The Best of the Rest #9

Melvins, Nick Oliveri, Uzeda, J. Tex & The Volunteers



A senile(the) Melvins: (A) Senile Animal (Ipecac)
Μέντορες και γεννήτορες του grunge, του stoner και όποιου άλλου προσχήματος βρήκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες το hard rock για να επιστρέψει, οι Melvins παρέμειναν αμετάκλητα στο underground, κατάφεραν όμως να επιβιώσουν σε πείσμα όλων. Προσπάθησαν βέβαια κι οι ίδιοι για το αντίθετο, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, όπου αναλώθηκαν σε μέτριες δουλειές, ανούσια αναμασήματα και ανοίκειες συνεργασίες (εξαιρείται αυτή με τον Jello Biafra). Η επιστροφή όμως των Osborne και Crover στην κανονική δισκογραφία μετά από τέσσερα χρόνια (συμπληρωμένων εδώ με δύο νέα μέλη, καθώς προσθέτουν δεύτερο drummer - μαζί με την καθιερωμένη αλλαγή στο μπάσο), ισοπεδώνει αμέσως τις -δικαιολογημένες- επιφυλάξεις με την μετωπική επέλαση του 'Talking Horse', όπου βρίσκουμε τους πρωτοπόρους του sludge rock ορμητικούς κι ευκίνητους, φανερά ωφελημένους απ' την προωστική δύναμη των διπλών drums που αλληλοσυμπληρώνονται, δημιουργώντας συμπαγές αλλά ευέλικτο rhythm section. Γρήγορο, σκληρό και βρώμικο punk-metal ('Rat Faced Granny', 'The Hawk', 'You've Never Been Right'), straight και σχεδόν χορευτικό r'n'r ('A History Of Drunks') και πολύπλοκοι ρυθμοί ('Blood Witch'), με τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Osborne που μοιάζουν να έρχονται από κάποιο λυσεργικό παράδεισο, συνεχόμενες ομοβροντίες, καθώς οι Melvins αποκολλούνται με ορμή απ' τον γνώριμο, αργοκίνητο σαν παχύρρευστη μολάσσα, ήχο τους, ακόμη κι όταν επιστρέφουν στις μέρες του Houdini ('A History Of Bad Men', 'Mechanical Bride') ή την ατμοσφαιρική ψυχεδέλεια ('A Vast Filthy Prison'), ευχάριστη συνολικά έκπληξη απ' τους γερόλυκους που εμφανίζονται εδώ ξανανιωμένοι (παρά τον αυτοσαρκαστικό τίτλο) όταν οι ακολουθητές τους ακούγονται πλέον ξεπερασμένοι, επάνω στην ώρα για να διδάξουν και την γενιά των '00's, όπως τις προηγούμενες. (7)



Nick OliveriNick Oliveri And The Mondo Generator: DEAD PLANET: Sonic Slow Motion Trails
(Mother Tongue)
Με μακρύ αναστεναγμό παρομοιάζει ο Nick Oliveri την δημιουργία του Dead Planet κι είναι αλήθεια πως, αν πριν δύο χρόνια η ζωή μιμήθηκε την τέχνη με την σκληρή εκδίωξή του απ' τους QOTSA, που μας θύμισε νεοελληνικά κινηματογραφικά δράματα, η πρώτη αυτή δουλειά του από τότε μας φέρνει στην κάθαρση. Κεντρικό θέμα λοιπόν η αντεπίθεση και άξονας το 'Lie Detector' με τον εύγλωττο τίτλο, όπου ο Nick ξεσπά την οργή του για όσα του καταλόγισε ο -πρώην- φίλος του Josh Homme. Θυμός που ελάχιστα καταφέρνει να κρύψει το παράπονο, αλλά και την επιθυμία του Oliveri να επιστρέψει, βρίσκει όμως πρόσφορο όχημα στο -γνώριμο απ' τις συνεισφορές στο ρεπερτόριο των Queens- ορμητικό punk-metal ('Basket Case', 'All The Way Down', 'Mental Hell' -η αναπόφευκτη μάλλον διασκευή Ramones), που κοιτά προς τον Henry Rollins και φυσικά τους πρόσφατους φίλους του Dwarves, η δύναμη πρόσκρουσης του Dead Planet θα ήταν όμως αισθητά μεγαλύτερη αν έλειπαν μερικά σχεδόν πανομοιότυπα τραγούδια, μαζί τους κι η άσκοπη ανάσυρση του 'So High' απ' την προηγούμενη δουλειά του. Οπωσδήποτε, υπάρχουν εδώ (στο ομώνυμο ή το 'Lie Detector') αυτά ακριβώς που έλειψαν στους δυσαρεστημένους απ' την τελευταία δουλειά των Queens, το 'Take Me Away' μοιάζει ν' ανήκει σε κάποιο Desert Sessions, ενώ το θαυμάσιο 'Paper Thin' θα 'πρεπε μάλλον να βρίσκεται στην θέση του 'Another Love Song'. Αυτό που τελικά λείπει εδώ είναι το "έτερον ήμισυ", ο Homme δηλαδή, αποδεικνύοντας ότι τελικά χρειαζόταν ο ένας τον άλλο. Το παραδέχεται άλλωστε κι ο ίδιος: "με τον Josh όλα θα ήταν καλύτερα". (7)



StellaUzeda: Stella (Touch And Go)
Αναβαπτισμένοι όπως η αυτεπώνυμη Stella, την ψυχοσωματική οδύσσεια της οποίας ακολουθούμε εδώ, θέλουν να εμφανίζονται οι θορυβώδεις αυτοί γείτονές μας μετά την οκτάχρονη απουσία τους, παραμένουν όμως πνευματικά παιδιά των Shellac και του Albini, όπου και μαθήτευσαν -μαζί με τους καλύτερους του noise και math indie- μέχρι το '98, οπότε και είχαν σιγήσει. Με τον καλό δόκτορα και πάλι στην κονσόλα, οι τέσσερις σικελοί κομίζουν εδώ αρκετά για όσους νοσταλγούν τους Shellac (ανάμεσά τους κι εμείς), τις γωνιώδεις δηλαδή κι αιχμηρές διαδρομές της κιθάρας και το μυώδες όσο κι ευρύχωρο rhythm section, η αντίστιξη όμως της ατονικής παρουσίας της Giovanna Cacciola στο μικρόφωνο κάνει να λείπουν ακόμη περισσότερο τα επιθετικά ξεσπάσματα του Albini. Στην θέση τους, οι ευμετάβλητες διαθέσεις της μεσογειακής frontwoman που ακούγεται σαν την no-wave εκδοχή της Cat Power, κατευθύνουν τον θόρυβο των υπολοίπων που την ακολουθούν σαν κύμα που φουσκώνει ή κατεβαίνει αλλά ποτέ δεν ξεσπά. Υπάρχουν φορές που η Cacciola μοιάζει να βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο απ' το υπόλοιπο group, όταν όμως ο συνδυασμός λειτουργεί ('From The Book Of Skies', 'Camillo' και βέβαια 'Gold'), τότε δηλαδή που οι Uzeda ξεχνούν την αυτοσυγκράτηση και αφήνονται στην ορμή τους, μοιάζουν με το αντίδοτο που ζητούμε ανάμεσα στον σωρό προβλέψιμου και ακίνδυνου r'n'r που μας σκεπάζει (οι συνειρμοί δικοί σας). Οι στιγμές αυτές είναι όμως λίγες, συγκεντρωμένες -ευτυχώς- προς το τέλος, όταν το Stella, παρά την μικρή διάρκειά του, αρχίζει να κουράζει. (6,5)



J TexJ. Tex & The Volunteers: Lost Between Clouds Of Tumbleweed & Space (Heptown)
Το αψεγάδιαστο country, folk και bluegrass μίγμα που παρουσιάζει στην πρώτη του αυτή εμφάνιση, μαρτυρά πως ο J.Tex ζυμώθηκε με την παράδοση των παππούδων του από πολύ μικρή ηλικία, παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών στο αποστακτήριο του Jack Daniels στο Tennessee, ακούγοντας τις ιστορίες των φορτηγατζήδων στα gas stations του highway ή σηκώνοντας σκόνη με το 4x4 στους επαρχιακούς δρόμους της Alabama με τις rednecks παρέες του. Η προσεκτικότερη ανάγνωση όμως αποκαλύπτει πως ο Jens Einer Sorensen (όπως τον γνωρίζει η μητέρα του) έρχεται από την ειδυλλιακή Δανία κι η γέννησή του στο Detroit σημαδεύει την αρχή, αλλά και το τέλος, της σχέσης του με την άλλη ήπειρο. Fake παραδοσιάρχης λοιπόν, πιστός περισσότερο μάλλον στην παράδοση των σκανδιναβικών tribute bands, διαβασμένος όμως πολύ καλά καθώς καταφέρνει να συμπεριλάβει και ν' αναπαράγει με ακρίβεια (και προσποιητό συναίσθημα) όλα τα διαχρονικά στερεότυπα με υπερβάλλοντα ζήλο που τον οδηγεί φυσιολογικά στην επαναλαμβανόμενη και συχνά κουραστική κοινοτοπία. Το επιτηδευμένο -σαν να μασά καπνό- southern accent του J.Tex τοποθετεί πρώτο τον Hank Williams III στην απίθανη αυτή παρέλαση επιρροών, απ' τον Johnny Cash και τον Dylan μέχρι ακόμη και τον JJ Cale, σε τραγούδια που θα χρησίμευαν πράγματι για την μουσική επένδυση γραφικών ενασχολήσεων όπως οι προαναφερόμενες κι όπου ξεχωρίζουν μόνο οι πιο κοντινές αναφορές στους Calexico ('White Paper Plane', 'Nine Pound Hammer'), μαζί με κάποιες προσθήκες ινδιάνικων ψαλμών ('Deep Valley') ή διακριτικών hip-hop ρυθμών ('Me And Bobby McGee', 'Going Back To Memphis') σε κλασσικές country μπαλάντες. Περισσότερο από μια χιλιετία αργότερα λοιπόν, οι απόγονοι των Vikings εξακολουθούν να επιστρέφουν στην αμερική, και ο Leif Ericson θα αισθανόταν οπωσδήποτε υπερήφανος. (4)