αρχισυντάκτη στην προσπάθεια να κάνει την κατάταξη.
Δεν το καταθέτω ως γενική μουσική λογική και μπορεί να αφορά μόνο εμένα, αλλά αρκετές φορές έχω επιφυλάξεις απέναντι σε δίσκους που περιεργάζονται το folk στοιχείο σε λίγο ακαθόριστο πλαίσιο. Ειδικά όταν το πειραματικό του πράγματος μπορεί να δώσει την εντύπωση πως μιλάμε για μια αποκλειστικά avant-garde δημιουργία χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να πάσχει από έλλειψη προσωπικότητας σε όλα τα επίπεδα. Το να μη σου θυμίζει ένας δίσκος κάτι επειδή νιώθεις πως είναι υπερβατικά ξεχωριστός και πρωτότυπος και το να μην μπορείς να αισθανθείς το περιβάλλον του και την ψυχή του είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα που συχνά μπερδεύονται. Από τα τρία cd των Gorky's που έχω δεν έχω καταφέρει να ακούσω ούτε ένα ολόκληρο, όχι γιατί μου θυμίζουν τους Fotheringay, αλλά γιατί μου τους θυμίζουν επειδή νιώθω πως κάτι πρέπει να μου θυμίσουν και δεν αντέχω να ακούω δίσκο που υπονοεί πως ολόκληρες δεκαετίες pop μουσικής πήγαν χαμένες χωρίς στη θέση τους να υπάρχει κάτι το τέλειο.
Εδώ δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος και αυτό επειδή οι τρεις μουσικοί είναι ταλέντα παγκόσμιας κλάσης με ενσωματωμένη και για αυτό αβίαστη τη λογική της προόδου. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με το καλύτερο δυνατό "avant" σενάριο, μουσική που προκαλεί και πρωτοτυπεί χωρίς να επιβάλλει το στοιχείο της αυτό στον ακροατή που καλείται να ανεβάσει τον πήχυ της αντίληψής του σχεδόν αντανακλαστικά. Το αυθόρμητο στοιχείο και το ταλέντο των συμμετεχόντων διασφαλίζουν πως η έλλειψη συμφραζομένων δε συνεπάγεται βαρεμάρα και νεκρή μουσική φύση. Μένει σε εμάς μόνο το ταπεινό καθήκον να κρίνουμε την ποιότητα των όσων ακούμε.
Δεν είναι καταπληκτικός στο σύνολό του ο δίσκος, αλλά τα δυνατά του σημεία είναι αρκετά για να σε κάνουν να σκεφτείς τι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αν αποτελούσαν μια πραγματική ''μπάντα''. Τα δεκατρία λεπτά του "Knochentanz" για παράδειγμα είναι ελαφρώς σουρεαλιστικά με το ινδικό στοιχείο να ξεκινάει ήρεμα και να παθαίνει ελαφριά επιληψία γύρω στο έκτο λεπτό του κομματιού. Αμέσως μετά εμφανίζεται ο Khan να λέει διάφορα στη γλώσσα του που δεν καταλαβαίνουμε, αλλά δένουν τέλεια με το γενικό post-blues ξεψύχισμα και αφού το ακούσεις και δεύτερη φορά καταλαβαίνεις πως στην πραγματικότητα το τραγούδι (;) κινείται βάσει πλάνου και πως η ανύπαρκτη δομή τελικά είναι υπαρκτή. Μιλάμε δηλαδή για το πρώτο post-rock κομμάτι της ιστορίας που έχει sarangi. Tα πιο συμβατικά "Sufi Song" και "Broken Wave" είναι πιο γλυκά, αλλά και αυτά στα οποία δε θα ανατρέξεις πολλές φορές. Η διασκευή του "Little Black Buzzer" του Ivor Cutler με τη συμμετοχή της Lisa O' Neill και τον Khan να μπαίνει στο τέλος είναι πραγματικά διασκεδαστική κάτι που δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι.
Στις καλές στιγμές της συνεργασίας η μουσική δείχνει συνοχή και αν μη τι άλλο ενδιαφέρον που θα την κάνει προσιτή όχι μόνο σε όσους θέλουν να εμπλουτίζουν τις παραστάσεις τους με τους με λίγα εξωτικά ακούσματα κάπου κάπου. Δεν έχουμε να κάνουμε με λίγη jazz, λίγη δυτική folk και λίγη Ινδία που συναντιούνται αμήχανα, αλλά με μια στοχευμένη οργανικότητα. Το αδύνατο σημείο της προσπάθειας γίνεται φανερό από το ότι η καλύτερη στιγμή είναι το instrumental "Blues Jumped the Goose", ένα αβίαστο πάντρεμα Δύσης και Ανατολής, μία υπενθύμιση του πόσο απλό πράγμα είναι η καλή μουσική. Αλλά δε θα έπρεπε να είναι αυτή η καλύτερη στιγμή. Θα έπρεπε να είναι κάποια που δε θα πρόδιδε χαλαρότητα, αλλά μια ελάχιστη φιλοδοξία. Κάθε μουσική συνεργασία, ακόμη και η πιο ιδιαίτερη, πρέπει να καθοδηγείται από μία ένταση, μία έστω υπονοούμενη επιθυμία να δημιουργηθεί κάτι συνολικά ανώτερο από τα επιμέρους συστατικά που συνεισφέρει το κάθε μέρος και εδώ δε μένει αυτή η αίσθηση.
Ήταν ένας Άγγλος, ένας Σκωτσέζος και ένας Ινδός, λοιπόν που ανακάλυψαν ένα ποιοτικό χόμπι. Αν ξαναβρεθούν και σε επόμενο ανέκδοτο θα σημαίνει πως το έχουν πάρει πιο σοβαρά και όποια και αν είναι εκείνη η χρονιά θα έχουν δώσει έναν από τους πέντε καλύτερους δίσκους της.