H.P. Lovecraft
Ποιοι και από πού μας ήρθαν; Το μουσικό τους στίγμα; Από ποιο άλμπουμ και ποια τραγούδια να ξεκινήσει κανείς; Του Δημήτρη Κοργιαλά
Οι H.P. Lovecraft αποτέλεσαν το μουσικό όχημα των George Edwards (folk τραγουδοποιού με εμπειρία ήδη από τα 1962) και Dave Michaels (κιμπορντίστα με κλασσικές σπουδές). Δραστηριοποιήθηκαν για περίπου τρία χρόνια και δεν έχουν καμμία σχέση με τους "διαδόχους" Lovecraft (το line up των οποίων περιλαμβάνει έναν μόνο κοινό κρίκο με τους πρώτους: τον ντράμερ Michael Tegza).
Κατάγονται από το Chicago και το όνομά τους το πήραν από τον Howard Phillips Lovecraft, τον σπουδαίο cult gothic συγγραφέα ιστοριών φαντασίας και τρόμου, που έζησε στις αρχές του 20ου αιώνα, του οποίου θαυμαστής ήταν ο manager George Badonsky. Τούτος ήταν που πρότεινε το όνομα στο group. Όμως και οι ίδιοι τίμησαν τον συγγραφέα σε κάποια κομμάτια τους, κάνοντας αναφορά σε ιστορίες του.
Αν οι H.P. Lovecraft είναι το κέντρο ενός κύκλου, τότε τι βρίσκεται στην περιφέρεια; Από τους δίσκους τους προκύπτει ότι ονόματα όπως αυτά των Fred Neil, Terry Callier, Brewer & Shipley και Dino Valente (ή Valenti) έχουν την τιμητική τους. Οι folk αναφορές είναι, λοιπόν, άφθονες και έχει ενδιαφέρον το πώς ενσωματώνονται στις προθέσεις τους, ώστε να σχηματιστεί μια psych-folk-jazzy μουσική βάση. Επάνω σε αυτή θα οικοδομήσουν την όποια απόκοσμη αίσθηση συναντάται στις ακραίες ψυχεδελικές στιγμές τους. Τα φωνητικά τους δημιουργούν ένα σπάνιο contrast: Ο μεν Edwards τραγουδάει χαμηλά, ο δε Michaels ψηλά - αλλά συναντώνται στο refrain.
Οι H.P. Lovecraft κυκλοφόρησαν δύο μόνον albums στη Philips. Ένα τρίτο (μια εκπληκτική live ηχογράφηση στο Fillmore West στα 1968) κυκλοφόρησε από τη Sundazed είκοσι δύο χρόνια μετά τη διάλυσή τους.
Στην πρώτη πλευρά του "H.P. Lovecraft" (Philips, 1967) ο ακροατής βρίσκει μια σειρά από εξαίσιες διασκευές και στη δεύτερη ένα μικρό μπουκέτο από originals. Νεύρο και οκνηρία, ψυχεδέλεια και jazz, folk και ηλεκτρισμός - όλα αυτά όχι απλά συνυπάρχουν, αλλά παρατηρείται μια αμοιβαία προθετικότητα, μια συμβατότητα μεταξύ τους. Υπάρχει η απόκοσμη ή μυστικιστική αίσθηση στις καθαρά ψυχεδελικές στιγμές τους, γίνονται αναφορές στον συγγραφέα Lovecraft και αναδεικνύονται οι folk και κλασσικές ρίζες τους (βλ. παρουσίαση του album παρακάτω).
Το "H. P. Lovecraft II" (Philips, 1968) είναι album μελωδικότατο και ακόμη πιο απόκοσμο. Στην πραγματικότητα είναι ένα από τα αριστουργηματικά trippy albums ολόκληρης της ψυχεδελικής περιόδου. Είναι αλήθεια ότι σημαντικότατη συμβολή έχει ο μηχανικός ήχου Chris Huston και είναι αλήθεια, επίσης, ότι το group στηρίζεται σε κάποια βασικά μοτίβα του πρώτου album όσον αφορά τη δομή του δεύτερου. Για παράδειγμα, υπάρχει κι εδώ η αναφορά στον συγγραφέα Lovecraft με το "At The Mountains of Madness", ή ακόμα βρίσκουμε το αντίστοιχο psych-jazzy trip με τον τίτλο "Mobius Trip". Ο πρώτος δίσκος του Terry Callier έχει εδώ την τιμητική του, αφού οι H.P. Lovecraft αποφασίζουν να ανοίξουν το δίσκο με δυο κομμάτια που βρίσκονται στο " The New Folk Sound...": Τα "Spin Spin Spin" και "It's About Time". Αμφότερα αποτελούν υλικό προς μελέτη, αλλά αν κατορθώσει να βγει αλώβητος ο ακροατής από τη μελωδική μέθη του πρώτου και εστιάσει στη δίλεπτη διακοπή του δεύτερου, τότε θα παρατηρήσει σε ποιο στάδιο κατανόησης της μουσικής βρίσκεται το group. Η folk μελαγχολία του "Blue Jack of Diamonds", η εξαιρετική διασκευή του "High Flying Bird" και η σχεδόν επτάλεπτη λυσεργική αποσύνθεση του "Electrollentando" προσδίδουν στο album το κύρος και το νόημά του. Ο Dave Michaels αναλαμβάνει να τραγουδήσει οπερατικά το "Keeper of the Keys" (του folk ντουέτου Brewer & Shipley) και, καθώς ο ίδιος δηλώνει, προβληματίζεται διαβάζοντας Καζαντζάκη (τον "Τελευταίο Πειρασμό"). Μια σειρά διαφωνιών τον κάνει να εγκαταλείψει και το ότι δεν βρέθηκε αντικαταστάτης του, οδηγώντας το group σε διάλυση, τούτο κάτι μπορεί να μας πει και για την ατομική συμβολή του, αλλά και για το υπό συγκεκριμένους όρους δομημένο μουσικό ύφος τους.
Αναντίρρητα, τo 1968 ήταν η κορύφωσή τους. Και η δυναμική τους αποτυπώθηκε σε ένα live: "Live-May 11, 1968" (Sundazed, 1991). Ο ακροατής έχει την ευκαιρία να ακούσει μια από τις καλύτερες ψυχεδελικές μπάντες της εποχής. Είναι μια acid rock εμπειρία που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο.
Στην ουσία οι H.P. Lovecraft μας έδωσαν τρία αριστουργήματα, το ένα καλύτερο από το άλλο. Και μάλιστα έχουμε ολοκληρωμένο υλικό τους (είτε studio, είτε live). Αν, λοιπόν, προσπαθούσαμε να τους αποδώσουμε ένα μουσικό στίγμα, τότε μάλλον θα επιμέναμε στο μυστηριώδες και υπαινικτικό του ήχου τους, κάτι που γίνεται φανερό στον live δίσκο τους και δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί ως τρόπος προσέγγισης και της studio δουλειάς τους.
Ένα album:
H.P. Lovecraft (Philips, 1967)
To album ξεκινάει με το folk standard "Wayfaring Stranger" σε μορφή μετρική και συνεχίζει με το "Let's Get Together" του Dino Valenti (εντελώς αλλαγμένο και με τα φωνητικά να ίπτανται πάνω από ρυθμούς ταχείς), με τη μεγάλη επιτυχία της Cilla Black "I've Been Wrong Before" (με την υπογραφή τoυ Randy Newman) σε μια τρίλεπτη ληθαργική ενδοσκόπηση, αλλά και με την acid εκδοχή του "The Drifter" (κομμάτι του Travis Edmonson που οι H. P. Lovecraft το άκουσαν προφανώς από άλλο ένα παιδί του Chicago, τον Terry Callier, ο οποίος κλείνει με αυτό το κομμάτι το ντεμπούτο album του: "The New Folk Sound Of Terry Callier"). Ο ακροατής θα μετρήσει, επίσης, τρία κομμάτια του Fred Neil: Τα "That's The Bag I'm In", "Country Boy" και "Bleecker & MacDougal" (τα δυο τελευταία σε μια acid σύζευξη υπό τον τίτλο "Country Boy & Bleeker Street"). Και αν εξαιρέσουμε το ακροτελεύτιο "Gloria Patria" (ένα γρηγοριανό εφύμνιο του μισού λεπτού, τραγουδισμένο a capella κατά τα ειωθότα), μας μένουν τρεις μόνον πρωτότυπες συνθέσεις: Το σε στυλ βαριετέ δίλεπτο "The Time Machine", το πανέμορφο psych-jazzy trip "That's How Much I Love You, Baby (More or Less)", μια από τις πιο λαμπρές breezy στιγμές του δίσκου, και το "The White Ship" (απευθείας αναφορά στην ομότιτλη ιστορία του συγγραφέα Howard P. Lovecraft), κομμάτι βασανιστικά αργό, στο οποίο παντρεύονται μοναδικά ο υποτυπώδης μιλιταριστικός ρυθμός και η απόκοσμη ατμόσφαιρα με τα ανατολίτικα περάσματα, τα κλασσικότροπα πλήκτρα και τις μπαρόκ διακοπές παιγμένες στο harpsichord. Στο "The White Ship" ο ακροατής ανακαλύπτει όλες τις μουσικές δυνατότητες των H. P. Lovecraft. Το ντεμπούτο album του group είναι οπωσδήποτε μέσα στα καλύτερα ψυχεδελικά της ιστορίας. Και επιλέχθηκε εδώ να παρουσιαστεί ως εισαγωγικό στον ήχο τους όχι διότι υστερεί, αλλά μόνο και μόνο διότι εμφανίζει πιο "στέρεα" (τουτέστιν: πιο κατανοητά) στοιχεία από το δεύτερο.
Και τρία τραγούδια: