Dino Valenti
Η ιστορία του σπουδαίου τραγουδοποιού που έγινε περισσότερο γνωστός από τη συμμετοχή του στους Quicksilver Messenger Service. Του Δημήτρη Κοργιαλά
Πρόκειται για πιασάρικο ψευδώνυμο του Chester Powers, περίπτωση τραγουδοποιού που ήταν αναγνωρίσιμος στους καλλιτεχνικούς κύκλους από μόνη την εμπλοκή του στη folk σκηνή του Greewich Village και της California, καθότι άπλωσε νωρίς νωρίς γέφυρες πάνω από τις δύο ακτές των Η.Π.Α. ώστε να συνειδητοποιήσει κάποια στιγμή πως ταιριάζει περισσότερο στο Los Angeles. Όταν έγινε πιο γνωστός άρχισε να θεωρείται ως ο συνήθης ύποπτος συνθέτης τραγουδιών των οποίων τα credits αμφισβητούντο. Εξ ου και από ορισμένους αποδόθηκε -εσφαλμένα- στον Valenti το "Hey Joe".
Δεν ήταν ένα απλό μέλος των Quicksilver Messenger Service, αλλά υπήρξε ο βασικός συνθέτης και τραγουδιστής στη δεύτερη και τρίτη εποχή τους (υπογράφοντας τις συνθέσεις με το ψευδώνυμο "Jesse Oris Farrow"). Είναι, επίσης, ο συνθέτης του χίπικου ύμνου "Let's Get Together" που οι Kingston Trio πρωτοτραγούδησαν και που τόσο εξέφρασε την εποχή η οποία κυοφορείτο, ώστε οι Jefferson Airplane, οι Youngbloods, οι H.P. Lovecraft και άλλοι να το εντάξουν στο ρεπερτόριό τους. Ένα single που κυκλοφόρησε το 1964 στην Electra δεν είναι παρά ηχογράφηση για την ηχογράφηση και οτιδήποτε έκανε στην Autumn έμεινε "στο συρτάρι".
Ωστόσο, το ερώτημα για τον Valenti είναι το ερώτημα για μια ολόκληρη εποχή. Είναι αυτή η συνειδητή, για τους folk καλλιτέχνες, μετάβαση από τον ακουστικό ήχο στον ηλεκτρικό που απαιτεί κατανόηση και που προφανώς δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί εδώ. Όχι μόνο ο Valenti, αλλά ένα σωρό folk ήρωες μετακινούνται από τον συνήθη ήχο τους προς κάποιον άλλο ήχο, μη παραλείποντας όμως να συνδέσουν τα δύο σημεία. Από τον Fred Neil έως τον Valenti και από τον Bob Dylan έως τον Tim Hardin - όλοι, από τα μέσα της δεκαετίας του '60 κι έπειτα, αγκαλιάζουν τον ηλεκτρισμό (άλλοι πιο χαλαρά και αναγκαία, άλλοι σφιχτότερα και ελεύθερα).
Ίσως, λοιπόν, να αναρωτιόμασταν: στον Valenti τι ακριβώς αναγνωρίζουμε; Είναι ένας rock ή ένας folk ήρωας; Μήπως είναι και τα δύο μαζί; Και, τέλος πάντων, πώς ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του; Διότι όταν συγκεντρώνει τα μέλη που θα αποτελέσουν τους Quicksilver Messenger Service, έχει σίγουρα στο νου του τον ηλεκτρισμό. Όταν όμως ηχογραφεί το μοναδικό του solo άλμπουμ (βλ. παρουσίαση παρακάτω), επιλέγει συνειδητά τον ακουστικό ήχο.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Valenti ήταν τα μπλεξίματα που είχε με τον Νόμο (και γι' αυτόν το λόγο, όπως λέγεται, αναγκάστηκε, κάποια στιγμή, να πουλήσει τα δικαιώματα του "Let's Get Together" στον manager Jim Dickson). Με το που αρχίζει να συγκεντρώνει τους μουσικούς για να φτιάξει το γκρουπ, συλλαμβάνεται για κατοχή μαριχουάνας και αμφεταμινών. Και σαν να μην έφτανε αυτό, δύο μέρες μετά την αποφυλάκισή του πάλι συλλαμβάνεται με την ίδια κατηγορία. Ήταν πλέον δεδομένο πως οι Quicksilver θα ξεκινούσαν τη δισκογραφία τους (με τα τρία πρώτα άλμπουμ τους) δίχως τον Valenti. Όταν όμως αυτός ενσωματώνεται το 1970, τότε δίσκοι όπως "Just For Love" (Capitol, 1970) και "What About Me" (Capitol, 1971) σηματοδοτούν τη δεύτερη και χρυσή εποχή του γκρουπ. Και ναι μεν είναι δύσκολο να απαντηθεί εδώ το ερώτημα που τέθηκε παραπάνω για τον Valenti, ωστόσο είναι πιο απλό να ειπωθεί με σιγουριά το πώς μπορεί να προσεγγίσει ο ακροατής τη δισκογραφία των Quicksilver. Θα πρέπει, λοιπόν, να έχουμε πάντα υπόψη μας το folk υπόβαθρο του Valenti, το οποίο απουσιάζει από τους τρεις πρώτους δίσκους του γκρουπ, αλλά είναι έντονο στους δύο επόμενους. Τώρα όσον αφορά στον έκτο και έβδομο δίσκο τους, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, καθότι η απουσία του John Cipollina οριοθετεί αυτή την τρίτη και τελευταία φάση τους.
Μετά την οριστική διάλυση των Quicksilver ο Valenti υπέγραψε στη Warner Bros, αλλά δεν κυκλοφόρησε τίποτα. Το μόνο που συνέχισε να κάνει ήταν κάποιες ζωντανές εμφανίσεις μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, οπότε και εγχειρίστηκε για να του αφαιρεθεί κάποιος όγκος στον εγκέφαλο. Πέθανε στις 16 Νοεμβρίου του 1994. Για χρόνια όλοι τον μνημονεύουν, αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει σαφή αναφορά στο πρόσωπό του. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής σαν μια φιγούρα που ισορρόπησε μεταξύ φήμης και ασημότητας.
Το Άλμπουμ: Dino Valente (Epic, 1968)
Πριν ακούσει, ο ακροατής βλέπει. Και παρατηρεί στο εξώφυλλο το όνομα: "Valente" (αντί για "Valenti"). Κανένα πρόβλημα, όμως, καθότι φαίνεται να είναι εσκεμμένο λάθος της εταιρείας. Και αν και μπέρδεψε, όπως λένε, για χρόνια τους μουσικοκριτικούς είναι τελικά το περιεχόμενο που μετράει. Όλοι μιλούν για μια ροή που υπάρχει στον δίσκο και δεν σφάλλουν επουδενί στον ισχυρισμό αυτό. Είναι μια ροή ιδεών, ονείρων και λανθάνουσας συνείδησης. Και είναι προφανέστατα όλα αυτά για τον ακροατή που διατρέχει τον δίσκο από το εναρκτήριο ονειρικό "Time" (με την εισαγωγή στο harpsichord, τον υποτυπώδη μιλιταριστικό ρυθμό των κρουστών και τα πίσω φωνητικά ως αποσπασματικές φράσεις μιας ξεχασμένης συνείδησης), όπου περιγράφεται το ασφυκτικό πλαίσιο του χρόνου για να αναδειχθεί η αγάπη ως αξία, μέχρι το instrumental "Test" (με τα φλάουτα στο echo και τους πνιχτούς ήχους των χορδών της ακουστικής), το οποίο αποτελεί ένα relic ή απομεινάρι της όλης εμπειρίας.
Εικόνες μονόκερων σε κήπους απολαύσεων και πύργοι ψηλοί προτείνονται ως καταφυγή και παρηγοριά των απανταχού απογοητευμένων ψυχών (στο "Something New" με την υπέροχη συνεργασία ακουστικής και ηλεκτρικής κιθάρας), στίχοι που καθιστούν το άλμπουμ ένα psych-folk αριστούργημα της εποχής του. Συναντούμε ερμηνείες μεταξύ οκνηρίας και μελωδίας (στο "My Friend"), γλυκές και ήρεμες κλήσεις και παρακλήσεις για απόκτηση ερωτικής συνείδησης (στο "Listen To Me"). Και είναι η μόνη σύνθεση που ο ίδιος δεν υπογράφει το "Me And My Uncle" (του John Phillips των Mamas & Papas), αλλά δίνει την καλύτερη εκτέλεση που γνώρισε ποτέ τούτο το άσμα. Είναι εκπληκτικοί οι φωνητικοί ακροβατισμοί στο "Children Of The Sun", ένα ατόφιο folk διαμάντι του δίσκου. Και δεν έχει κανείς να πει πολλά για το "Everything Is Gonna Be OK", παρά μόνο το ότι έρχεται να συμπληρώσει τις εικόνες του "Something New" και να δώσει τη "χαριστική βολή" στον ακροατή κατατάσσοντας, συγχρόνως, το άλμπουμ στην κατηγορία των σπουδαιότερων μουσικών δημιουργημάτων ολόκληρης της δεκαετίας.
Και τρία τραγούδια: