The lost art of the live album
Σκέψεις περί των ζωντανά ηχογραφημένων δίσκων με αφορμή δύο νέες κυκλοφορίες. Του Μάνου Μπούρα
Τι απέγινε άραγε εκείνο το παλιότερα δοξασμένο concept του ζωντανά ηχογραφημένου δίσκου; Δεν είναι σημερινή η απορία μου, απλά μου ήρθε ξανά πρόσφατα στο μυαλό ακούγοντας δύο τέτοιους δίσκους, έναν ολοκαίνουργιας εσοδείας κι έναν ελαφρώς παλιότερο (του 2012 δηλαδή, που με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά του ίντερνετ μοιάζει να είναι έναν αιώνα και μισό πιο πίσω...). Έχοντας προλάβει έστω και ασθμαίνοντας τα '70ς κι έχοντας γαλουχηθεί μέσα στα '80ς, δεν μπορώ παρά να θυμάμαι το πώς στις δεκαετίες εκείνες κάθε συγκρότημα που σεβόταν τον εαυτό του κυκλοφορούσε τουλάχιστον ένα live δίσκο στην καριέρα του. Τις περισσότερες φορές ο δίσκος αυτός ήταν ένας μικρός σταθμός στην πορεία του, κάπου εκεί στο καίριο σημείο ανάμεσα στο τρίτο και πέμπτο άλμπουμ τους. Τα μεγαλύτερα ονόματα βέβαια έβγαζαν τέτοιους δίσκους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάθε πενταετία περίπου ή κάθε δεύτερη παγκόσμια περιοδεία. Από κάποια στιγμή και μετά αυτή η ρουτίνα σταμάτησε, και πάντα αναρωτιόμουν για τους λόγους. Μπορώ να υποπτευθώ κάποιους, αλλά δεν είμαι τόσο απόλυτα σίγουρος γι' αυτούς όσο είμαι για το αποτέλεσμα.
Αλλά ας δούμε ποιοι είναι οι εν λόγω δίσκοι που αναφέρω παραπάνω. Ο πρώτος είναι το Octane Twisted των Porcupine Tree, που βγήκε σε ένα πολύ όμορφο πακέτο από την K Scope και περιλαμβάνει ένα διπλό cd κι ένα dvd με ένα live στο Σικάγο που καταγράφει οπτικά τα κομμάτια του πρώτου δίσκου μόνο. Και γιατί αυτό; θα ρωτήσετε, και με το δίκιο σας. Μήπως δεν χωρούσαν και τα υπόλοιπα κομμάτια από το δεύτερο cd; Αστεία πράγματα, μιλάμε για καμιά εβδομήντα τόσα ακόμη λεπτά που θα χωρούσαν με χαρακτηριστική άνεση σ' αυτό. Μάλλον ο Wilson ήθελε να προμοτάρει με την κυκλοφορία το τρέχον εκείνη την εποχή πόνημα της μπάντας The Incident και περιέλαβε μόνο αυτό στο dvd. Και το υπόλοιπο άτυπο best of που ακολουθεί; Πιθανώς θέλει να το μετουσιώσει σε υλικό για ένα άλλο, ξεχωριστό προϊόν για τους φίλους της μπάντας... Το ερώτημα που ακούγεται εύλογο μετά τα παραπάνω είναι το εξής ένα: εξακολουθείς και παρακολουθείς ακόμη τα βήματα των Porcupine Tree ρε φίλε; Τι θα μπορούσε να τραβήξει κάποιον να έχει την περιέργεια να ακούσει και να μάθει τι καινούργιο κάνει με τη μπάντα του ο Steven Wilson; Η απάντηση είναι σχετικά απλή: η κεκτημένη ταχύτητα! Κι αυτή η άρρωστη συνήθειά μου να μην εγκαταλείπω κάποιον καλλιτέχνη που μου είχε κεντρίσει κάποτε το ενδιαφέρον, ακόμη κι όταν είναι προφανές ότι ελάχιστες συγκινήσεις μπορεί πια να μου χαρίσει.
Προς υπεράσπισή μου, να πω κατ' αρχήν ότι θεωρώ τον Wilson έναν από τους συμπαθέστερους και πιο καταρτισμένους μουσικούς που έχω συναντήσει κι έχω μιλήσει μαζί τους. Θα απαντούσα θετικά σε μία νέα συνέντευξη μαζί του αμέσως, παρότι η συγκεκριμένη διαδικασία είναι πια πιο βαρετή για μένα από ένα οποιοδήποτε τυπικό κινηματογραφικό σάουντρακ (όχι ολόκληρη η διαδικασία, η απομαγνητοφώνηση μόνο). Επίσης, δεν είναι όλα όσα κάνει το ίδιο επαναλαμβανόμενα με κάποια άλλα, οι σόλο δουλειές του είναι αρκετά αξιόλογες ενώ πάντοτε θα περιμένω οτιδήποτε καινούργιο αποφασίσει να κάνει με τους No-Man και τον παρτενέρ του στο ντουέτο Tim Bowness. Οι Porcupine Tree τώρα είναι άλλη υπόθεση. Αδυνατώ να βρω κάτι που να κρατάει το ενδιαφέρον μου για ολόκληρη τη χρονική διάρκεια ενός δίσκου τους, πολύ δε περισσότερο όταν η κουβέντα έρχεται στις συναυλίες τους. Όσο κι αν βγάζω το καπέλο μου στη βιρτουοζιτέ τη δική του και των μουσικών που εκάστοτε τον πλαισιώνουν, βρίσκω εξαιρετικά βαρετές τις συναυλίες που έχω παρακολουθήσει από το εν λόγω γκρουπ. Και τους έχω δώσει πολλές ευκαιρίες: τελευταία ήταν νομίζω στο Θέατρο Λυκαβηττού, όπου είχαν παίξει μετά τους Van Der Graaf Generator (META τους VDGG; Βλασφημία, το ξέρω...). Ίσως να φταίει που οι πρώτοι στο σανίδι ήταν τόσο απίστευτοι που δεν είχαν καμία τύχη να ακολουθήσουν και να αφήσουν καλύτερες εντυπώσεις από τους βετεράνους και σαφώς πιο μεγαλειώδεις σε όλα τα επίπεδα Peter Hammill και τη μπάντα του. Ίσως πάλι να είναι που γενικά ακολουθούν τόσο πιστά τις στουντιακές τους ηχογραφήσεις που τελικά να μην ξέρεις αν αυτό που ακούς είναι παιγμένο εκεί μπροστά σου ή έχει έρθει αεροστεγώς κλεισμένο μαζί τους και προσφέρεται ωσάν φρέσκο από το σχήμα... (Δεν κάνω κάποιο υπαινιγμό για το αν παίζουν playback οι συγκεκριμένοι. Σαφώς και είναι όλα ζωντανά παιγμένα, ο ντράμερ Gavin Harrison δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι και το τελευταίο πιατινάκι θα χτυπηθεί με ακρίβεια χειρουργική στα ήσυχα και μελωδικά περάσματα των κομματιών ενώ οι διπλομποτιές θα πάνε σύννεφο στα ξεσπάσματα ενώ ο μπασίστας Colin Edwin θα σε υπνωτίσει με την ακινησία του και το νυσταλέο του βλέμμα).
Γιατί λοιπόν οι Porcupine Tree κυκλοφορούν live δίσκο και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες του πλανήτη αυτού όχι; Πρωτίστως επειδή το ίδιο έκαναν τα ινδάλματά τους στη δεκαετία που το ροκ και το progressive παρακλάδι του ανθούσαν. Αλλά ακόμη κι έτσι, το κάνει με τον τρόπο που το κάνουν κι όσοι άλλοι τολμούν ένα τέτοιο βήμα τη σήμερον ημέρα: συνοδεύοντάς το με dvd όπου μπορείς να δεις επιπλέον τη συναυλία κι όχι απλά να την ακούσεις! Αν λοιπόν ψάχνουμε να βρούμε μια αιτία που δεν βλέπουμε περισσότερους ζωντανά ηχογραφημένους δίσκους στα ράφια των δισκοπωλείων είναι επειδή μπορούμε να τους βρούμε παραδίπλα στο ράφι με τα dvd (παλιότερα την αρχή είχαν κάνει οι βιντεοκασέτες, ένα φορμάτ που κατέληξε να θεωρείται εντελώς άχρηστο αλλά έκανε τη δουλειά του για κάμποσα χρόνια, προλαβαίνοντας να μεγαλώσει κάμποσες γενιές ακροατών κι οπαδών της ροκ βασικά μουσικής. Όχι ότι όσοι αγάπησαν τη Madonna πχ ή και τον Robbie Williams ακόμα έμειναν παραπονεμένοι!). Επίσης, ο μέσος οπαδός του συγκροτήματος θα αγόραζε ένα τέτοιο δίσκο για να συμπληρώσει τη δισκογραφία και δισκοθήκη του, αφού φυσικά τον προσεγγίσει σαν ένα όμορφο σουβενίρ από μία συναυλία τους που παρακολούθησε στην πιο πρόσφατη περιοδεία τους - το ίδιο βέβαια θα κάνει και ο / η οπαδός της Lady Gaga, μα για διαφορετικούς λόγους. Θα καθίσει και θα χαζέψει τις φωτογραφίες στο διπλό εσώφυλλο (τριπλό ή και παραπάνω αν μιλάμε για τους Yes ή τους Hawkwind για παράδειγμα) και θα φανταστεί ότι βρίσκεται εκεί ανάμεσα στη λαοθάλασσα που διακρίνει αμυδρά κάτω από το εντυπωσιακό light show που ποτέ δεν πρόκειται να δει από κοντά. Στα '70ς - '80ς πάντοτε αυτά, τότε που τα ταξίδια στο εξωτερικό δεν ήταν το ίδιο εύκολα όσο σήμερα (στις ημέρες μας, καθένας έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συναυλία - ή αποσπάσματά της - του αγαπημένου του συγκροτήματος την επόμενη ημέρα στο youtube, ακόμη κι αν αυτή έχει λάβει χώρα στην άλλη άκρη του πλανήτη). Το ζήτημα είναι όμως, ότι ακούγοντας το Octane Twisted δεν μπορείς να μην αντιληφθείς ότι η ποιότητα της ηχογράφησης του δίσκου είναι τέτοια, ώστε δεν σου αφήνει περιθώρια να αναπαραστήσεις μέσα από αυτή, τη συγκίνηση που μεταδίδει ο ζωντανός ήχος μέσα σ' ένα κατάμεστο στάδιο ή θέατρο ή κλαμπ. Όλα μοιάζουν κλινικά τεσταρισμένα, φιλτραρισμένα στο έπακρο και απαλλαγμένα από κάθε είδους μικροθορύβους που θα μπορούσαν να χαλάσουν την απόλαυση κάποιου που βάζει να το ακούσει στο hi-end στερεοφωνικό του και περιμένει να το ζήσει λες και στέκεται μέσα στην κονσόλα του ηχολήπτη.
Φέρνω στο μυαλό μου μερικά από τα ιστορικότερα live άλμπουμ όλων των εποχών και φτάνω στο συμπέρασμα ότι το αντίστοιχο των Porcupine Tree δεν φτάνει να αγγίξει ούτε τις τρίχες από το κεφάλι τους! Για μένα κάποια από αυτά είναι το Live And Dangerous των Thin Lizzy για παράδειγμα, το πρώτο του είδους που άκουσα ποτέ και γι' αυτό και το περισσότερο αγαπημένο ίσως. Το αδικημένο Hanx! των Stiff Little Fingers που παρότι δεν θεωρείται καλό για τα μέτρα τα δικά τους αλλά και του οποιουδήποτε, εμένα μου αρέσει επειδή το άκουσα μανιωδώς σε ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία. Όλα όσα άκουσα κατόπιν ελαφρώς ασθμαίνοντας για να αποκτήσω την εγκυκλοπαιδική μόρφωση που αρμόζει σε όποιον θέλει να λέει ότι έχει γνώση της σύγχρονης μουσικής: το Too Late To Stop Now, το Stage, το 801 Live, το Live At Leeds, το Play, το Live At The Apollo Volume 1 (γκουγκλάρετέ τα) κι ένα σωρό ακόμη που δεν υπάρχει χώρος εδώ να αναφέρω ένα - ένα. Το σίγουρο είναι ότι το Octane Twisted δεν καταφέρνει να σου μεταδώσει τίποτα από όσα είχαν την ικανότητα να κάνουν όλοι οι παραπάνω δίσκοι σε επίπεδο αμεσότητας με τους ανθρώπους που βρίσκονταν επάνω στη σκηνή, σε επίπεδο ενέργειας και του πώς αυτή περνάει σαν ηλεκτρισμός στους παρισταμένους, τους κάνει να κουνούν τα πόδια τους και να απορροφούν την εμπειρία σαν πολύτιμη μουσική ένεση στην καρδιά και τη μνήμη τους.
Όλα όσα με άλλα λόγια σου παρέχει εξ ορισμού ο άλλος δίσκος που υπαινίσσομαι στην αρχή του κειμένου. Πρόκειται για το Live At The New Empowering Church των Βρετανών Melt Yourself Down, μιας από τις καλύτερες νέες μπάντες που είχα την τύχει να συναντήσω στο αέναο κυνήγι μου με ήχους που μπορούν να προσφέρουν ακόμη συγκινήσεις. Με έντονα αφρικανικά στοιχεία στον ήχο τους, κυρίως μέσω των ρυθμών επάνω στους οποίους κινούνται, μα και με στοιχεία από post punk και post funk, μοιάζουν με ένα σχήμα που έχει βάλει στοίχημα ότι μπορεί να χτυπήσει στα ίσα τη νοσταλγία για έναν τόσο εγκεφαλικό και ταυτόχρονα γκρουβάτο ήχο όσο εκείνος που μας είχαν χαρίσει στη δεκαετία του '80 οι Pigbag αλλά και πιο πρόσφατα οι Vampire Weekend, αν οι έσχατοι είχαν και ψήγματα συναρπαστικού στη μουσική τους. Ο δίσκος αυτός πάντως θεωρώ ότι είναι η επιτομή του είδους και διαθέτει τη στόφα των κλασικότερων ανάλογων από τις εποχές που καθοριζόταν το φορμάτ: πνευστά που ανεβάζουν την εσωτερική ένταση της μουσικής μα κι αδιαμφισβήτητα τη λίμπιντο στο χώρο όπου ακούγονται, μια φωνή που καλεί σε σαμανιστική τελετή και tribal ρυθμοί που σε εξοντώνουν εάν αποφασίσεις να τους ακολουθήσεις. Όλα εξαρτώνται από το που στέκεσαι τελικά. Θέλεις να βλέπεις κάτι καθιστός και να θαυμάζεις τα λεπτομερή ηχοχρώματα που στήνουν με εξαντλητική μαεστρία οι μουσικοί ή να πάρεις μέρος σε μία γιορτή όπου το (συν)αίσθημα και η επαφή με τον άλλο είναι άμεση και σωματική; Ακούγοντας πλάι πλάι αυτούς τους δύο δίσκους, θεωρώ ότι η σωστή απόφαση είναι μονόδρομος!