Alexander “Skip” Spence
Μια acid casualty, δηλαδή περίπτωση ανθρώπου που έχασε την επαφή με τον αντικειμενικό κόσμο. Του Δημήτρη Κοργιαλά
Περίπτωση παρόμοια με του Skip Spence μπορεί κανείς να αναφέρει μονάχα εκείνη του Syd Barrett. Έναν δίσκο με τους Jefferson Airplane, δύο με τους Moby Grape, ύστερα έναν –θρυλικό- solo, το “Oar” (βλ. παρουσίαση δίσκου παρακάτω), και τέλος.
Πρέπει, όμως, να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα γιατί να συζητήσουμε για τον Skippy, αφού ούτε το μοναδικό θύμα της ψυχεδελικής κουλτούρας υπήρξε ούτε ήταν ο μόνος τραγουδοποιός των ‘60s που κυκλοφόρησε ένα μνημειώδες solo LP.
Λέμε, λοιπόν, ότι συνήθως σε περιπτώσεις τέτοιες, στις οποίες ο leader του group απομονώνεται από τα υπόλοιπα μέλη λόγω ανεπάρκειας συνεννόησης μαζί τους ή ανύπαρκτης συνεισφοράς, το αποτέλεσμα είναι οι solo δουλειές του καλλιτέχνη, αν αυτές υπάρξουν, να έχουν κάποιο στόχο: Είτε να αποδείξει ότι κακώς εκδιώχθηκε/απομονώθηκε από τους πρώην συναδέλφους του είτε πραγματικά να θέλει ο ίδιος να γυρίσει μια καινούργια σελίδα στην καριέρα του. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση Barrett, όμως όχι και σ’ εκείνη του Skip Spence. Το “Oar” (Columbia, 1969) ούτε σκοπεύει να αποδείξει κάτι σε κάποιον ούτε έρχεται να ανοίξει νέο κύκλο. Εδώ βρίσκεται η απάντηση του ερωτήματος: Το “Oar” είναι απλώς και μόνον έκφραση - τίποτα παραπάνω, και γι’ αυτό μας ενδιαφέρει. Είναι ένα άλμπουμ που γράφτηκε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και συνιστά εκδήλωση της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού του. Η ιστορία του Skip Spence είναι μια ιστορία για ένα bad trip, το οποίο φαίνεται ότι άφησε για πάντα τα σημάδια του.
Προσωπικά “γνώρισα” τον Spence μέσα από τους Jefferson Airplane. Στο δεύτερο άλμπουμ τους “Surrealistic Pillow” (RCA, 1967) υπάρχει στην πρώτη πλευρά –μεταξύ των “Somebody To Love” και “Today”- ένα track ευχάριστο, κατάτι πιο ελαφρύ από τα άλλα και με ρυθμικές διακυμάνσεις. Το “My Best Friend” –έτσι τιτλοφορείται το εν λόγω track- αναγράφει ως συνθέτη αποκλειστικά τον Skip Spence, αλλά αυτός δεν ανήκει στο line up του γκρουπ. Ή, ακριβέστερα, δεν ανήκει πλέον, καθότι στον πρώτο δίσκο των Airplane, το “Takes Off” (RCA, 1966), έχει αναλάβει τα τύμπανα (αφού στον Marty Balin για drummer έμοιαζε και για τέτοιον τον πήρε στο γκρουπ). Βέβαια, ο Spence ήταν κιθαρίστας και θα ξαναέπιανε την κιθάρα λίγο αργότερα στους Moby Grape, ωστόσο ως drummer μόνο άσχημα δεν τα πήγε. Βάλε και το ότι είχε συνθετική συνεισφορά (βλ. το απαραίτητο σε κάθε “best of” του γκρουπ “Blues From An Airplane” και το “Don’t Slip Away”), άκου και τις τυμπανιστικές λεπτομέρειες στο κλασικό “Tobacco Road” (επιμένω ότι είναι η καλύτερη διασκευή που γνώρισε ποτέ αυτό το κομμάτι) και θα έχεις το σύνολο.
Βέβαια, το ότι φεύγει για διακοπές στο Μεξικό δίχως να ενημερώσει κανέναν, αφήνοντας “ξεκρέμαστο” το γκρουπ, τούτο συνιστά λόγο απόλυσής του. Έτσι, οι μεν Airplane συνέχισαν με άλλον drummer την πτήση τους προς την καταξίωση, ο δε Spence έφτιαξε τους θρυλικούς Moby Grape (αφού πρωτύτερα συμμετείχε σε μια πρώιμη μορφή των Quicksilver Messenger Service).
Όλες οι προδιαγραφές για τους Grape ήταν ιδανικές. Τα μέλη τους ήταν μουσικοί έμπειροι και συνθέτες εξαιρετικοί. Όμως, μια η εταιρεία τους (η Columbia), μια τα δικά τους λάθη, μια και το προκλητικό εξώφυλλο του πρώτου δίσκου – όλα αυτά δημιούργησαν πολλά προβλήματα πριν ακόμα μπουν στο studio για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους “Wow” (Columbia, 1968). Σε αυτήν τη δεύτερη περίοδο το πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο Spence, ο οποίος βρισκόταν σε παρατεταμένο acid trip (που, όπως φάνηκε, ήταν bad trip), γεγονός που τον οδήγησε στην κατάρρευση και στον εγκλεισμό του, για έξι μήνες, στην κλινική του Bellevue στη Νέα Υόρκη. Είμαστε στα μέσα του 1968.
Ο Skip Spence υπήρξε αυτό που λέμε acid casualty, δηλαδή περίπτωση ανθρώπου που από την υπερβολική χρήση LSD (κυρίως) χάνει οριστικά την μέχρι πρότινος επαφή του με τον αντικειμενικό κόσμο και αναπτύσσει άλλη συμπεριφορά από τη συνηθισμένη του. Έτσι και ο Skippy, μετά το trip δεν επέστρεψε ποτέ πνευματικά ακέραιος, αλλά φαινόταν πάντα ότι κάτι είχε χάσει στο δρόμο. Μέσα στο Bellevue, και υπό ιατρική παρακολούθηση, γράφει όλα τα κομμάτια του “Oar” (και ακόμα περισσότερα) και κάνει υπομονή μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου, ημέρα έκδοσης του εξιτηρίου του και εισαγωγής του στα studios της Columbia στο Nashville.
Μετά την εποχή της σχιζοφρένιας ακολουθεί μια θολή περίοδος: είναι η περίοδος των μύθων. Δύο είναι οι προσφιλέστεροι μύθοι για την ηχογράφηση του “Oar”: Πρώτον, ότι ο Spence ηχογράφησε όλα τα τραγούδια σε μία μόνο μέρα και, δεύτερον, ότι έφτασε με τη μοτοσυκλέτα του στο Nashville φορώντας την πιτζάμα της κλινικής (κάτι που φαίνεται στο εξώφυλλο του “Oar”). Όμως το δεύτερο το αρνείται η πρώην σύζυγός του (έστω κι αν ο ίδιος ο Spence επέμενε ότι έτσι έγινε), ενώ όσον αφορά το πρώτο γνωρίζουμε ότι η ηχογράφηση κράτησε περίπου δέκα ημέρες (μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου).
Ωστόσο, ο μύθος δεν είναι ένα κοινό ψέμα, τουναντίον από πίσω κρύβονται αλήθειες. Στην περίπτωση του Spence οι δύο μύθοι υποδηλώνουν ένα πράγμα: τη σφοδρή ορμή της καλλιτεχνικής έκφρασης – “όλα συνέβησαν άπαξ”! Και θέλουν με τούτο να υπογραμμίσουν ότι για μία και μόνη φορά στην ιστορία συνέβη ό,τι συνέβη. Έτσι, τα δώδεκα κομμάτια του δίσκου είναι ηχητικές περιγραφές και όψεις της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού τους, ο οποίος με αυτό το άλμπουμ και μόνο θα βάλει τη σφραγίδα του στη δισκογραφία. Κανείς δεν είναι σίγουρος αν μπορούσε να ηχογραφήσει και ένα δεύτερο δίσκο και μάλλον δεν τον επεδίωξε ποτέ κι ο ίδιος.
Άλλωστε, ο Spence δεν σταμάτησε να έχει προβλήματα μετά το “Oar”. Η μετέπειτα ζωή του ήταν μια σύντομη πορεία εξαρτήσεων (αλκοόλ, ηρωίνη, κοκαΐνη) σε συνδυασμό με τη σχιζοφρένια. Το 1999 τού διαγνώστηκε καρκίνος στον πνεύμονα και πέθανε στις 16 Απριλίου του ίδιου έτους στα 53 του χρόνια.
Υπήρξε κλασική φιγούρα της Δυτικής Ακτής των Η.Π.Α. και με την σύντομη δραστηριότητά του αποτέλεσε μέρος της συνείδησης του δεύτερου μισού των ‘60s.
Το Άλμπουμ:
Oar (Columbia, 1969)
Ήταν αναμενόμενο να ακούσουμε κάτι τέτοιο από τον Skip Spence, αλλά και από κάθε Skip Spence της μουσικής ιστορίας. Το “Oar” είναι ένα άλμπουμ ακραία μαγευτικό και δεν θα πετύχαινε να είναι τέτοιο, αν δεν πολεμούσε σκληρά τον Ορθολογισμό και τον Ρεαλισμό της εποχής. Όλο το κίνημα της ψυχεδέλειας είναι ένας σκληρός πόλεμος εναντίον αυτών των δύο “-ισμών”. Στο “Oar” δεν υπάρχουν λογικές μουσικές αρχές ή φόρμες και, αν κάπου υπάρξουν, τότε τίποτα δεν απορρέει αναγκαία από αυτές. Στο “Oar” δεν υπάρχει σταθερό σημείο αναφοράς, όλα είναι τόσο ρευστά, ώστε κάθε απόπειρα μορφοποίησης ή κατοχύρωσης ή περιχαράκωσης μιας σκέψης, αποτυγχάνει.
Πράγματι, ποια στέρεα σκέψη και ποια μορφή θα διασώσεις ακούγοντας δυο από τα σπουδαιότερα acid rock tracks που γράφτηκαν ποτέ; Τα “War In Peace” και “Grey/Afro” δεν είναι εκεί τυχαία για να κλείσουν κάθε πλευρά του άλμπουμ. Συντίθενται και αποσυντίθενται, αλλάζουν και επιστρέφουν στην πηγή τους. Και αναρωτιέσαι ακούγοντας τον δίσκο: Ποια αρχική μελωδία του δεν καταρρέει κάποτε; Ποια psych-folk μελωδία (“Cripple Creek”) θεμελιώνεται επαρκώς; Έχουν άλλο νόημα τα freaky songs “Margaret-Tiger Rag” και “Books of Moses” πέρα από το να σκιαγραφήσουν αιχμές μέσα σ’ έναν δίσκο που έχει τη διαρκή τάση να κατακρημνίζεται σε πρωτόγνωρα βάθη;
Το “Oar” είναι ένα από τα σπουδαιότερα acid folk-rock albums που μας έδωσε η δεκαετία του ’60. Η σκοτεινή και κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα (απόρροια της ψυχοσύνθεσης του Spence) δεν μας είναι ξένη. Ένα trip λαμβάνει χώρα και γνωρίζουμε εκ των προτέρων την κατάληξή του.
Και τρία τραγούδια: