THE BEST OF THE REST #6 (Artesia, Damien Jurado, Nerina Pallot, Easy Star All-Stars)
[4 δίσκοι για (σχεδόν) κάθε γούστο]
Aν στο άκουσμα της λέξης "γκοθού", σάς έρχεται συνειρμικά στο μυαλό η εικόνα μιας κοπέλας ντυμένης στα μαύρα και στα μοβ, με σκουλαρίκια στα φρύδια, να φοράει τόνους άσπρου make-up και να ανηφορήζει τα Εξάρχεια πηγαίνοντας προς το Dada, τότε οι Γαλλίδες Artesia έρχονται να μάς αλλάξουν γνώμη. Μέσα στο ντεμπούτο album του σχήματος "Hilvern" (Nove/Prikosnovenie), οι δύο κοπέλες παρουσιάζουν την πιο ρομαντική όψη του ήχου του Dead Can Dance, παραδίδοντάς μας δέκα κομμάτια ποτισμένα με μελαγχολία και μυστηριώδη αύρα ως το μεδούλι. Συνήθως, παρόμοια εγχειρήματα δεν απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν γραφικά, όμως οι Artesia αποφεύγουν αυτό το σκόπελο, χάρη στην καλαισθησία που διαπνέει το όλο εγχείρημα,τις πάντα κομψές και σαγηνευτικές φωνές τους, τη γνήσια θλίψη των μελωδιών τους και την προσοχή που έχει δοθεί στην ενορχήστρωση, με την παράσταση να κλέβουν τα έγχορδα, δίχως υπερβολές ή κανενός είδους ηχητικές ακρότητες. Αν οι Dead Can Dance ήθελαν ενίοτε να μας σκιάξουν, οι Artesia επιθυμούν να μάς χαλαρώσουν και να μάς βάλουν σε μια ονειρώδη διάθεση. Το "Hilvern" ακούγεται όπως θα έπρεπε να είναι οι solo δίσκοι της Lisa Gerrard (δηλαδή να μη σου αφήνουν την αίσθηση ότι ακούς το soundtrack του νέου Gladiator). Στα συν και οι στίχοι που είναι στα γαλλικά - όχι ότι ξεχωρίζουν οι λέξεις έτσι όπως τραγουδάνε οι κοπέλες, αλλά κρίνοντας από τίτλους όπως "Οι άνθρωποι δε θυμούνται πια το όνομά μου" ή "Προσευχή στο θνητό", είναι φανερό ότι το σχήμα κινείται μέσα στη γνώριμη νεορομαντική θεματολογία, δίνοντας έναν από τους συνεπέστερους για το είδος του φετινούς δίσκους. (7)
Όταν έχεις στο δυναμικό σου έναν καλλιτέχνη τεράστιου εκτοπίσματος σαν τον Jason Molina (Songs: Ohia), τότε είναι κάπως παράξενο να υπογράφεις και τον συμπαθέστατο, κατά τα άλλα, Damien Jurado: είναι, ας πούμε, σα να είσαι η εταιρεία της Kate Bush και να αποφασίζεις να πάρεις στο δυναμικό σου την Tori Amos. Bέβαια, ο Jurado δε μοιάζει με κανέναν ιδιαίτερα, αλλά από την άλλη, ούτε έχει και κάποια προσωπική ταυτότητα. Με πρότερη θητεία στην Sub Pop, ο Jurado είναι ένας απλά ικανός τραγουδοποιός που ανακυκλώνει τα ακούσματα της ημι-ακουστικής americana και της folk σκηνής, ακροβατώντας επικίνδυνα στη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του βαρετού και του απλά ενδιαφέροντος. Ο προηγούμενος δίσκος του για την Secretly Canadian "Where Shall You Take Me?" ήταν αναπάντεχα εμπνευσμένος και είχε αφήσει υποσχέσεις για μια απολαυστική συνέχεια, με το νέο αυτό album όμως "And Now That I'm In Your Shadow" (Secretly Canadian), ο Jurado επιστρέφει στα άνυδρα, ομιχλώδη σκηνικά προηγούμενων δίσκων του όπως οι "I Break Chairs" ή "Ghost Of David". Πρόκειται για έναν τίμιο μουσικό, με περιστασιακά καλές ιδέες, όμως η νέα αυτή σειρά τραγουδιών, όσο ευπρόσδεκτη κι αν είναι, μοιάζει απογυμνωμένη από κάποιο πραγματικό εσωτερικό πάθος. Κι όταν έχεις να αντιπαραθέσεις ένα album-ογκόλιθο σαν το πρόσφατο "Let Me Go Let Me Go Let Me Go" του προαναφερθέντα Jason Molina, τότε η σχετική αδυναμία του "And Now That I'm In Your Shadow" γίνεται ακόμα πιο φανερή. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος ο τίτλος του. (6)
Συμπαθής παρουσία είναι και η εκ Μεγάλης Βρετανίας ορμώμενη Nerina Pallot, η οποία μέσα στο δεύτερο δίσκο της "Fires" (14th Floor) δείχνει αποφασισμένη να το γλεντήσει σαν να είναι 1996. Υπήρχε μια εποχή (γνωστή και σαν η "μετά-Alanis περίοδος") που οι γυναίκες τραγουδοποιοί, και ειδικά αυτές που έπαιζαν ηλεκτρική κιθάρα και έδειχναν αρκούντως οργισμένες αλλά και ευαίσθητες την ίδια στιγμή (θυμάστε την Tracy Bonham; Tην Meredith Brooks; Όχι;! Μα γιατί άραγε;), απολάμβαναν μεγάλων πωλήσεων και προσοχής του μουσικού τύπου. Αυτήν ακριβώς την εποχή προσπαθεί να αναβιώσει η Pallot, και για να το καταφέρει χρηματοδότησε την ηχογράφηση αυτού του δίσκου βάζοντας σε υποθήκη το σπίτι της. Κάτι που σημαίνει (πέρα από το ότι παίζει να μείνει άστεγη στους επόμενους μήνες) ότι η ίδια πιστεύει ιδιαίτερα στα τραγούδια της, κι αυτό είναι υπερβολική αυτοπεποίθηση, δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συμβατικό AOR άκουσμα που δεν είναι άσχημο για 5-10 λεπτά (πχ το single "Everybody's Gone to War" έγινε δικαίως επιτυχία), αλλά η ακρόαση ολόκληρου album είναι δύσκολη υπόθεση. Στα καλύτερά της, η Pallot θυμίζει ενίοτε τη Natalie Merchant και την Tanya Donelly, αλλά στις περισσότερες στιγμές του "Fires" έχουμε μια μουσικό που προσπαθεί να γίνει η νέα Shivaree (φιλοδοξία κι αυτή!), ενώ δεν έχει και πρόβλημα να κλέψει και τη μελωδική γραμμή του "You Gotta Be" της Des'ree για να φτιάξει ένα catchy κομμάτι που, όπως και τα περισσότερα από όσα ακούμε στο "Fires", θα ήταν ό,τι πρέπει για να πλαισιώσουν σκηνές του "Στη Λεωφόρο του Melrose" ή για να γεμίσουν τις δισκοθήκες των ακροατών του James Blunt με έναν "rock" δίσκο. (5)
Είναι δύσκολο να αποφανθείς αν το "Radiodread" των Easy Star All-Stars (Easy Star) είναι ένα long play ανέκδοτο (και κακόγουστο κιόλας), ή κάτι που οι δημιουργοί του πήραν στα σοβαρά. Εδώ έχουμε ολόκληρο το "OK Computer" των Radiohead διασκευασμένο σε reggae, latin και dub, με δύο extra tracks (καλοσύνη τους) που λέγονται "Exit Music (For A Dub)" και "An Airbag Saved My Dub" (σακουλάκι για τον εμετό δε δίνεται μαζί με το cd, θα πρέπει να προμηθευτείτε μόνοι σας). Όπως καταλαβαίνετε, τού αλλάζουν κυριολεκτικά τα φώτα, αν και για να λέμε και την αλήθεια, υπάρχουν 2-3 εκτελέσεις που δεν είναι άσχημες: για παράδειγμα, το "Electioneering" δεν ακούγεται καθόλου κακό κάτω από ένα αλά Thievery Corporation πρίσμα, ενώ το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το "Exit Music (For A Film)" - αρκεί βέβαια να μπορέσει κανείς να ξεχάσει τα πρωτότυπα. Ως επί το πλείστον όμως, εδώ έχουμε τον παρά φύση και χωρίς σάλιο βιασμό του "OK Computer", με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την ιεροσυλία που έχει γίνει πάνω στο "Lucky", στο "The Tourist" και στο "Paranoid Android". Aν υπάρχει κάτι που γίνεται σαφές από το "Radiodread" είναι ότι μπορείς να πάρεις τα πάντα και να τα κάνεις να ακούγονται σαν ο,τιδήποτε. Όμως και τι αποδεικνύει αυτό; Τίποτα πέρα από το ότι μπορείς να δεις κάθε είδος μουσικής εντελώς μηχανιστικά, κάτι που εννοείται ότι δεν τιμά κανέναν μουσικό που το κάνει. Όσο για το χιούμορ, τι το διασκεδαστικό υπάρχει σε έναν τόσο βαθύ δίσκο που ισοπεδώθηκε έτσι ώστε να γίνει κατάλληλος να ακούγεται από κάποιο beach bar; Από την άλλη, το "Radiodread" δεν είναι ικανό ούτε καν να εκνευρίσει - με την ίδια λογική που ένας ανόητος δεν μπορεί παρά να συγχωρείται λόγω βλακείας. (2)