David Tudor, TBWB, John M. Bennett, Marc Behrens, Peter Wullen
Η μηνιαία καθιερωμένη πια στήλη του Νικόλα Μαλεβίτση, μια καρτ ποστάλ από ένα πραγματικό underground του οποίου εν πολλοίς αγνοούμε την ύπαρξη
Το όνομα του David Tudor ηχεί σε κάποιους οικείο, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους των ηλεκτρονικών, συνεργάτης του John Cage και μέλος των μουσικών της Merce Cunningham Dance Company, κ.ά.
Aν και ξεκίνησε την καριέρα του ως πιανίστας εκτελώντας έργα σύγχρονης μουσικής, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 και μετά εγκαταλείπει τελείως το πιάνο και αφοσιώνεται μόνο στην εξερεύνηση και χρήση των ηλεκτρονικών είτε για να συνθέσει δική του μουσική ή εκτελώντας έργα άλλων συνθετών, και γίνεται, όπως προανέφερα, κύριος συνοδοιπόρος του John Cage. Θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς άπειρες συνεργασίες τους αλλά, όσον αφορά τον γράφοντα, μεγάλη αγάπη παραμένει η δική τους εκτέλεση του ανεπανάληπτου ‘Cartridge Music’ από τον δίσκο της Time (split με έργα του Christian Wolff).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Tudor έμεινε μόνο αφοσιωμένος στη δουλειά του με τον Cage ή στον ήχο για τις παραστάσεις της Merce Cunningham Dance Company, τουναντίον εξέλιξε διάφορες δικές τους ιδέες. Πιο γνωστή το ‘Rainforest’ ηχητικό περιβάλλον που παραπέμπει σε τροπικό δάσος όπου τα ηλεκτρονικά δημιουργούν ήχους πουλιών κλπ. Αρχικά ήταν ιδέα που αναπτύχθηκε για παράσταση της Merce Cunnigham Dance Company, αλλά στην πορεία αυτονομήθηκε και εξελίχθηκε. Τουλάχιστον ως τα μέσα των 90s η πιο γνωστή και καταγεγραμμένη μορφή της ήταν ο δίσκος ‘Rainforest IV’ που είχε κυκλοφορήσει από την γκαλερί και δισκογραφική Editions Block (μια από τις σημαντικότερες γκαλερί για Fluxus). Δίσκος που επανεκδόθηκε πριν μερικά χρόνια για να θυμίσει σε νεότερο κοινό την απαράμιλλη μαγεία των (σχεδόν ακραίων) ήχων του.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο Teasing Chaos που αναφέρεται στη ζωή του και στο έργο του Tudor κάνοντας αναφορά και σε μεγάλα project που έτρεχε (Rainforest, Neural Synthesis, κ.ά.) από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατο του. Αν υπάρχει ένα στοιχείο που μου άρεσε σε αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν πλατειάζει, καλύπτει σφαιρικά (όσο είναι δυνατό να γίνει αυτό) την καριέρα του και αναφέρεται στις ιδέες αλλά και στις συνεργασίες του, με μικρές αναφορές σε ιστορίες από ταξίδια με την ομάδα χορού του Merce Cunnigham (ιστορίες που μου έφεραν στο νου παλιά συνέντευξη του John Cage που αναφέρει ότι συχνά στα ταξίδια τους έπιανε μια τρέλα με τον Tudor και αγόραζαν ό,τι τρελό και παλαβό έβρισκαν σε διάφορες χώρες που πήγαιναν και, για να μη το κουβαλάνε σε όλο το ταξίδι μαζί τους, πακέταραν και ταχυδρομούσαν στην Αμερική με αποτέλεσμα, όταν γύρναγαν, για ένα διάστημα μετά την επιστροφή τους, που καμιά φορά κρατούσε και μήνες, έρχονταν συνέχεια δέματα με πράγματα που δεν θυμόταν καν ότι είχαν αγοράσει). Βασική αναφορά φυσικά τα ηλεκτρονικά του, ο τρόπος που δούλευε και οι ιδέες του καθώς και αναφορά στους συνεργάτες του. Ίσως όχι τόσο αναλυτικά ή περιεκτικά αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι, αν έφτανε την ανάλυση σε βάθος, ίσως να γινόταν και κουραστικό. Είναι ένα βιβλίο που σίγουρα θα το πρότεινα σε κόσμο που θέλει να γνωρίσει τη δουλειά του αλλά και κόσμο ο οποίος ήδη την ξέρει και δεν χορταίνει να ξαναδιαβάζει γι’ αυτή ή να μαθαίνει λεπτομέρειες που του έχουν ξεφύγει από άλλα βιβλία, συνεντεύξεις, άρθρα, κείμενα σε CD ή δίσκους, κ.λ.π.
Τον Thomas Bey WIlliam Bailey (ή TBWB) τον γνώρισα ή για να ακριβολογώ τη δουλειά του τη γνώρισα πριν από μία δεκαετία με το βιβλίο του για την κασετοκουλτούρα με τίτλο ‘Unofficial Release’ (μπορείτε να δείτε πληροφορίες εδώ ή να ανατρέξετε σε άλλες διαδικτυακές σελίδες). Πρόσφατα ξεκίνησε μια σειρά ηχητικών καρτ ποστάλ με τίτλο Fifteen Minutes of Anonymity (εν συντομία FMOA). Αν και μου είχε στείλει ένα μέιλ για τη σειρά πριν από λίγους μήνες, ομολογώ ότι ξεχάστηκε σε ένα χάος άλλων μέιλ και σημειώσεων, και έδωσα ξανά σημασία πρόσφατα όταν πρόσεξα τις δύο ηχητικές καρτ ποστάλ του RLW (κατά κόσμο Ralf Wehowsky) με το πανέμορφο ηλεκτροακουστικό κομμάτι ‘Fading Sketches’ που δημιουργεί ένα ακόμα πανέμορφο ηλεκτροακουστικό σύμπαν που το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον αγαπάει τη δουλειά του ή που τον ξέρει κατ’ όνομα αλλά δεν έχει εντρυφήσει ακόμα σε αυτή. Δεν θα έβρισκα ειλικρινά καλύτερη εισαγωγή σε αυτή πέρα από αυτό το κομμάτι.
Η αποκάλυψη για εμένα ήταν η ηχητική καρτ ποστάλ του Marc Behrens με τον τίτλο ‘L' Anti-Narcisse’. Η αλήθεια είναι ότι είχα χρόνια να προσέξω τη δουλειά του, όσο τρελός και αν ήμουν με αυτή 25-30 χρόνια νωρίτερα, ίσως γιατί έτυχε να πέσει μια συγκυρία κυκλοφοριών του που προσωπικά δεν με κάλυπταν ηχητικά στο σύνολο τους και μου άρεσαν κάποια μέρη τους, αλλά και για τον λόγο ότι για ένα μεγάλο διάστημα τα ηχητικά μου γούστα εστίαζαν περισσότερο σε άλλα κανάλια. Αυτή η δουλειά εδώ όμως είναι ένα μικρό ηχητικό διαμάντι. Θυμίζει τους λεπτεπίλεπτους ήχους πρώτων και παλιότερων εποχών του, των πρώτων κυκλοφοριών και εκείνης της τρελής εποχής των κυκλοφοριών της Trente Oiseaux του Bernard (Bernd) Guenter και άλλων εταιρειών, το ειδυλλιακό πάντρεμα ηχογραφήσεων πεδίου με ηλεκτρονικά. Δεν θα ήταν ψέμα να πω ότι σε κάποιους θα θυμίσει και άλλα σύνολα ή μουσικούς εκείνης της εποχής όπως τους Etant Donnes της Μusique Concrète, ηχητικού σινεμά εποχής τους (βλέπε Aurore, Royame, Bleu, κ.ά.) πριν εκείνη τη στροφή σε ήχο που θύμιζε Young Godz, κ.λ.π. Χωρίς υπερβολή τη θεωρώ ως μία από τις καλύτερες του 2024 στο είδος. Πριζωμένος λοιπόν από την ακρόαση των δύο προαναφερθεισών κυκλοφοριών έστειλα τις κάτωθι ερωτήσεις τον Thomas για τη μικρή συνέντευξη, εισαγωγή στη σειρά που ακολουθεί, καλή ανάγνωση... μπορείτε να επισκεφθείτε το bandcamp του και να ακούσετε κυκλοφορίες του και τις έως σήμερα εκδόσεις των ηχητικών καρτ ποστάλ.
Θα μπορούσες να μου δώσεις μερικές σύντομες πληροφορίες για τη νέα σειρά ηχητικών καρτών;
Η σειρά «ακουστικών καρτ ποστάλ» του FMOA γεννήθηκε από πρακτικότητα, αλλά στη συνέχεια απέκτησε άλλες έννοιες. Είναι μια πρωτοβουλία που σκέφτηκα όταν συνειδητοποίησα πόσο παράλογες είναι οι τιμές για την απλή αποστολή ενός CD ή βινυλίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άλλες χώρες (σε πολλές περιπτώσεις, τα έξοδα αποστολής είναι περισσότερα από την πραγματική τιμή πώλησης του άλμπουμ).
Οπότε η προφανής απάντηση σε αυτό θα ήταν απλά να κυκλοφορούν τα πάντα ως ψηφιακό download ή ως έργο ήχου με δυνατότητα streaming. Όμως, δεδομένου ότι ένας από τους στόχους της δουλειάς μου είναι η διαφοροποίηση της εμπειρίας (και αυτό από μόνο του είναι ένα προοίμιο για μια μεγαλύτερη κατανόηση της αλληλοσυσχέτισης όλων των φαινομένων), εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι πολύτιμο να έχουμε κάποιες πτυχές της αισθητικής μας εμπειρίας που συμβαίνουν μακριά από μια οθόνη.
Έτσι, αυτές οι κάρτες ήταν ένας ωραίος τρόπος να παρακάμψω οικονομικούς παράγοντες που δεν μπορώ να ελέγξω και να δώσω στους υποστηρικτές μια προσεκτικά κατασκευασμένη, απτή «κοινωνική απόδειξη» ή τη συμβολή τους στην προώθηση της ακουστικής κουλτούρας. Κάθε καρτ ποστάλ περιλαμβάνει μια ψηφιακή λήψη νέας ηχητικής δουλειάς, η οποία είναι αποκλειστικά για αυτή τη σειρά και όχι αυτό που θα μπορούσατε να αποκαλέσετε «b-side» υλικό ή «outtakes»: Ενθαρρύνω πάντα όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτή την πρωτοβουλία να υποβάλλουν υλικό που να ανταποκρίνεται στην ποιότητα της παραγωγής τους στις πιο παραδοσιακές μορφές αποθήκευσης ήχου.
Διαθέτουν επίσης πρωτότυπα έργα τέχνης από τους καλλιτέχνες που ηχογραφούν, καθώς και απτικά χαρακτηριστικά που ποικίλλουν από κάρτα σε κάρτα - για παράδειγμα, χρησιμοποιήσαμε ένα ανυψωμένο ασημένιο φινίρισμα για να συμπεριλάβουμε κείμενο σε γραφή Braille σε μια συνεργασία μεταξύ του Τεξανού καλλιτέχνη Skullcaster και εμού, και ένα ανυψωμένο «spot gloss» φινίρισμα στην πιο πρόσφατη κυκλοφορία από τον Roel Meelkop (δηλαδή ένα διαφανές φινίρισμα κειμένου που θα είναι πλήρως ορατό μόνο υπό συγκεκριμένο φωτισμό). Θεωρώ ότι, αναγκάζοντας τους εαυτούς μας να δουλέψουμε μέσα σε αυτό το πολύ μικρό ποσοστό φυσικού χώρου, συχνά καταλήγουμε σε πιο ενδιαφέρουσες ιδέες και προσεγγίσεις από ό,τι όταν έχουμε λιγότερους φυσικούς περιορισμούς....είναι υγιές να αποφεύγουμε αυτή τη λεγόμενη «παράλυση επιλογών».
Πώς σας ήρθε η ιδέα για τον τίτλο της σειράς; Μου άρεσε πολύ όταν διάβασα το «Δεκαπέντε λεπτά ανωνυμίας»!
Το «Fifteen Minutes of Anonymity» είναι το όνομα της νεοσύστατης οπτικοακουστικής εταιρείας μου, και αυτό είναι ένα καλό πρώτο έργο για την εταιρεία αυτή, όσον αφορά την ενσωμάτωση αυτού που σημαίνει αυτό το όνομα για μένα.
Ο φιλόσοφος John Gray, σε ένα από τα σύντομα δοκίμιά του, επικαιροποίησε την περίφημη διακήρυξη του Andy Warhol ότι όλοι θα είναι διάσημοι στο μέλλον για δεκαπέντε λεπτά: υπονόησε ότι αυτό το μέλλον είναι μαζί μας τώρα, και τώρα το να έχουμε δεκαπέντε λεπτά ανωνυμίας θα είναι η εξαιρετική κατάσταση. Ο δικτυωμένος κόσμος μάς έχει δυστυχώς φέρει σε ένα σημείο όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν υπάρχουν, εκτός αν οι άλλοι έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξή τους, και νομίζω ότι αυτή είναι η μεγάλη ψυχοπαθολογία της εποχής μας. Έχουμε αναγάγει τη δημόσια αναγνώριση σε ένα είδος ανάγκης επιπέδου επιβίωσης και έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι η αξία σας ως κοινωνικού όντος μπορεί να επαληθευτεί μετρικά μέσω του «αριθμού των οπαδών», των «δεσμεύσεων» στις κοινωνικές αναρτήσεις σας κ.λπ.
Αυτό έχει οδηγήσει σε προηγουμένως ασύλληπτα επίπεδα άγχους και ψυχικού στρες, και φυσικά ενθαρρύνω τους ανθρώπους να αναζητήσουν τα δεκαπέντε λεπτά της ανωνυμίας τους. Συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους να παρακολουθήσουν τη σκηνή στο σπουδαίο «F is for Fake» του Orson Welles, στην οποία σχολιάζει για τον καθεδρικό ναό της Σαρτρ και πώς αυτός «μαρτυρά όλα όσα είχαμε μέσα μας για να πετύχουμε», αλλά δεν θυμόμαστε τα ονόματα των ανθρώπων που είναι υπεύθυνοι γι' αυτό. Σκέφτομαι κάτι τέτοιο και έχω την αίσθηση ότι οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζομαι έχουν παρόμοια τάση: εμείς, και νομίζω ότι μερικοί από τους πιο απίστευτους καλλιτέχνες που έχουν υπάρξει, λειτουργούμε ως αγωγοί κάποιας ζωτικής δύναμης που προηγείται και επιβιώνει από εμάς, αντί να είμαστε εμείς οι «σούπερ σταρ» στο κέντρο των προσωπικών μας ταινιών.
Και έτσι οι καρτ-ποστάλ είναι ένα είδος ταπεινής μεταφοράς για την πραγματική αλληλεπίδραση, ανταλλαγή και επικοινωνία που προχωράει όταν δημιουργούμε όχι για να αναπτύξουμε τις δημόσιες/κοινωνικές «ταυτότητές» μας, αλλά για να διευρύνουμε τα όρια της έκφρασης και της ίδιας της δημιουργικότητας.
Είναι μια σειρά που θέλεις να συνεχίσεις ή λειτουργεί κυρίως σαν ένα έργο που έχεις κατά νου να τρέξει για περιορισμένο χρονικό διάστημα;
Νομίζω ότι θα το συνεχίσουμε για όσο διάστημα υπάρχει ενδιαφέρον γι' αυτό, και τα πράγματα είναι ενθαρρυντικά μέχρι στιγμής. Το σχέδιό μου είναι, στο τέλος μιας ολόκληρης χρονιάς κυκλοφοριών, να παρέχω στους συνδρομητές της σειράς ένα κουτί που θα περιέχει όλες τις κάρτες που κυκλοφόρησαν για εκείνη τη χρονιά, μαζί με κάποιες επιπλέον εκπλήξεις (για παράδειγμα, ένα bonus άλμπουμ με πρόσθετο υλικό από τους εν λόγω καλλιτέχνες). Η συνδρομή στη σειρά είναι σίγουρα η καλύτερη «σχέση ποιότητας-τιμής», κατά τη γνώμη του ειδικού μου ;-)
Συνήθως θα κυκλοφορώ 1 ή 2 από αυτές τις κάρτες κάθε μήνα, και αυτή τη στιγμή έχω αρκετό «απόθεμα» για να μας κρατήσει μέχρι τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, με περισσότερα πράγματα στο δρόμο! Θα απευθυνθώ επίσης σε κάποιους καλλιτέχνες που είναι περισσότερο γνωστοί ως «οπτικοί» καλλιτέχνες παρά ως καλλιτέχνες του ήχου, ή σε άλλους που απλώς αντιστέκονται σε μια εύκολη ταξινόμηση.
Ο John M. Bennett είναι ένας από τους ζωντανούς θρύλους του αμερικάνικου κυκλώματος, γνωστότερος περισσότερο από την τρέλα του με την mail art, όντας ένας από τους παλιότερους mail artists τόσο αυτός όσο και η σύζυγος του Catherine Mehlr Bennett, με την οποία γνωρίστηκαν άλλωστε μέσω της mail art και η γνωριμία εξελίχθηκε σε σχέση και γάμο ο οποίος είναι καταγεγραμμένος σε ντοκυμαντέρ με τον τίτλο Mail Art Romance (μπορείτε να το δείτε εδώ) εκτός όμως από mail artist τρέχει από τα τέλη των 70s τη δική του Luna Bisonte Productions όπου εκδίδει διάφορα βιβλία με ποίηση του, κολλάζ, κ.ά. Παράλληλα για χρόνια ήταν επιμελητής του αρχείου του Wiliam Burroughs στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Εκτός αυτών παράλληλα αυτοσχεδιάζει μαζί με άλλους μουσικούς με κανονικά ή ανορθόδοξα μουσικά όργανα και από τα τέλη του ‘70 έχει κυκλοφορήσει διάφορες κασσέτες (και τα τελευταία χρόνια CDr). Αρκετό από το υλικό του παραπέμπει σε sound poetry αλλά γίνεται και πιο πειραματικό και ενίοτε γίνεται τελείως αυτοσχεδιαστικό freak out. Μια γεύση άλλωστε πήραμε στην Ελλάδα πριν από λίγους μήνες, όταν γιόρτασε τα γενέθλια του με συναυλία στο Κ.Ε.Τ. παίζοντας μαζί με τους γιους του Ben Bennett (κρουστά) και John Also Bennett. Πριν από 3 χρόνια ο γιος του J.A. Bennett επιμελήθηκε μια συλλογή αγαπημένων του κομματιών από διάφορες κασσέτες που κυκλοφόρησε στα 80s και 90s χαρίζοντάς μας το ανεπανάληπτο A Flattened face fogs through (selected sound poetry 1986-1994). CD και βινύλιο που σε απογειώνει από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Πειραματικό, φρή, αυτοσχεδιαστικό, outsider, ξεφεύγει από τη στενή έννοια της ηχητικής ποίησης (εάν κάποιος περιμένει να ακούσει υλικό με την «ορθόδοξη» έννοια της). Είναι συλλογή που την προτείνω ανεπιφύλακτα σε κόσμο που ψάχνεται για δημιουργική μουσική και ιδίως για ηχητικά έργα που παράγονται από καλλιτέχνες. Επίσης σε όσους έχουν τρέλα με το αμερικάνικο κασσετοκύκλωμα των 80s/90s.
Toν Matt Weston τον γνώρισα από την εποχή που ξεκινούσε την καριέρα του. Και έβγαζε τις πρώτες κυκλοφορίες του, που θύμιζαν σε διάρκεια περισσότερο maxi CD στην αρχή παρά κανονική κυκλοφορία, αλλά από την πρώτη στιγμή με είχε στείλει με το ύφος του και την τεχνική του. Περκασιονίστας ο οποίος έτυχε να σπουδάσει μαζί με ιερά τέρατα της free jazz και οι επιρροές που πήρε από τους δάσκαλούς του φαίνονται στη δουλειά του (μπορείτε να διαβάσετε μια παλιότερη συνέντευξη του που είχα παρουσιάσει σε παλιότερο τεύχος του φάνζιν μου εδώ) ή για να πάρετε μια ιδέα από παλιότερες δουλειές του (και να ζητήσω και συγγνώμη που ευλογώ τα γένια μου) μπορείτε να ακούσετε εδώ (και είναι και επίκαιρο λόγω των ημερών, εδώ). Έντονα πολιτικοποιημένος, φαίνεται συχνά πυκνά και στη δουλειά του, αλλά και σε όσους τον ακολουθούμε στα σόσιαλ εδώ και λίγα χρόνια, εξακολουθεί όχι μόνο να μας χαρίζει τρομερές κυκλοφορίες αλλά και να δείχνει το πόσο εξελίσσεται ηχητικά. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του δίσκο με τίτλο Communism has appeared in the scene στον οποίο θα αναφερθώ σίγουρα σε μελλοντικό δελτίο της Τανίνης, αλλά προς το παρόν θα σταθώ στον προηγούμενό του. Ομολογώ ότι έσκασε σε μια εποχή που κυκλοφόρησε μια σειρά από κασσέτες με τον τίτλο ‘Sparky’ ένα είδος 'όπερας' όπως το έλεγε με κρουστά και ήχους όταν έβγαλε το 2023 το ‘This is Broken’ σε βινύλιο, δεν τον πολυπρόσεξα τότε, και τώρα σχεδόν ένα χρόνο αργότερα έχω βρει τον εαυτό μου να γοητεύεται από αυτή τη δουλειά και να τον ακούει συνέχεια τις τελευταίες ημέρες. Αν μου άρεσε κάτι στη δουλειά του είναι ότι ο ήχος του ξεφεύγει από τους κλασσικούς ντράμερ και περκασιονίστες, χάρη στις σπουδές και στις ακροάσεις του έχει ένα αέρα που φέρνει περισσότερο σε musique concrète, ηλεκτροακουστική μουσική στη δουλειά του που φαίνεται από τις πρώτες κυκλοφορίες του έως σήμερα. Εδώ λοιπόν βρίσκουμε δύο ηλεκτροακουστικές συνθέσεις, τρομερά δεμένες, χωρίς να πλατειάζουν (ούτως ή άλλως μας έχει συνηθίσει σε κομμάτια τα οποία δεν ξεφεύγουν χρονικά και έτσι δεν φλυαρούν) σε ένα σύμπαν που, ιδίως στη δεύτερη πλευρά, ομολογώ ότι μου θύμισε αρκετές φορές τις παλιές καλές πειραματικές φάσεις των Nurse With Wound. Ένας ακόμα φανταστικός δίσκος του! h
Toν Peter Wullen τον γνώρισα μέσω των σόσιαλ περισσότερο πριν από λίγα χρόνια. Ποιητής και γραφιάς που ξεκίνησε να στήνει και τα δικά του ηχοτοπία πριν λίγα χρόνια σε τομείς που έχουν να κάνουν περισσότερο με ηχογραφήσεις πεδίου και πιο άμπιεντ ήχους. Ομολογώ ότι ξαφνιάζει πάντοτε ευχάριστα το παιχνίδι του με διάφορες γλώσσες στις δουλειές του ιδίως όταν αναφέρεται σε αρχαία ελληνική γραμματεία και με κάνει να ψάχνω ώρες ώρες βιβλία και συγγραφείς ή και χωρία σε βιβλία. Πρόσφατα ήταν η σειρά ενός βιβλίου που περισσότερο έχει να κάνει με ψυχιατρική βέβαια αλλά που κυκλοφόρησε πέρσι από τις εκδόσεις Πόλις στα ελληνικά. Πρόκειται για το ‘A La Folie’ της Joy Sorman, που κυκλοφόρησε ως ‘Στην τρέλα’ (εδώ μια κριτική/παρουσίαση του εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερες πληροφορίες) και ένα μικρό του χωρίο διαβάζει η Βασιλική Στρώλη (τρέχει το εργαστήρι δημιουργικής γραφής Φιλαγνωσία στην Ξάνθη) και μαζί με τον Dong Zhou στο ακουστικό βιολί και χρησιμοποιώντας ως βάση ηχογραφήσεις πεδίου που έγιναν για το έργο Hidden By The Wall των :zoviet*france: μας χάρισε το 37λεπτο ‘Hotel Indigo’ πριν από λίγες μέρες. Ακούγοντας το θυμίζει στιγμές lowercase ή μην πω καλύτερα φάσεις 'μη ήχου' σιωπηλό, αργό, μόνο με τον πειραγμένο ήχο του βιολιού να ακούγεται περισσότερο σαν πέρασμα σε κάνει να αναρωτιέσαι εάν ακούς σύνθεση ή είσαι μέσα σε ένα αφαιρετικό παιχνίδι. Είναι από τις κυκλοφορίες που θέλουν νυχτερινή ακρόαση και κάθε φορά που την ακούς να απορείς μα πέρα από αυτό τον ήχο του βιολιού ή και τη φωνή της Βασιλικής σίγουρα υπάρχουν και άλλοι ήχοι; Αλλά καλύτερα ακούστε και κρίνετε μόνοι σας.