The World Is A House On Fire
Οι Talk Talk συναντούν τους Bohren & Der Club Of Gore σε κάποια κωμόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών. Τη συνάντηση καταγράφει ο Κώστας Ζερβάκης
Zelienople, όπως λέμε Constantinople. Zelie, σύμφωνα με τη γουικιπίντια, ήταν το όνομα της κόρης του γερμανού βαρώνου που ίδρυσε ετούτη την μάλλον ασήμαντη κωμόπολη στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στις αρχές του 19ου αιώνα. Τώρα, τι δουλειά είχε ένας γερμανός βαρώνος να ιδρύει κωμοπόλεις στη μέση του αμερικανικού πουθενά και να τους δίνει ασυνήθιστα ονόματα, ομολογώ πως δεν το γνωρίζω. Ούτε, επίσης, γνωρίζω τι συνέβη σ' εκείνο το ταξίδι που επιχείρησαν να κάνουν δυο κολλεγιόπαιδα από το Σικάγο το 1995, ένα ταξίδι με τελικό προορισμό τη Βοστώνη που τελείωσε άδοξα στις παρυφές της εν λόγω κωμόπολης. Ό,τι κι αν ήταν, πρέπει να τους σημάδεψε βαθιά, ή έστω αρκετά ώστε να συνεχίσουν το γαϊτανάκι της παράδοξης ονοματοδοσίας και να βαφτίσουν με το όνομά της τη μπάντα που έμελε να φτιάξουν μερικά χρόνια μετά.
Zelienople λοιπόν. Αχανείς, άδεντρες εκτάσεις, φορτισμένες ηλεκτρικά από πυλώνες και βαριά σύννεφα` άδειοι δρόμοι που μοιάζουν να συνεχίζουν για πάντα` γκρίζο, νεκρό τοπίο. Αυτό είναι το μέρος που για χρόνια προσπαθούσαν να περιγράψουν με τους δίσκους τους οι Zelienople, κάθε τους απόπειρα ελαφρώς διαφορετική από την προηγούμενη, τα υλικά τους όμως πάντα ίδια: ακατάληπτα drones, ψίθυροι, γρατζουνισμένες κιθάρες, κάπως σαν παραλλαγές στο ίδιο θέμα, όμως το τοπίο πάντα παρέμενε θολό και η ουσία του έμοιαζε να τους διαφεύγει. Στο The World Is A House On Fire, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο από την Type, ο καιρός των δοκιμών έχει λάβει οριστικά τέλος. Η γλώσσα τους έχει ακονιστεί καλά μέσα από την πολυετή εξάσκηση και μπορούν πλέον να τη χρησιμοποιήσουν για να διηγηθούν τραγούδια κι όχι να μουρμουρίσουν ατμόσφαιρες. Εδώ κάθε γραμμή του μπάσου ορίζει και μια παράγραφο, κάθε ανεπαίσθητη νότα της κιθάρας είναι κι ένας τόνος που στάζει πάνω στις λέξεις των πλήκτρων. Οι Zelienople έχουν βρει τον σωστό τρόπο, τις σωστές λέξεις, κι οι περιγραφές τους είναι επιτέλους εύγλωττες, ορθά διατυπωμένες και σαφείς. Το τοπίο έχει γίνει ανάγλυφο.
Αν υπήρχε η δυνατότητα να δούμε το σύνολο της ηχογραφημένης μουσικής σαν ένα γεωμετρικό χώρο, θα μπορούσαμε ίσως να ορίσουμε το The House... ως το σημείο τομής του Laughing Stock των Talk Talk με το Black Earth των Bohren & Der Club Of Gore στο slowcore επίπεδο. Τραβηγμένο; Μπορεί. Όμως τι είναι, για παράδειγμα, το "The Southern", το τραγούδι που ανοίγει το The House..., αν όχι η κοινή συνισταμένη των "Midnight Black Earth" και "Myrrhman" που ανοίγουν αντίστοιχα τους δίσκους των Talk Talk και Bohren; Πού παραπέμπουν οι έρποντες ρυθμοί και η βαριά, υπνωτική ατμόσφαιρα αν όχι στους γερμανούς noir jazz masters; Και τίνος η φωνή έρχεται κατευθείαν στο μυαλό ακούγοντας τις διακριτικές αλλά φορτισμένες εξομολογήσεις του Matt Christensen, αν όχι αυτή του Mark Hollis;
Αναζητώντας κοινές αναφορές σε κάποια πρόσφατη κυκλοφορία, το μυαλό μου πήγε αναπόφευκτα στο περσινό Work (work, work) των HTRK - όχι τόσο σε επίπεδο ύφους, όσο σε επίπεδο αίσθησης. Εκεί που οι HTRK με τον δίσκο τους πέρυσι προσπαθούσαν να διαχειριστούν την απώλεια, οι Zelienople στο The House... μοιάζουν να διαπραγματεύονται την απουσία. Την απουσία νοήματος ίσως, ή την απουσία εναλλακτικής λύσης. Οι τρόποι που επιλέγουν και τα δυο συγκροτήματα για να αντιμετωπίσουν τα αδιέξοδά τους είναι οι ίδιοι: Αποστασιοποίηση, με την ελπίδα ότι ο πόνος κάποια στιγμή θα τελειώσει, και νάρκωση, μέχρι τα πράγματα να γίνουν καλύτερα. Ο τρόπος που δουλεύουν οι δυο δίσκοι σε επίπεδο απήχησης είναι επίσης παρόμοιος: Όπως το Work..., έτσι και το The house... καταφέρνει αργά και μεθοδικά να σκάψει μια φωλιά εντός του ακροατή για να περάσουν παρέα το φετινό χειμώνα. Και κάπως έτσι, βρίσκει και μια θέση στην πρώτη πεντάδα της μεγάλης λίστας με τους καλύτερους δίσκους του 2012.