Stereotaxi
Η οργανολογία, πιάνο και τσέλο, ήδη υποβάλλει μια κατεύθυνση. Τούτη την καθορίζουν όμως τελικά οι μουσικοί. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Όσο κι αν ψάχνει κανείς τις νέες κυκλοφορίες δίσκων, από διάφορες πηγές, διαδικτυακές και άλλες, πάντα θα υπάρχουν πολλά πράγματα πολύ αξιόλογα (και βάλε) που δεν πρόκειται να συναντήσει ποτέ. Το περιβάλλον είναι αχανές και υπάρχουν αριστουργήματα που απλά δεν έχουν καμιά τύχη γιατί τα φτιάχνουν καλλιτέχνες που δεν έχουν τρόπους (για τους οποίους να μην ντρέπονται), να προωθήσουν τη μουσική τους σε μεγαλύτερο κοινό.
Ένα από τα καλά του να γράφεις για καινούρια μουσική λοιπόν είναι να πέφτεις τυχαία ή να σου στέλνουν να ακούσεις τη δουλειά τους (κάτι εξαιρετικά τιμητικό), σπουδαίοι, σχεδόν καθόλου (ή μόνο σε πολύ συγκεκριμένο κύκλο) γνωστοί, καλλιτέχνες.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι Zack Clarke (πιάνο) και Chris Irvine (τσέλο). Για τον Zack Clarke έχουμε ξαναμιλήσει όταν βγήκε ο δίσκος του “What We Are” με τον σημαντικό Έλληνα τζαζ μουσικό Αλέξανδρο Λουλούδη. Εδώ στο “Stereotaxi” με τον Chris Irvine αυτό που ακούμε (και μας το λένε και οι ίδιοι) είναι μια… τζαζ δωματίου. Ένα σύνολο μουσικών συνθέσεων δηλαδή που δεν είναι η τυπική, συνηθισμένη, συνήθως εξωστρεφής τζαζ με το ρυθμικό της μέρος (drums και μπασο), που μπορεί να έχει και μια διάθεση διασκέδασης ή εκρηκτικής εκτόνωσης (τίποτα κακό φυσικά σε αυτά). Ακούμε μια τζαζ που σαφώς συγγενεύει πιο πολύ με την κλασική μουσική. Το πιάνο και το τσέλο από μόνα τους οδηγούν τον ακροατή προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι και ο ειδικός τρόπος που παίζουν οι δύο μουσικοί που συντελεί σε αυτό. Συνειδητά δημιουργούν μια τζαζ πιο λόγια. Ο Zack Clarke είναι σίγουρα βυθισμένος και ποτισμένος από τον Chopin ας πούμε (τουλάχιστον εδώ), αλλά και από τον πιο σύγχρονο Charles Ives σε φάσεις, ειδικά εκεί που το παίξιμό του είναι πιο αφαιρετικό.
Το ότι είναι έτσι τα πράγματα και προκύπτουν μόνο από ένα πιάνο και ένα τσέλο δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχει δυναμική και ρυθμός. Είναι όμως και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά πιο «έξυπνα». Χωρίς τραβηγμένη παρόρμηση. Ο ρυθμός χτίζεται παράλληλα και πίσω από τις μελωδικές γραμμές και των δύο οργάνων, είτε έμμεσα και έντεχνα, είτε άμεσα όταν ας πούμε ακούμε τον Chris Irvine να μετατρέπει το τσέλο σε κρουστό χτυπώντας τις χορδές με το δοξάρι σα να είναι μπαγκέτα. Παρόλη την «σοβαρότητα» της περίστασης δηλαδή, υπάρχουν και εξάρσεις πολύ δημιουργικές.
Τα περισσότερα από τα 14 κομμάτια είναι σύντομα, λιτές και απέριττες μουσικές πράξεις υψηλής ομορφιάς, εκτός από το τελευταίο μαγικό αριστούργημα που είναι πάνω από 8 λεπτά. Δεν υπερβάλλω γιατί πρόκειται συνολικά για σπουδαίο έργο, που πέρα από προσωπικές προτιμήσεις, ιδιοσυγκρασίες και κατευθύνσεις ζωής, μπορεί σε έναν καλύτερο κόσμο που τα σημαντικά πράγματα απασχολούν τους ανθρώπους, να αφορά τους πάντες.