Good Night and Good Riddance
Ο David Cavanagh έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο για το φαινόμενο John Peel. Του Γιώργου Λεβέντη
How thirty-five years of John Peel helped to shape modern life
Στην όποια διαδρομή ακολουθεί ο οποιοσδήποτε ασχολείται με τη μουσική θεωρώντας την κάτι παραπάνω από χόμπι πιθανότατα θα ακούσει από πολλά έως τα πάντα. Σπάνια όμως θα ακούσει φράσεις όπως "το έχει υποστηρίξει εξάλλου ο Peel", "χωρίς τον Peel δεν θα..", "είναι κάτι στο οποίο διαφωνούσα πάντοτε με τον Peel" κ.ο.κ. Ο επιδραστικότερος Ευρωπαίος DJ και ένας από τους βασικούς πυλώνες του μεταπολεμικού pop consensus όχι μόνο δεν υπάρχει ως "φάντασμα" πάνω από την ευρύτερη κουλτούρα που δημιούργησε, αλλά έχει δώσει στον χαρακτήρα της επιρροής του πάνω της έναν γοητευτικά υπόγειο χαρακτήρα. Αν δεν ανήκεις σε αυτούς που ζουν στη χώρα του και δεν τον έχεις ακούσει να παίζει τον δίσκο που αλλάζει τη ζωή σου, o John Peel υπάρχει κυρίως μέσα από τον κόσμο που διαμόρφωσε. Αισθάνεσαι πως δύο ειδών βιβλία θα μπορούσαν πραγματικά να αποδώσουν την αλήθεια για τη σχέση του με τα ακούσματά σου. Κάποιο που θα μιλούσε για το περιβάλλον που δημιούργησε ο Peel χωρίς να αναφέρει πολλά πολλά για το έργο του καθαυτό ή κάποιο πιο εγκυκλοπαιδικό που θα καταπιανόταν πιο πραγματολογικά με το έργο αυτό. Σε κάποιον τέλειο κόσμο θα μπορούσαμε να έχουμε και τα δύο.
Ο κόσμος δεν είναι τέλειος, αλλά διαθέτει τον David Cavanagh, συγγραφέα του εντυπωσιακού αυτού βιβλίου. Όταν μαθεύτηκε πως ο Cavanagh θα αναλάμβανε τη συγγραφή του παρόντος έργου ένιωσα βέβαιος πως δε θα παρέδιδε τίποτε λιγότερο από το καλύτερο μουσικό βιβλίο της χρονιάς. Ο συγγραφέας (Μοjo, Select, Q, Uncut, Sounds για όσους παλιότερους εμού το προλάβατε) είναι ένας από τους αξιολογότερους μουσικογραφιάδες στην ιστορία του βρετανικού Τύπου, ικανός για ψύχραιμα, αλλά ζεστά και έξυπνα κείμενα που εκτός από τον καλύτερο feature writer που εγώ διάβασα ποτέ, τον έκαναν και τον συγγραφέα ενός από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για την βρετανική ανεξάρτητη μουσική, αυτού με την ιστορία της Creation. Εδώ μας διηγείται τη διαδρομή του Peel στο βρετανικό ραδιόφωνο μέσα από περίπου 270 εκπομπές του και μας αφήνει να συνειδητοποιήσουμε την καθολική επιρροή του στη βρετανική κουλτούρα και στα όσα η μουσική τής προσέδωσε. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για κάτι συγκλονιστικά βαρετό, αλλά το ταλέντο του συγγραφέα φροντίζει να μετατρέψει κάτι που θεωρητικά ακούγεται σαν ακαδημαϊκή εργασία σε απαραίτητο - ίσως και απόλυτο - οδηγό της ψυχογεωγραφικής σύνδεσης μιας σπουδαίας προσωπικότητας με την υπέροχα αντιφατική συνείδηση ενός σημαντικού Νησιού. Η ιδέα για το βιβλίο όπως μας εξηγεί ο Cavanagh τού ήρθε παρακολουθώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 όταν βλέποντας τη μουσική που την ντύνει να περνάει μπροστά από τα μάτια και τα αυτιά του πλανήτη διαπίστωσε για μια ακόμη φορά πως ζούμε σε έναν κόσμο που δημιούργησε ο Peel. Αν η συνισταμένη της συλλογικής βρετανικής μνήμης στην τελετή αυτή δεν παρουσιάστηκε υπερβολική ή άδικη, αν η ικανότητα μιας χώρας να παρουσιάσει τον γνωστό μουσικό της εαυτό ειδυλλιακά χωρίς να προκαλέσει ερωτήσεις αποδείχτηκε εντυπωσιακή , αυτό δεν οφείλεται απλά σε πολλούς σαν τον Peel, αλλά σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο. Όποιος το είχε ξεχάσει θα το θυμηθεί διαβάζοντας το βιβλίο.
Ο απόλυτος tastemaker τριών γενιών τι μουσικά γούστα είχε τελικά; Ό,τι έχει μπροστά τη λέξη ''hardcore'' είναι μια εύκολη απάντηση, αλλά στη διάρκεια της τρανταπεντάχρονης πορείας του βλέπουμε να ξετυλίγεται όλη η διαδρομή του. Από το prog και το punk ως την αγαπημένη του reggae o Peel δεν ήταν απλά ο άνθρωπος που έδωσε νέο περιεχόμενο στην έννοια του εκλεκτικισμού, αλλά αυτός που τη χρησιμοποίησε για να αλλάξει τα πράγματα στην pop κουλτούρα από μέσα - μία από τις περιπτώσεις που η φράση έχει νόημα. Το γιατί το κατάφερε δεν εξηγείται επιστημονικά ή μουσικολογικά, απλά συνέβη. Η ερώτηση τελικά δεν ήταν ποτέ ποια μουσική αγαπούσε ο Peel, αλλά τι είδε στη μουσική και αυτό που είδε ήταν η δυνατότητα όχι να αλλάξει ή να χειραγωγήσει τον ακροατή, αλλά να επανεπινοήσει τη σχέση του με την πρόοδο. Η απάντηση στο ερώτημα "ποια μουσική συγκινούσε τον Peel", είναι "αυτή που σπρώχνει τα πράγματα από τα αριστερά προς τα μπροστά".
Δεν είναι σωστή όπως θα καταλάβουμε η εντύπωση που τον θέλει ακραίο ελιτιστή ή συνειδητά ιδιότροπο. Και αυτό όχι μόνο γιατί πέρασε αρκετό καιρό ασχολούμενος με το prog ή άλλα αμφιλεγόμενα είδη, αλλά γιατί τα charts ποτέ δεν υπήρξαν οδηγός του ούτε αρνητικά ούτε θετικά. Ήταν ο πρώτος που μίλησε για το Tubular Bells και δε σταμάτησε πολλές φορές να ασχολείται με τα αγαπημένα του πράγματα ακόμη και όταν είχαν γίνει κτήμα των πάντων. Θα ήταν υπερβολικό βέβαια να υποστηρίξουμε πως ό,τι συνέβη στον pop κόσμο οφείλεται στον Peel, αλλά οι διαδρομές των ακουσμάτων μέσα από τις εκπομπές του πολλές φορές στοιχειοθετούν μια πραγματικά σοκαριστική επιρροή. Σε κάποια φάση ο Cavanagh παρουσιάζει την αλυσίδα με την επιρροή των Roxy Music που πρώτος ο Peel παρουσίασε και μένεις με ανοιχτό το στόμα σκεπτόμενος πως ακόμη και αν δεν μιλάμε για μαθηματικά, οι μπάντες που κάτι έμαθαν από κάτι που αυτός παρουσίασε, γεμίζουν άνετα ένα ξεχωριστό βιβλίο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις το αόρατο χέρι του δεν είναι τόσο αόρατο, όπως στην περίπτωση του Σέφιλντ το οποίο όντως το "έκανε να συμβεί" ο ίδιος. Βέβαια ο εκλεκτικισμός του είχε και τα προφανή του όρια. Σε κάποια από τις εκπομπές του ειρωνεύεται τον Τόνι Μπλερ που έχει εκφραστεί με θετικά λόγια για το Appetite For Destruction και από τη μία σκέφτεσαι πόσο κρίμα είναι που ο Peel δε θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ αυτόν τον δίσκο, από την άλλη καταλαβαίνεις πόσα κέρδισε η μουσική ακριβώς επειδή δε θα μπορούσε ποτέ να τον καταλάβει. Ο Peel δεν ήταν ούτε ελιτιστής ούτε αντιελιτιστής, ήταν αυτός που ήταν και το ότι η μουσική κέρδισε από αυτό δεν εξηγείται σε συνέδρια, αλλά συνάγεται από το αποτέλεσμα.
Ο Cavanagh όπως προαναφέρθηκε έχει το ταλέντο να μεταφέρει τις ιστορίες όχι ως fanboy (που δεν είναι), αλλά ως λεπτολόγος και καταρτισμένος παρατηρητής. Δε φοβάται να γίνει κριτικός όταν χρειάζεται και αφήνει τη διαδρομή του Peel ανοιχτή για να αναπνεύσει την κρίση της Ιστορίας και μαζί τη δική μας. Ένα βασικό θέμα που αναδεικνύεται στην περίπτωση του Peel (και στην περίπτωση του Peel μάλλον, αφού μιλάμε για διαχρονικό κόλλημα της βρετανικής μουσικολογίας) είναι η συλλογική ενοχή του Νησιού όταν η σχέση της "βαθιάς Αγγλίας" με τις κιθάρες θεωρείται πως υπονομεύει τη σχέση της με πιο προοδευτικά είδη. Περισσότερες της μιας φοράς θα δούμε ότι ο Peel τα βάζει με τους ακροατές του όταν στους διάφορους απολογισμούς αγνοούν τη μαύρη μουσική και κάθε φορά ο συγγραφέας θυμίζει πως ο παραγωγός δεν ήταν πάντα αθώος για αυτό. Όπως θυμόμαστε μάλιστα καθόλη τη διάρκεια του βιβλίου, ο Peel δεν είπε κυριολεκτικά ποτέ όχι στο σκωτζέζικο indie το οποίο ως γνωστόν είναι όπως η γραβιέρα, ιδανικό για να θυμάσαι τις πρωταρχικές χαρές της ζωής, αλλά σε μεγάλες ποσότητες σε στέλνει στους γιατρούς. Ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να παίξει διαδοχικά sludge metal, Latin House, βελγικό folk και δε συμμαζεύεται ήταν ο ίδιος άνθρωπος που δεν άφησε τις αντιφάσεις του έξω από την πόρτα, αλλά τις έκανε μέρος της διάδρασης.
Ο αποστασιοποιημένος τόνος και η πραγματολογική οπτική του βιβλίου μάς αφήνουν να εντοπίσουμε τις καμπές του Peel και να αναζητήσουμε τα file under. Ένα από τα μεγαλύτερα βρίσκεται στις αρχές της δεκαετίας του 80 και τη σχέση του Peel με την μπερδεμένη φάση που ορίζει αφενός το new wave αφετέρου η ασυνέπεια των καλύτερων του post-punk. Είναι η στιγμή που πυκνώνει η ιδεολογική φόρτιση του διαμορφωτή της κοινής γνώμης και γίνεται πιο αγχώδης η θέλησή της να συναντήσει το κοινό στην ίδια καμπή. Είναι για κάποια περίοδο ο φανατικότερος υποστηρικτής των Motors και αυτός που θα τους παρατήσει μόλις βγει το "Airport" - oρίστε τελικά σε ποιον δεν άρεσε το διαμάντι αυτό. Όταν τον ρωτούν ποιες είναι οι προβλέψεις του για τα 80s θα απαντήσει πως εύχεται και περιμένει να δει όχι σταρ πρώτου μεγέθους, αλλά τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Την ίδια εβδομάδα έχει παίξει στις εκπομπές του U2, Simple Minds, Adam and the Ants. Από την άλλη, ο Peel είναι πάντα ο Peel, κυνηγάει το ακραίο και περιμένει από αυτό το καλύτερο. Σε κάποια φάση θα αρχίσει να παίζει ρουμάνικη folk πριν καν αναρωτηθεί αν υπάρχει ρουμάνικη pop. Ομοίως, μένει σε εμάς να διαπιστώσουμε πως όπως σε κάθε πραγματικά προοδευτικό φαινόμενο έτσι και στο "φαινόμενο Peel" χώρεσε μια κάποια σαβούρα. Για κάθε μπάντα που έμαθε ο Peel στον κόσμο και αυτός έγινε ομορφότερος και για κάθε μπάντα που ο κόσμος δεν έμαθε ποτέ και έμεινε το όμορφο μυστικό "μας", υπάρχει και μια μπάντα που δεν έμαθε ο κόσμος και ευτυχώς για αυτόν. Ο κάθε αναγνώστης θα αναγνωρίσει τη γενιά του - Ηellacopters, Urusei Yatsura και λοιποί, έχουμε συγχωρήσει, αλλά δεν έχουμε ξεχάσει.
Ο Peel επίσης, και αυτό το ξεχνάμε, μπορεί για εμάς να υπήρξε μια εξωτική φιγούρα και μάλιστα χωρίς πρωτογενή βιωματική σύνδεση αφού δεν έγραψε ποτέ (ή δεν έγραψε ποτέ επιδραστικά), αλλά για τους Βρετανούς ήταν πρώτα από όλα ένας ραδιοφωνατζής. Ένας ραδιοφωνατζής που αν και ποτέ δεν κατάφερε να οπτικοποιήσει τον ακροατή του, αν και έκανε φρικτά τεχνικά λάθη και πολλές φορές δεν ήξερε καν να ονοματοδοτήσει τα είδη που καθιέρωνε, κατόρθωσε να μείνει εμβληματικός, ικανός και αυτό που λέμε relevant. H πορεία του ταυτίζεται με αυτή του ΒΒC και είναι ενδιαφέρον το πώς ο misfit που έφερε την ψυχολογία του αουτσάιντερ θα φτάσει να ενσαρκώνει την καλύτερη πλευρά της εικόνας του θρυλικού μέσου. Η διαδρομή του ραδιοφωνικού παραγωγού Peel είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του βιβλίου. Αν σκεφτείς πως ο Peel μεγαλούργησε σε μία χώρα στην οποία ο γραπτός Τύπος έχει τον κύριο λόγο και πως κατά μια περίεργη ειρωνεία οι ΗΠΑ στις οποίες το ραδιόφωνο έλυνε και έδενε δεν ανέδειξαν ποτέ έναν Peel, καταλαβαίνεις πως κάποια brand τελικά δεν είναι τυχαία. Ο Peel ήταν BBC και δε θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από BBC.
Μιλάμε για ένα καταπληκτικό βιβλίο, για το οποίο πρέπει ξανά να προειδοποιήσω πως δεν αποκαλύπτει κρυφές λογοτεχνικές αρετές και δεν αντιμετωπίζει το αντικείμενο της έρευνάς του με εντυπωσιακούς επιθετικούς προσδιορισμούς. Για να μην αιφνιδιαστεί κανείς, είναι ένα βιβλίο στο οποίο ονόματα και αναφορές περνούν γρήγορα από μπροστά σου και πρέπει να έχεις ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για το περιβάλλον της βρετανικής μουσικής για να μην κουραστείς. Αλλά σε αυτό μοιάζει με τον Peel, είναι δηλαδή ένα βιβλίο για όσους δεν είναι περαστικοί από τη μουσική αφήνοντας ταυτοχρόνως την πόρτα ανοιχτή σε όλους. Θα χαμογελάσεις βλέποντας τις μπάντες να μπαίνουν στα συμφραζόμενα της εποχής και διαβάζοντας ανεκδοτολογικά περιστατικά. Σε μια εκπομπή του 1979 ο Peel αντιμετωπίζει τεχνικά προβλήματα όταν προσπαθεί να παίξει το ΕP που του έχει στείλει ένα γκρουπάκι. "Αν με ακούει κάποιος από τους U2, δεν μπορώ να παίξω τα τραγούδια σας" ενημερώνει. Θα αναρωτηθείς για τις απροσδιόριστες διαδρομές που ακολουθεί η μουσική - αρκετά από τα πιο αγαπημένα του γκρουπ θα βγάλουν κάποια στιγμή δίσκο με soul επιρροές. Θα θαυμάσεις το πώς κατάφερε να μείνει μακριά από προσωπικές σχέσεις με τους περισσότερους αγαπημένους του μουσικούς (η εμπειρία της σχέσης του με τον Bolan αποδείχτηκε διδακτική). Όταν βρέθηκε να παρουσιάζει την εκπομπή του Glasto στο BBC2 τα μισά από τα γκρουπ που έπαιζαν είχαν κάποια σχέση μαζί του. Ταυτόχρονα πολλά από αυτά παρέκαμπταν τις εκπομπές του όταν γίνονταν αρκετά μεγάλα και ο ίδιος αγόραζε τα cd που ντρεπόταν να ζητήσει από τις εταιρείες όταν τα έστελναν σε άλλες εκπομπές. Ακροατές που ανακάλυψαν τη μουσική μέσα από τις εκπομπές του όπως ο Julian Cope, έγιναν πνευματικά του παιδιά. Είναι τρομακτικό, αλλά όντως ζούμε σε έναν pop κόσμο που σε μεγάλο βαθμό δημιούργησε ο Peel. Ότι αυτό μπορεί να αποτυπωθεί σε ένα βιβλίο χωρίς το όνομά του να πέφτει σαν μπαμπούλας από πάνω μας είναι ένα αδιανόητου μεγέθους κοπλιμέντο στην αξία του Peel, το ταλέντο του Cavanagh και την κουλτούρα της υπέροχης χώρας τον δημόσιο λόγο της οποίας αμφότεροι υπηρέτησαν. Δεν μιλάμε απλά για το καλύτερο βιβλίο που θα μπορούσε να γραφεί για τον John Peel, μιλάμε για το μόνο βιβλίο που θα έπρεπε να γραφτεί ποτέ για τον John Peel.