Glum
Γδαρμένος, σαστισμένος, υπνωτισμένος, παραπαίοντας στο χάος. Του Χρήστου Πελτέκη
Ο ήχος των The You And What Army Faction γενικά, και του Glum ειδικότερα, δεν είναι η μουσική που θα βάλεις ν' ακούσεις για να διασκεδάσεις, πόσο μάλλον για να "χαλαρώσεις" ακούγοντας μουσική στο σπίτι ύστερα από ακόμη μια μέρα κοπιαστική μεν, αλλά τέλος πάντων συνηθισμένη μέσα στη τρέλα της. Ναι ακόμη κι αυτό γίνεται συνήθεια.
Όχι, το Glum είναι ο δίσκος που θα τραβήξεις απ' το ράφι στο τέλος μιας μέρας όπου (θα ήθελες να) σε βρίσκει να μη κρατάς τίποτε άλλο παρά αποχαιρετισμούς στα άδεια σου χέρια.
Τότε που τραβώντας κατσούφης τον δρόμο της επιστροφής, ο κόσμος όλος φαντάζει σκιαγμένος, σκυθρωπός αφού πρώτα απ' όλους εσύ ο ίδιος είσαι τέτοιος.
Τις στιγμές που δεν θες κουβέντες, βασικά δεν θες να δεις άνθρωπο, κι ούτε θες να βάλεις κάτι "να παίζει" και να κωλοβαρέσεις στον υπολογιστή ή να κοιτάξεις για τίποτα αλλαγές στο ταβάνι από τη τελευταία φορά που τα βλέμματα σας διασταυρώθηκαν.
Θες ν' ακούσεις αυτό και μόνο να παίζει, και ίσως αργότερα, αν τα πράγματα δυσκολέψουν περισσότερο, συνεχίσεις ψάχνοντας στο ράφι, ξετρυπώνοντας και πάλι τον αγαπημένο μισάνθρωπο για μια ακόμη επώδυνη προβολή για τ' αυτιά σου και μόνο του Teenage Snuff Film.
Έχοντας το Glum σε ψηφιακή μορφή εδώ και αρκετό καιρό, απέφευγα να το ακούω συχνά, προφανώς ενθυμούμενος το σφίξιμο εκείνων των πρώτων ακροάσεων. Τι διάολο γερνάω και αρχίζω να αποφεύγω τη μουσική που γδέρνει? Με τον καιρό θα αρκούμαι μόνο σε ευχάριστα και ωραία, αλλά ανώδυνα τραγούδια που "σου φτιάχνουν τη διάθεση" όπως απαιτεί ο κώδικας της εποχής?
Μπορεί να γίνει κι έτσι... είναι πολύ πιθανό. Ίσως μια μέρα να μην έχω να σας προτείνω τέτοιους δίσκους, ίσως να μη τους αντέχει το γερασμένο ακουστικό μου σύστημα, ίσως όμως και να μη βγαίνουν πια.
Μα για την ώρα, κάποιες στιγμές και για λίγο ακόμη, έχω ακόμη το κουράγιο να βάζω στ' ακουστικά το Glum και να πέφτω με φόρα πάνω στις νότες του αφήνοντάς τις να με γρατζουνάνε αλύπητα σαν τρομαγμένη γάτα, όπως γρατζούνισα κι εγώ με τη σειρά μου τις κατσούφικες φάτσες στον δρόμο πριν λίγο, κι αυτές δεν έχασαν φυσικά ευκαιρία και μου ανταπέδωσαν με το παραπάνω.
Έχω ακόμη τη δύναμη να σταθώ σαστισμένος μα όρθιος, έστω παραπαίοντας με κινήσεις νευρόσπαστου απέναντι στις ελικοειδείς ακάνθινες κιθάρες του τέλους του Oblivion Skater, στον ύπουλα υπνωτικό ρυθμό του Dancing Bruised Women, τον -αμερικάνικο 80's underground- καταιγισμό του You Don't Get Paid To Be Safe, και στο εφιαλτικό χάος του We Rode That Dream, Remember.
Απέναντι τέλος σ' αυτή τη μουσική δίχως να το βάλω στα πόδια, και τρέχοντας σαν παλαβός να ψάξω να κρυφτώ στη ζεστή αγκαλιά μιας γνώριμης, όμορφα ενορχηστρωμένης ρουτίνας.
Και επειδή οι Faction μας έκαναν την τιμή, στα δύο μοναδικά ονόματα που έχουν συμπεριλάβει στις ευχαριστίες του δίσκου, το ένα να είναι το δικό μου (άσχετα αν για την δική μου περίπτωση θεωρώ ότι δεν έκανα το παραμικρό για να έχω αυτή την μεταχείριση) και το άλλο του αξιότιμου κυρίου Μπάμπη Αργυρίου (αμ εγώ; - εκδ), έχω να πω πέραν του ότι τους ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου, ότι αυτά που γράφω και ο βαθμός που βάζω θα ήταν τα ίδια ακόμη και αν αντί για ευχαριστίες στο οπισθόφυλλό τους, με καταριόταν τόσο βδελυρά ώστε να μου καεί το πικ-απ, που το έχω τριάντα πέντε χρόνια και δεν θα βρω λεφτά να αγοράσω άλλο! (άρα και ν' ακούσω σε βινύλιο τη δουλειά τους που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες).