Peter Vrba, Al Margolis, Circuits, Exchange Magnetique, Edition Redux
Μουσική από τρομπέτες, σύνθια, μαγνητοταινίες, κιθάρες, φλάουτα, κιθάρες σε απροσδόκητους δρόμους, χρήσεις και τεχνοτροπίες. Του Νικόλα Μαλεβίτση
Το όνομα του Τσέχου Peter Vrba το έχω ξαναναφέρει στις σελίδες του MiC στην καταγραφή του Hub Edition του No Ordinary Festival και στην κριτική του πανέμορφου CD 'Mutants in Siberia' σε συνεργασία με τον Joke Lanz. Πρόσφατα η σλοβάκικη Mappa κυκλοφόρησε την κασέτα Fumarola σε συνεργασία του με τον (επίσης Τσέχο) κημπορντίστα Kult Masek.
Αν και από τη μικρή μου επαφή με τη δουλειά του Peter Vrba, τόσο ζωντανά όσο και από ηχογραφήσεις, μου έχει δοθεί η εντύπωση ότι κινείται περισσότερο στον χώρο του reductionism ή και πιο πολύ σε διάφορες μορφές αυτοσχεδιασμού, αυτή η κυκλοφορία μου άρεσε γιατί έδειξε μια άλλη πτυχή της δουλειάς του, με ποιον τρόπο η χρήση τρομπέτας και ηλεκτρονικών σε συνεργασία με έναν κημπορντίστα μπορούν να δώσουν ένα όμορφο άμπιεντ αποτέλεσμα.
H αλήθεια είναι ότι με πιο άμπιεντ ήχους δεν ασχολούμαι τα τελευταία χρόνια παρά μόνο περιστασιακά ή αν μου προταθεί κάποια κυκλοφορία. Όταν ο Peter μου έστειλε την κυκλοφορία αυτή, την έπαιξα γεμάτος περιέργεια, καθώς μου ανέφερε ότι ο Masek παίζει σύνθι. Ομολογώ ότι περίμενα κάτι σε πιο αφαιρετικό συχνοτικό αποτέλεσμα και ξαφνικά βρέθηκα να ακούω έναν ωραία δομημένο δίσκο που το ύφος του είναι άμπιεντ, με στοιχεία που σε κάποιο αυτί θα φανούν ίσως ως αναφορές σε μουσικές που η ρίζα τους είναι κεντροευρωπαΙκή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μιλάω για παραδοσιακή μουσική). Μου άρεσε τρομερά ο τρόπος που χρησιμοποιείται ο συνδυασμός τρομπέτας και ηλεκτρονικών, αλλά και ευχάριστη έκπληξη ήταν τα γυναικεία φωνητικά στα τελευταία δύο κομμάτια της κασέτας. Από τις πολύ ωραίες κυκλοφορίες που άκουσα τον τελευταίο καιρό, συστήνεται στους λάτρεις του είδους και όχι μόνο, καθώς ο λυρισμός της ταιριάζει σε αρκετά είδη και μάλιστα σε κινηματογραφική μουσική.
O Al Margolis ίσως σε κάποιους κύκλους δεν θέλει εισαγωγή όντας ο εγκέφαλος πίσω από τη θρυλική κασετοεταιρεία Sound Of Pig music (εν συντομία SOP), το project If, Bwana παίζοντας για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πειραματική / ηλεκτροακουστική μουσική, ιθύνων νους πίσω από την εταιρεία Pogus που μας χάρισε διάφορες τρομερές κυκλοφορίες και επανεκδόσεις διάφορων διαμαντιών της σύγχρονης και ηλεκτροακουστικής μουσικής, κ.ά.
Aν και από το 2024 η κυκλοφορία ‘Correspondences’ στην αγγλική Regional Bears (την οποία προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον ψάχνεται με περίεργες μουσικές να εντρυφήσει γιατί στις μέχρι σήμερα κυκλοφορίες της παρουσιάζει μια ευρεία γκάμα ήχων και μουσικών είτε είναι lo-fi, sound poetry, απλοί πειραματισμοί ή εννοιολογικά παιχνίδια) σε συνεργασία με τον Jim Strong [για τον οποίο δυστυχώς δεν γνωρίζω πολλά πέρα από το ότι έπαιζε στο γκρουπ Eyes of the Amaryllis, ένα γκρουπ το οποίο έχει δώσει ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες] την οποία πρόσεξα πρόσφατα με κέρδισε με την ευφυΐα της αλλά και τα τους καλοδουλεμένους ήχους της. Ένα περίεργο ηλεκτροακουστικό αφήγημα που εκτυλίσσεται στις δύο πλευρές της κασέτας όπου υποβόσκουν εντάσεις οι οποίες εκδηλώνονται για λίγο απότομα για να εξελιχθούν σε άλλη μορφή στον τρόπο που δομούνται τα δύο κομμάτια. Αποδείχτηκε από τις κυκλοφορίες που έχω ακούσει περισσότερο τον τελευταίο μήνα και που πραγματικά σε άλλες εποχές θα σκότωνα να είχα εκδώσει.
Είχα καιρό να ακούσω κυκλοφορίες της Dasa Tapes, κάποιες πρόσφατες τις είχα ακούσει επιδερμικά και, μέσα στο χάος των διάφορων κυκλοφοριών, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξαναγυρίσω να τις ακούσω, αλλά το αμέλησα. Το ‘Circuits’ όμως επειδή το πήρα σε κασέτα έκατσα να το ακούσω με περιέργεια καθώς δεν είχε τύχει να δω ή να ακούσω κάποια σύμπραξη του Σάββα Μεταξά (κιθάρα) με τον Γιάννη Αράπη (κιθάρα) εκτός από κάποια μικρά βίντεο, μάλιστα εδώ βρίσκουμε μαζί τους την Εύη Νάκου (φλάουτο, samples) και τον Δημήτρη Τίγκα (κοντραμπάσο).
Γεμάτος περιέργεια λοιπόν να ακούσω τι έχει δημιουργήσει αυτό το ωραίο κουαρτέτο βρέθηκα σε ήχους που με ξετρέλαναν και καθήλωσαν. Γιατί ευτυχώς έχουμε τέσσερις μουσικούς που δεν μένουν σε έναν στείρο αυτοσχεδιασμό, αλλά παίζουν με μια ευρεία γκάμα ήχων και δημιουργούν κομμάτια που κάλλιστα ο ακροατής μπορεί να κατατάξει σε διάφορες κατηγορίες (άμπιεντ, ηλεκτροακουστικό, αυτοσχεδιαστικό) με σημεία που μ' άρεσαν τρελά και σημεία που μ’ εντυπωσίασε ο τρόπος αλλαγής του ύφους του κομματιού, (αυτό ισχύει και στη σειρά που έχουν διαταχθεί τα κομμάτια) καθώς παίζουν και με τις χροιές των ήχων που δημιουργούν πολύ έξυπνα. Αποτέλεσμα ήταν να έχω πιάσει τον εαυτό μου να έχει χάσει το μέτρημα με το πόσες φορές έχω ακούσει αυτήν την κυκλοφορία τόσο διαδικτυακά όσο και από τη φυσική της μορφή. Μια από τις πιο αγαπημένες μου της τοπικής μας σκηνής για το 2025!
Oι Exchange Magnetique είναι σύνολο που δημιουργήθηκε μέσα στο λόκνταουν το 2020 από τους Lionel Marchetti, Jerome Noetinger, Angela Castelo, Anne-Julie Rollet, Luci Schneider. Βασισμένα σε μια παλιά ιδέα της κασετοκουλτούρας (και της ταχυδρομικής και μη τέχνης) άρχισαν τα μέλη του συνόλου να ανταλλάσουν μαγνητοταινίες και άλλους ήχους μεταξύ τους βάζοντας έναν συγκεκριμένο κανόνα στον τρόπο με τον οποίο θα δουλέψουν. Αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας υπάρχουν στο bandcacmp τους σε δύο κυκλοφορίες.
Πρόσφατα η καβαλιώτικη Biom Edition κυκλοφόρησε την τρίτη ηχογράφηση του συνόλου η οποία ηχογραφήθηκε μεταξύ του Σεπτέμβριου 2023 και Μαρτίου του 2024 και έγινε για συμμετοχή τους στο φεστιβάλ Archipel που γίνεται στη Γενεύη της Ελβετίας.
Αυτή η ωριαία ηχογράφηση μου ξαναθύμισε γιατί οι μουσικές που ακούμε ονομάζονταν κάποτε 'δύσκολες' μουσικές. Αν και σε πρώτη ακρόαση, ιδίως εάν δεν είναι και αρκετά προσεκτική, μπορεί να μοιάσει απλή, παρατηρείς αργότερα ότι θέλει προσήλωση για να την ακούσεις, καθώς αυτή η ηλεκτροακουστική / musique concrète που αφηγούνται οι συντελεστές της έχει αρκετά πράγματα που διαδραματίζονται μέσα της, ωραίους ήχους, χροιές και ηχητικά στρώματα. Από την τρίτη ακρόαση της και μετά κόλλησα μαζί της και κάθε φορά που την ακούω έκτοτε πάντοτε μου μένει η εντύπωση ότι ανακαλύπτω όλο και κάτι που μου ξέφυγε την προηγούμενη φορά. Φανταστική μουσική για απαιτητικούς ακροατές!
Ήταν στην Τρίτη Τανίνη που αναφέρθηκα στο απίστευτο σύνολο των Edition Redux, γκρουπ γύρω από τον βετεράνο σαξοφωνίστα Ken Vandermark και μια παρέα ευφυέστατων μουσικών, Erez Dessel (πιάνο και συνθ), Lily Finnegan (ντραμς) και Beth McDonald (τούμπα και ηλεκτρονικά). Ήταν από τους δίσκους που με είχαν αφήσει σύξυλο.
Πρόσφατα εξέδωσαν τη δεύτερη κυκλοφορία τους 'Broadcast Transformer' που εκ παραδρομής είχα αφήσει να κάθεται σε μια ντάνα 'προς ακρόαση' και ευτυχώς το έπιασα πριν από λίγες εβδομάδες για να με χτυπήσει ο ήχος του σαν γερή γροθιά στο στομάχι. Η αλήθεια είναι ότι όσο μεγαλώνω αρκετά γκρουπ δεν με στέλνουν τόσο όσο θα γινόταν παλιότερα ή άλλα να τα θεωρώ ότι παίζουν ωραία αλλά έναν ήχο που θυμίζει φαγητό σε μπουφέ, ωραίο αλλά ξαναζεσταμένο και γαρνιρισμένο με φιοριτούρες. Δεν θέλω να τα ρίξω όλα στον Καιάδα όμως για να μη το φτάσω στο άλλο άκρο. Πάντως κάθε φορά που ακούω γκρουπ τα οποία έχουν να πουν κάτι δεν σταματάω να παρακολουθώ την εξέλιξη τους.
Και πολλές φορές σκέφτομαι κι εγώ ατάκες που έχουν πει και άλλοι αγαπημένοι μου μουσικοί που συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό, όπως ο Jim Sauter των Borbetomagus που είχε πει κάποτε σε συνέντευξη ότι θέλω να ακούω τη μουσική και να χέζομαι ή πρόσφατα σε μια ανάρτηση του ο Jean Jacques Birge (Un Drame Musical Instantanee, κ.ά) ότι του αρέσει να ακούει μουσική που δεν ανταποκρίνεται μόνο στο μυαλό αλλά που κινεί και όλο το σώμα.
Αυτή την αίσθηση είχα όταν άκουσα τη δεύτερη τους κυκλοφορία λοιπόν. Κυριολεκτικά την άκουσα τρεις φορές στο καπάκι χάρη στην καύλα που μου έφερε. Για μια ακόμα φορά βρίσκουμε ένα δεμένο γκρουπ να παίζει δημιουργική μουσική απίστευτου επιπέδου. Ξεφεύγει πολύ από τα όρια της τζαζ ή της φρη /αβαντ γκαρντ τζαζ και θυμίζει, χωρίς να χάνει ίχνος της απίστευτης ζωντάνιας και φρεσκάδας του, μουσικές κάποιων από τα πιο αγαπημένα μου γκρουπ. Είναι από εκείνους τους δίσκους που θες να ξαναγυρίσεις με την πρώτη ευκαιρία γιατί λειτουργεί σαν τονωτική ένεση ο τόσο δυναμικός και δημιουργικός ήχος του. Σίγουρα είναι μουσική που θα αρέσει και σε κόσμο που ψάχνεται και με τα άκρα του 'ροκ' (πείτε το αβαντ ροκ ή οτιδήποτε άλλο) είναι σίγουρα μουσική που δεν μπαίνει σε καλούπια αλλά ξεφεύγει από στενά όρια χάρη στη μαγεία του ήχου της. Και είναι μια καλή απάντηση σε όσους λένε ότι δεν κυκλοφορεί καλή μουσική στις σκοτεινές μέρες και εποχές που διανύουμε.



