Ear Wax Museum 23

Sivert Hoyem, Grant-Lee Phillips, White Denim, Darlingside, The Duke Spirit

Πέντε νέα άλμπουμ με ιδιαίτερη έμφαση στα φωνητικά. Του Τάκη Κρεμμυδιώτη

Sivert Hoyem - LionessSivert Hoyem - Lioness (Hektor Grammofon)

Η φωνή του Sivert Hoyem έχει όσο λίγες το πλεονέκτημα του να είναι άμεσα αναγνωρίσιμη. Είναι μάλιστα τόσο επιβλητική και εκφραστική, που εκ των πραγμάτων καταδικάζει τη μουσική να βρίσκεται σχεδόν μονίμως σε δεύτερο πλάνο. Η ίδια ουσιαστικά αποτέλεσε και το στοιχείο εκείνο που ανέδειξε τα σκοτεινά και με έναν παράξενο τρόπο ρομαντικά τραγούδια των Madrugada. Ο πολύ αγαπητός στη χώρα μας Νορβηγός τραγουδοποιός στον πέμπτο του προσωπικό δίσκο περιδιαβαίνει γνώριμους μουσικούς τόπους. Κύρια θεματική του είναι και πάλι η αγάπη, μόνο που αυτή τη φορά είναι δοσμένη χωρίς την εσωστρέφεια του "Endless Love". Η μουσική, που είναι κατά κανόνα και πάλι ήπιων τόνων, κάποιες φορές θαρρείς πως αρχικά αποσκοπεί να επικεντρώσει την προσοχή σου στους στίχους, για να επανέλθει δυναμικότερα και να σε παρασύρει σε ομιχλώδη τοπία που ζωογονούνται δειλά από τις πρώτες αχτίδες φωτός. Το “Lioness” ανήκει στα άλμπουμ εκείνα που δε μπορείς να ξεχωρίσεις εύκολα κάποια τραγούδια, όσο κι αν το lead single “Sleepwalking Man” διεκδικεί τα πρωτεία. Το ντουέτο με την Marie Munroe στο “My Thieving Heart” είναι ένα όμορφο τραγούδι που μοιάζει βγαλμένο από το “Murder Ballads” (ελπίζω να μην πήγε ο νους σας στην Kylie – υπήρχε και η PJ). Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στο “Oh Spider!”, που κουβαλά γλυκιά την καταχνιά των 80’ς, δίνοντας στον Sivert την ευκαιρία να τραγουδήσει όπως έκαναν τότε. Ξέρετε εσείς. Σε ανάλογο ύφος κινείται και το “The Boss Bossa Nova”, που τιμώντας την κληρονομιά των Bauhaus και Echo And The Bunnymen, καταλήγει να φέρνει στο νου στιγμές του μεγαλείου των Madrugada, κλείνοντας αναπόφευκτα τον κύκλο που πολλοί αγαπήσαμε.

 

Grant-Lee Phillips - The NarrowsGrant-Lee Phillips - The Narrows (Yep Rock Records)

Υπάρχουν πολλοί ιδιαίτεροι τρόποι ερμηνείας, που μπορούν να απογειώσουν ένα τραγούδι. Έναν από αυτούς κατέχει και ο Grant-Lee Phillips. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς αν η δυνατότητα να τραγουδά με αμεσότητα προς τα συναισθήματά μας οφείλεται αποκλειστικά στο φυσικό χάρισμα που έχει ή και στην εκφραστική τεχνική που ακολουθεί, με τις καθυστερήσεις και τις μισοειπωμένες λέξεις. Τον Grant-Lee Phillips τον αγαπήσαμε από τους Shiva Burlesque και τους Grant Lee Buffalo, με τις περίτεχνα θυμωμένες κιθάρες τους. Εξακολουθούμε όμως να τον εκτιμούμε και μέσα από τις προσωπικές δουλειές του, αφού χρησιμοποιεί όλη την κεκτημένη γνώση για να περιδιαβεί ηπιότερα μονοπάτια. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει το όγδοο άλμπουμ του, την παραγωγή του οποίου υπογράφει ο ίδιος, ως «προσωπικό και ιστορικό», κυρίως λόγω των αναφορών του στις ινδιάνικες φυλές Creek και Cherokee, από τις οποίες κατάγονται οι γονείς του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μουσική του ανήκει στον ευρύτερο alt-country χώρο, αλλά ακριβέστερο θα ήταν να πούμε πως οι εμφανείς country, folk και Americana επιρροές του συνυπάρχουν απλά και ιδιαίτερα μαζί, λόγω των χαρακτηριστικών φωνητικών του. Τραγούδια όπως το “Loaded Gun” και το “Rolling Pin” αναμφίβολα θα ικανοποιήσουν τους νοσταλγούς της εποχής που έπαιζε σε μπάντα, αλλά τα ηπιότερα λοιπά με προεξάρχοντα τα “Tennessee Rain”, “Cry, Cry” και “Find My Way” είναι εκείνα που θα σας ταξιδέψουν περισσότερο.

 

White Denim - StiffWhite Denim - Stiff (Downtown Records)

Ο James Petralli (καμία μακρινή ρίζα με τη Φάνη Πάλλη, φαντάζομαι) είναι «παλαιάς κοπής» τραγουδιστής. Τραγουδάει και σου δείχνει με κάθε τρόπο ότι γουστάρει πολύ που το κάνει. Μορφάζει, χαμογελάει, ανεβοκατεβάζει τους τόνους, δίνοντας το κάτι παραπάνω σε όμορφα «παλιομοδίτικα» rock, αλλά με ενισχυμένες δόσεις southern, blues, funk και soul τραγούδια. Έτσι και στο έβδομο άλμπουμ των White Denim με τίτλο “Stiff” όπου, παρά τις αποχωρήσεις του κιθαρίστα Austin Jenkins και του ντράμερ Joshua Block, η ιστορία συνεχίζεται σα να μην άλλαξε τίποτα. Η μόνη διαφορά έχει να κάνει με την παραγωγή, η οποία για πρώτη φορά δεν έγινε από το γκρουπ, αλλά ανατέθηκε στον Ethan Johns (Laura Marling, The Staves), που προφανώς σκέφτηκε κατά το ποδοσφαιρικό «στυλ που κερδίζει, δεν αλλάζει». Πιστεύω πως οι White Denim έχουν λιώσει τους δίσκους των Crawler, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν επενδύσει πάνω στον Tom Jones και τους The Allman Brothers ("Ha Ha Ha Ha (Yeah)", τον Al Green που ζήλευε κι ο Prince ("Take It Easy (Ever After Lasting Love)", τους Grand Funk Railroad ("Had 2 Know (Personal)", αλλά και τους Steve Gibbons Band ("Mirrored in Reverse"). Straight from the 70’s.

 

Darlingside - Birds SayDarlingside - Birds Say (More Dough Records)

Αν θεωρούνται δύσκολες οι τριμερείς φωνητικές αρμονίες, σκεφτείτε τι ισχύει για τις τετραμερείς! Δηλαδή, για την περίπτωση των Darlingside από το Cambridge της Μασαχουσέτης, που απολαμβάνουν τη σπάνια πλέον  πρόκληση να τραγουδούν όλοι γύρω από ένα μικρόφωνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Don Mitchell (κιθάρα, μπάντζο), Auyon Mukharji (βιολί, μαντολίνο), Harris Paseltiner (κιθάρα), και David Senft (μπάσο) θυμίζουν τους Crosby, Stills, Nash, Beach Boys και Simon – Garfunkel. Κι αυτό είναι αληθινά καλό νέο. Έχουν όμως και το μεγαλείο της γαλήνης των Kings Of Convenience. Μην αφήσετε την όποια ενδεχόμενη προκατάληψη να σας αποτρέψει από την ακρόαση του “Birds Say”. Δεν είναι πια καθόλου συνηθισμένο να συναντάς συνύπαρξη chamber pop, bluegrass, folk και κλασικής μουσικής. Πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, που αυτή είναι απολύτως αρμονική και απολαυστική. Οι σχέσεις των μελών της μπάντας αντικατοπτρίζουν το ανθρώπινο παρελθόν, αφού επεκτείνονται πέραν της μουσικής σε οικογενειακό επίπεδο! Με ισχυρούς δεσμούς από το κολέγιο και τώρα πια χωρίς ντράμερ, οι Darlingside δίνουν βαρύτητα στα εξαιρετικά φωνητικά τους, τα οποία ντύνουν με ήχους διάφορων εγχόρδων, για να φτιάξουν μια δική τους θεώρηση για την indie pop των ημερών που θα ακολουθήσουν. Η παραγωγή, που ανήκει από κοινού στον Dan Cardinal (Josh Ritter, Low Anthem) και το γκρουπ, βγάζει ένα τελικό ήχο που παραμένει μεν πιστός στα 70’ς, αλλά ταυτόχρονα θέλει να πρωτοτυπήσει. Όσοι μάλιστα δεν έχουν ακούσματα από το παρελθόν, είναι σίγουρο ότι θα ξαφνιαστούν πολύ ευχάριστα. Ο δίσκος ακούγεται ολόκληρος, αφού έχει απολύτως ισάξιες συνθέσεις. Στα ασυνήθιστα υπολογίστε επίσης και το ότι, εκτός της μουσικής, και οι στίχοι γράφονται από όλα τα μέλη της μπάντας, αντικατοπτρίζοντας τη μοναδική αναγωγική χαρμολύπη του παρελθόντος, που οι νέες γενιές είναι καταδικασμένες να βιώνουν ως μιζέρια.

 

The Duke Spirit – KINThe Duke Spirit - KIN (Ex-Voto Records)

Τα φωνητικά της Liela Moss, ακόμα κι αν αποσυνδεθούν πλήρως από την εμφάνισή της, τη βάζουν μπροστά από το Λονδρέζικο κουαρτέτο των The Duke Spirit. Έχουν ατόφια την θηλυκή εκφραστικότητα των αρχών της δεκαετίας του ’90, θυμίζοντας εκείνα της Rose Carlotti των Heart Throbs. Η μπάντα με το τέταρτο άλμπουμ της επιχειρεί να διατηρήσει το διαμορφωμένο ροκάδικο προφίλ της, με την κιθάρα να κυριαρχεί, να ρέπει τώρα λίγο περισσότερο προς κάποια hooks και να καθοδηγεί μια rhythm section που εμφανίζει «τάσεις απόσχισης». Ο ήχος τους, ο οποίος ακούγεται σαφώς πιο φρέσκος από εκείνον του “Bruiser” (2011), αποτυπώνεται σε δυνατά τραγούδια και μπαλάντες που γράφτηκαν μόλις σε τρεις εβδομάδες. Η νέα δυναμική οφείλεται και στις συμμετοχές του υπογράφοντα και την παραγωγή Simon Raymonde (Cocteau Twins), καθώς και των Mark Lanegan, Terry Edwards (PJ Harvey, Gallon Drunk) και Sam Windett (Archie Bronson Outfit). Όσο κι αν τα 90’ς έχουν την τιμητική τους, η διαφορά γίνεται από τις post punk και 70’s επιρροές. Ακούστε τα “Blue And Yellow Light”, “Side By Side” και “Hands”, για να μπείτε στο ρυθμό, αλλά και τα “Wounded Wing”, “Sonar” και “Here Comes The Vapour” για να βρεθείτε σε ατμοσφαιρικότερα μουσικά τοπία.