Happy Mondays
Ποιοι και από πού μας ήρθαν; Το μουσικό τους στίγμα; Από ποιο άλμπουμ και ποια τραγούδια να ξεκινήσει κανείς; Του Δημήτρη Κοργιαλά
Μπάντα που ανακάλυψε ο Tony Wilson και που τα μέλη της είχαν πολλές ροπές. Και τούτες στόχευαν στο ecstasy, ώστε τελικά οι βασική τους δημιουργία έχει έντονη την acid απόχρωση. Προερχόμενοι από το ευρύτερο Manchester κυκλοφόρησαν τέσσερα studio (και ένα live) άλμπουμ στη Factory κι έγιναν εμβληματικό group του Madchester ήχου (ή baggy). Σχεδόν βουλιμικοί στις καταχρήσεις και στους χορευτικούς ρυθμούς, οι Happy Mondays σημάδεψαν το τρίτο (κατ' άλλους δεύτερο) -μέσα σε μια δεκαετία- μουσικό κύμα του Manchester. Το όνομα τους είναι σχεδόν ειρωνικό, αλλά περιγράφει επαρκέστατα τον στόχο τους. Η δραστηριότητά τους ήταν ένα ολοήμερο πάρτυ, τα δε τέσσερα studio άλμπουμ τους έχουν το καθένα διαφορετικό παραγωγό.
Υπήρξαν σύλληψη των αδελφών Ryder (του Shaun και του Paul), δεν θα ήταν όμως ό,τι έγιναν δίχως τον κιθαρίστα Mark Day και η εικόνα τους δεν θα μας ήταν τόσο έντονη δίχως τον χορευτή Bez (κατά κόσμον: Mark Berry). Οι Happy Mondays σημάδεψαν τη βρετανική pop για περίπου οκτώ χρόνια (1985-1993) και αποτέλεσαν το όχημα που άνοιξε τις πύλες ώστε να εισέλθουν στη Βρετανία μουσικά ρεύματα ξένα και πρωτότυπα επάνω στην τελευταία στροφή του αιώνα, έστω κι αν οι ίδιοι απέτυχαν να "εισβάλουν" με επιτυχία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Για το πώς αφομοιώθηκε η εσωστρέφεια των Joy Division ώστε να εκφραστεί δέκα χρόνια αργότερα ως εξωστρέφεια θα έπρεπε να μελετήσουμε το ενδιάμεσο στάδιο: αυτό των New Order, των A Certain Ratio και των άλλων groups. Ωστόσο, υπάρχει κάτι και στους Happy Mondays που προκαλεί τη φθορά. Αν ο Shaun Ryder ακούγεται ενίοτε φάλτσος, τούτο δεν οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου, αλλά μάλλον σε απόφαση δική του να συνοδεύσει τους στίχους του με μια τεχνητή φωνητική απόκλιση. Κάτι παρόμοιο ανιχνεύεται και στη μουσική τους, στην οποία έχεις την αίσθηση πως, μέχρις ενός σημείου, όλα πάνε καλά, όμως μια σταγόνα οξέως αλλοιώνει κάθε κανονικότητα.
Τέτοια φαινόμενα βρίσκει κανείς στο δεύτερο άλμπουμ τους: "Bummed" (Factory, 1988), το οποίο είναι ίσως το πρώτο μουσικό προϊόν της συνάντησης της pop μουσικής με το ecstasy. Τα δυο στοιχεία πάνω στα οποία οικοδομείται ο ήχος είναι το reverb (αυτή η αντήχηση που τόσο άρεσε στον παραγωγό Martin Hannett και που χαρίζει βάθος, δίνοντας στον ακροατή την αίσθηση του ανοιχτού χώρου) και η κιθάρα, η οποία χρησιμοποιείται με τρόπο τέτοιο ώστε να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτόν τον ηχητικό όγκο, το "wall of sound" που διέπει ολόκληρο το δίσκο. (βλ. παρουσίαση του άλμπουμ παρακάτω).
Το ζήτημα είναι ότι η χρήση τού ecstasy, από τα μέλη του γκρουπ, προϋπάρχει του "Bummed". Ο δεύτερος δίσκος, λοιπόν, ο τόσο καθοριστικός των Mondays, φέρει μια μόνο λέξη για τίτλο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον πρώτο. Ώστε κάποιου είδους "τρέλα" πρέπει να κουβαλάς για να τιτλοφορήσεις το ντεμπούτο σου με δεκατέσσερις λέξεις στη σειρά - συν δύο ακόμη το όνομα του γκρουπ: δεκαέξι. Το άλμπουμ τιτλοφορείται "Squirrel and G-Man Twenty Four Hour Party People Plastic Face Carnt Smile (White Out)" (Factory, 1987), και ναι μεν η παραγωγή (του John Cale) είναι δίχως "ακρότητες", αλλά πώς αντιδρά κανείς όταν τα δυο πρώτα tracks έχουν τίτλους όπως: "Kuff Dam" και "Tart Tart" (παρεμπιπτόντως, τα καλύτερα του δίσκου); Φωνητικά "του δρόμου", ερμηνεία αλήτικη, slangy γλώσσα - οι Mondays μεταφέρουν την street culture στα αυλάκια του βινυλίου και από κει σε κάθε σπίτι. Είναι λοιπόν αυτό που εννοούν με τη φράση: "Spread your germ" στο "'Enery". Βρίσκεις εθιστικά μοτίβα στο "Olive Oil" και ένα σωρό αρπίσματα, ηχητικά κοντά στην jangle pop. Κι ύστερα αναρωτιέσαι πώς στο καλό έσκασε στο μυαλό του Shaun Ryder να τραγουδήσει κατ' αυτόν τον εντελώς ανορθόδοξο τρόπο το "Little Matchstick Owen". Είναι γεγονός ότι ένα πάρτυ έχει ξεκινήσει στο Manchester και ότι θα διαρκέσει περίπου κάτι παραπάνω από μια πενταετία. Πάρτυ που θα φανερώσει τους όρους συγκρότησής του στο θρυλικό κλαμπ Hacienda. Είναι η εποχή που η μουσική αλλάζει και η Βρετανία με χαρά υποδέχεται τους ήχους της house από το Chicago και το Detroit.
Υποστηρίζεται ότι το καλύτερο άλμπουμ των Happy Mondays είναι το τρίτο τους: "Pills 'n' Thrills and Bellyaches" (Factory, 1990). Πριν όμως από αυτό, το γκρουπ κυκλοφορεί σε ep το εκπληκτικό "Hallelujah" που γνωρίζει πάνω από δύο μιξαρίσματα με κορυφαίο το club mix. Και είναι τούτη η μνημειώδης στιγμή που σημαδεύει τη δισκογραφία τους.
Το "Pills 'n' Thrills..." (σε παραγωγή Paul Oakenfold και Steve Osborne) είναι αναντίρρητα το magnum opus των Mondays. Από το "Kinky Afro" μέχρι το "Loose Fit" και από το "Step On" (διασκευή στο "He's Gonna Step On You Again" του Νοτιοαφρικανού John Kongos και μια από τις καλύτερες διασκευές που έχουν καταγραφεί στη δισκογραφία) μέχρι το "Bob's Yer Uncle" ο δίσκος διέπεται από ένα κλίμα ευφορίας, επίπτωση των καταχρήσεων.
Έτσι, με τους τρείς πρώτους δίσκους συμπληρώνονται οι τρείς όψεις του γκρουπ ή τα τρία στάδια που συνιστούν τη μετάβαση από τα τέλη τη δεκαετίας του 1980 στις αρχές του 1990: (α) street θεματολογία με απηχήσεις του ύφους του προηγούμενου μουσικού κύματος τού Manchester, (β) αισθητική του Ecstasy και εσωτερική περιδίνηση, (γ) εξωστρέφεια και τελική ηρεμία (το "Harmony" που κλείνει το "Pills 'n' Thrills..." συνηγορεί περί τούτου).
Το επόμενο άλμπουμ, "Live" (Factory, 1991), είναι δίσκος που καταγράφει -όσο γίνεται- τη δυναμική τους στις ζωντανές εμφανίσεις τους, αλλά η μεγάλη απογοήτευση έρχεται με το "...Yes Please!" (Factory, 1992), άλμπουμ που (ειδικά συγκρινόμενο με τους προηγούμενους δίσκους τους) θα μπορούσε άνετα ακόμη και να διαγραφεί από τη δισκογραφία τους. Το "...Yes Please!" σηματοδοτεί όχι μόνο το τέλος του γκρουπ, αλλά και το τέλος της Factory.
Δεν ενδιαφέρει εδώ το reunion και ο δίσκος τού 2007. Άλλωστε ο ακροατής δεν θα έχει ολοκληρωμένη εικόνα των Mondays αν παραμείνει απλώς και μόνο στους δίσκους τους. Απαιτείται ακρόαση και των singles. Διότι πώς να κατανοήσεις τι επίκειται όταν δεν ακούσεις το "Freaky Dancin'" (ο τίτλος τα λέει όλα) ή το υπέροχο "The Egg" του 1985; Ή, ακόμη, πώς θα έκανες τη σύνδεση μεταξύ των εποχών του Manchester αν δεν ακούσεις τα "Delightful" και "This Feeling" (αμφότερα στο "Forty Five EP"); Με ποια εμπειρία θα έφτανες δίχως αυτά στο μεγάλο πάρτυ που περισσότερο από κάθε άλλον οι Happy Mondays διοργάνωσαν και που έχουν κάθε δικαίωμα να σε ρωτούν: "How old are you? Are you old enough? Should you be in here watching that?".
Ένα άλμπουμ:
Bummed (Factory, 1988)
Προτίμησα ως εισαγωγικό στον ήχο των Mondays αυτόν το δίσκο, διότι είναι και εισαγωγικός σε μια ολόκληρη εποχή. Στα δύο στοιχεία που προανέφερα παραπάνω και που κάνουν το άλμπουμ μοναδικό (η χρήση του ecstasy και η παραγωγή του Hannett) προσθέτω εδώ κι ένα τρίτο: την ταινία "Performance" του 1970 (με τους James Fox, Anita Pallenberg, Mick Jagger), την οποία ο Shaun Ryder φαίνεται ότι αγάπησε σφόδρα, καθότι πολλά samples και τίτλοι στα τραγούδια είναι δάνεια από αυτήν. Κατά τα άλλα, εδώ είναι που νιώθεις με σαφήνεια τη ρυθμική δύναμη του "Wrote For Luck" (ένα από τα σπουδαία επιτεύγματα των Mondays ) και συγχρόνως βυθίζεσαι σε στίχους ασαφείς. Άλλες φορές, πάλι, οι στίχοι είναι ξεκάθαροι, όπως στο "Mad Cyril" με τα εμβόλιμα πλήκτρα. Οι χορευτικοί ρυθμοί στα "Performance" και "Moving In With" δίνουν και παίρνουν. Funky μπάσα κρατάνε σε εγρήγορση τα "Brain Dead" και "Bring A Friend". Το "Bummed" είναι ο δίσκος που προαναγγέλλει τις μουσικές εξελίξεις της ερχόμενης δεκαετίας.
Και τρία τραγούδια: