Laghonia
Ένα από τα φαινόμενα που εδώ και κάμποσο καιρό με εκνευρίζει είναι η τάση διαχωρισμού των μουσικών κυκλοφοριών σε παλιές και καινούριες. Σαφώς και είναι απαραίτητος κάποιου είδους χρονικός προσδιορισμός, για λόγους τόσο αρχειακούς όσο και απλής συνεννόησης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργούνται ρεύματα δογματισμού και απαξιώσεων. Επίσης, σαφώς και υπήρξαν τόσο περίοδοι αναβρασμού όσο και περίοδοι στασιμότητας, θεωρώ όμως ότι δεν υπήρξε χρονική στιγμή που να χαρακτηρίστηκε από την ολική απουσία ενδιαφερόντων δειγμάτων γραφής καλής μουσικής.
Πού θέλω λοιπόν να καταλήξω; Σε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το απλό συμπέρασμα ότι ένας καλός δίσκος, ανεξάρτητα από τη χρονολογία έμπνευσης ή έκδοσής του, μπορεί κάλλιστα να τέρψει τον εκάστοτε ακροατή και να προσφέρει έντονες συγκινήσεις.
Και επειδή δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πληροφορηθεί κάποιος σχετικά με τις καινούριες δουλειές π.χ. των Arcade Fire ή των TV On The Radio, θα προσπαθήσω ανά διαστήματα να παρουσιάζω την άποψή μου για κάποια παλαιότερα, όχι τόσο ευρέως γνωστά, άλμπουμ, προερχόμενα κυρίως από τις δεκαετίες του `60 και του `70 και την ευρύτερη σκηνή που χαρακτηρίζεται ως ψυχεδελική, χωρίς βέβαια οι προαναφερθείσες χρονολογίες ή το προαναφερθέν ύφος να είναι αυστηρά περιοριστικά. Για αρχή επιλεχθεί, το δεύτερο άλμπουμ μίας μπάντας που δεν προέρχεται ούτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε από τη Γηραιά Αλβιόνα όπως θα ήταν αναμενόμενο...
Laghonia - Etcetera (Mag Records LPN2412/ Δεκέμβριος 1971)
Διαβάζοντας την κριτική του Ivan Melgar-Morey για το άλμπουμ των συμπατριωτών του, Περουβιανών, Laghonia, που είναι πανταχού παρούσα σε σχεδόν οποιαδήποτε σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο, με χαμόγελο διαπιστώνεις πως υπάρχει αναφορά σε δύο ζητήματα που δεν φαντάζουν καθόλου ξένα στην ελληνική πραγματικότητα, ιστορική ή τρέχουσα.
Αρχικά θίγεται το θέμα της δυσκολίας, κατά την αρχή της δεκαετίας του `70, να καταφέρει κάποιος στο Περού να ηχογραφήσει ένα ροκ δίσκο εξαιτίας του "κομμουνιστικού, μιλιταριστικού, δικτατορικού" καθεστώτος όπως αναφέρεται. Ο λόγος: η ταύτιση του ροκ με τον ιμπεριαλισμό. Νομίζω στην ημεδαπή, από όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είτε της στρατιωτικής χούντας, είτε της "αμερικάνικο=κακό" αριστεράς, το ροκ δεν αντιμετώπισε λιγότερα προβλήματα. Συνεπώς, ένα το κρατούμενο.
Κατά δεύτερο λόγο, ο κειμενογράφος εστιάζει στο αιώνιο πρόβλημα της προφοράς, που απ' ό,τι φαίνεται απασχολεί όλες τις χώρες των οποίων μητρική γλώσσα δεν είναι η αγγλική. Δύο τα κρατούμενα.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα δύο αυτά ζητήματα, εικάζουμε ότι ξεπέρασαν τον πρώτο σκόπελο με τη δυνατή θέλησή τους (αν μη τι άλλο φαντάζει ιδανική εκδοχή) και το δεύτερο δια του γεγονότος ότι ο ένας εκ των δύο τραγουδιστών τους καταγόταν από τις ΗΠΑ. Ο δε άλλος μάλλον τα κατάφερνε από μόνος του καλά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι Laghonia ηχογράφησαν έναν ψυχεδελικό, psych-progressive δίσκο που προκάλεσε και προκαλεί αίσθηση στους φίλους (και όχι μόνο) του είδους. Ελπίζω η αναφορά στην ορολογία progressive να μην αποθάρρυνε κάποιους. Ευτυχώς, progressive δεν είναι μόνο οι Rush και οι Yes.
Το άλμπουμ σε βάζει στον κόσμο του αφήνοντας το όργανο να δημιουργήσει ατμόσφαιρα ώσπου να εκτοξευτεί το βασικό ριφ του "Someday", το οποίο αποδεικνύεται αρκούντως ευδιάθετο και ορεξάτο, όπως οφείλει κάθε καλωσόρισμα να είναι. Στο "Mary Ann" που έπεται, έρχεσαι αντιμέτωπος με το παίξιμο της κιθάρας που πολλές δεκαετίες αργότερα θα χαρακτήριζε άπειρες post rock συγχορδίες. Τα ονειρικά φωνητικά, όμως, προδίδουν την εποχή του και τα γκρουβάτα κρουστά, κάπου στα μέσα του κομματιού, τη λατίνικη καταγωγή της μπάντας.
Ακολουθεί το κατ' εμέ αδιαμφισβήτητο highlight "I'm A Nigger", με το σχεδόν χορευτικό διάλογο κιθάρας - μπάσου, το όργανο μπαλαντέρ και την κορύφωση με το "Alvin Lee-ικό" σόλο. Για την απαραίτητη προσεδάφιση φροντίζει το γάργαρο "Everybody On Monday", ενώ είμαι σίγουρος πως την κελαριστή, γεμάτη αντήχηση εισαγωγή του "Lonely People" θα τη ζήλευε πολύ ο Steven Wilson (Porcupine Tree), αν δεν την έχει πάρει ήδη χαμπάρι. Ο δε συγκοπτόμενος ρυθμός του κομματιού θα έστελνε πολλά χορευτικά μαστόρια για βρούβες. Φανταστείτε τώρα και κλείσιμο με χαρντροκάδικο σόλο και τα συμπεράσματα δικά σας.
Το "Speed Fever" βάλλεται να μας αποδείξει ότι τα παιδιά κάτι ψιλά σκαμπάζουν κι από jazz και το "Oh! Tell Me Julie", ως μάλλον ο πιο αδύναμος κρίκος, αναλώνεται σε παιχνιδιάρικα τερτίπια. Τέλος, το τριπαριστό "It's A Marvelous " δείχνει ζαλισμένα την έξοδο. Αρκεί να μη χαθεί κανείς στο δρόμο για το σπίτι.
Στη cd επανέκδοση μπορεί κάποιος να βρει και το single World Full of Nuts/ We All (Mag Records 3255), με το πρώτο κομμάτι να είναι (όνομα και πράγμα) σκληρό καρύδι, παραθέτοντας την πιο psych πλευρά των Laghonia. To δε δεύτερο αφήνει την κιθάρα να πρωταγωνιστήσει, αλλά το κείμενο δεν είναι αυτό που θα οδηγούσε τον πρωταγωνιστή στην αποκορύφωση.
Εν γένει και εν τέλει, η αρχική έκδοση των 8 κομματιών είναι υπεραρκετή μιας και τα δύο προαναφερθέντα επιπλέον κομμάτια δεν έγινε και τίποτα να μην τ' ακούσετε, αλλά η ακρόαση του άλμπουμ είναι σίγουρα κάτι παραπάνω από απολαυστική. Εξάλλου, όπως σε αρκετά δείγματα της περιόδου, αυτό που είναι άκρως συναρπαστικό, είναι η μη επιτηδευμένη έλλειψη ομοιογένειας, όχι μέσα στο ίδιο άλμπουμ αλλά συχνά και στο ίδιο κομμάτι. Δεν είναι κι εύκολο πράγμα να μην εκτεθείς όταν κουβαλάς δύο και τρία, μην πω και τέσσερα καρπούζια στην ίδια μασχάλη. Θέλει μπόλικη μαεστρία.
ΥΓ. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει και το υπέροχο εξώφυλλο που δένει αρμονικά με τον εξίσου πολύχρωμο ηχητικό κόσμο του "Etcetera".
Saul Cornejo - κιθάρα, φωνή
Manuel Cornejo - ντραμς, κρουστά
Eddy Zarauz - μπάσο
Alberto Miller - συν-συνθέτης
Alex Abad - κρουστά
Dave Levene - κιθάρα
Carlos Salom - hammond B2, πιάνο