Ένατη Τανίνη

Joachim Nordwall, Bark!, Frans de Waard, Donald Miller, Borbetomagus

Θορυβοεταιρείες και πειραματάνθρωποι, νέα και παλιά ακούσματα, μια συνέντευξη και ένας φόρος τιμής στη νέα έκδοση της στήλης του Νικόλα Μαλεβίτση

Σε καλύτερες εποχές (όσον αφορά τα οικονομικά), στα πλαίσια μιας συναυλίας ή ενός φεστιβάλ ήταν συνήθεια εκτός από μια αφίσσα ή έναn κατάλογο, να ακολουθεί μια κυκλοφορία. Άλλοτε ήταν ένας δίσκος βινυλίου, ένα CD, μια κασσέτα ή καμιά φορά ίσως μια ψηφιακή συλλογή χάριν αναμνήσεων ή και για εξοικονόμηση πόρων. Υπήρξε μια εποχή που κάποιες εταιρείες στα πλαίσια μιας συναυλίας ή μικρού φεστιβάλ εκτύπωναν λίγα 7". Κάποιοι παλιότεροι ίσως θυμούνται τη γερμανική Die Stadt (που, μέσα σε όλα, για μια σειρά ετών επανεξέδιδε σε CD τις δουλειές του Asmus Tiechens) η οποία τύπωνε 7" συλλογές με διάφορους καλλιτέχνες που έπαιζαν σε διοργανώσεις της όπως οι CM von Hausswolff, John Duncan, κ.ά.

Αυτή την εποχή μας θύμισε πρόσφατα ο Joachim Nordwall, ο ιθύνων νους πίσω από τη σουηδική Ideal Recordings. Με αφορμή λοιπόν το πρόσφατο ημερήσιο φεστιβάλ με τους Alice Kemp, Leif Elggren και Joke Lanz έβγαλε ένα 7" σε 100 αντίτυπα με ένα κομμάτι του καθενός με διάρκεια 2' - 2.30' και μια δική του μίξη που κλείνει την κυκλοφορία. Για κάποιον που δεν έχει σχέση με τη δουλειά τους το προτείνω ανεπιφύλακτα ως την πιο φανταστική εισαγωγή στο έργο τους. Η πρώτη πλευρά που χαρακτηρίζεται από ένα περίεργο κομμάτι της Alice Kemp (μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει συνέντευξή της στο τελευταίο τεύχος των εμβοών εδώ, συνέντευξη που πήρε ο Μανώλης Παππάς της Coherent States, αφαιρετικό με ελάχιστους ήχους, ενώ ακολουθεί ένα κομμάτι του Leif Elggren με πειραγμένη τη χροιά της φωνής του σε λογική text sound ή sound poetry. Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τη δεύτερη πλευρά του 7" πιο 'μουσική', στην οποία βρίσκουμε τον Joke Lanz να στήνει ένα δυνατό 2λεπτο κομμάτι παίζοντας με ήχους στους οποίους κάποιος θα δει τις καλύτερες στιγμές του project του Sudden Infant που έχουμε χρόνια να βιώσουμε, άμεσο και δυνατό με μια μόνο απότομη θορυβοέξαρση για να ανεβάσει το κρεσέντο του ήχου και να δώσει τη σκυτάλη στο κομμάτι του διοργανωτή του φεστιβάλ Joachim Nordwall (πριν από λίγους μήνες έπαιξε στην Ελλάδα επίσης, στην Αθήνα, στο δισκάδικο Stellage στην Κυψέλη) που παίζει με τα 3 κομμάτια μιξάροντας τα σ' ένα απολαυστικότατο πειραματικό αποτέλεσμα. Δεν ξέρω αν θα έχουν μείνει κόπιες προς πώληση όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές αλλά αξίζει τον κόπο να αφεθεί κάποιος στους ήχους και ν' απολαύσει τέσσερα μικρά ηχητικά διαμαντάκια.

Η αγγλική Scatter Archive που ανεβάζει διάφορες ηχογραφήσεις είτε από συναυλίες που έχει στήσει ο ιδρυτής της είτε από αρχειακό υλικό διαφόρων καλλιτεχνών, περισσότερο αυτοσχεδιαστών, που παρέμενε ακυκλοφόρητο, σήκωσε πρόσφατα δύο κυκλοφορήσεις-ηχογραφήσεις των Bark!. Τρίο που συνδυάζει αυτοσχεδιασμό και ηλεκτρονικά σε ένα δύσκολο και σύνθετο ηχητικό παιχνίδι, αλλά με τρομερή μαεστρία και ενώ είχαν να βγάλουν υλικό για περίπου μια δωδεκαετία. Αποτελούμενοι από τους Rex Caswell στην κιθάρα, Philip Marks στα ντραμς και Paul Obermayer στα ηλεκτρονικά. Η αλήθεια είναι ότι στους Bark! έφτασα πριν από πολλά χρόνια χάρη στη δουλειά του Paul Obermayer με το γκρουπ Furt (μαζί με τον Richard Barrett) και το CD που είχαν κυκλοφορήσει στην ολλανδική X-OR το 1995 (εταιρεία που έτρεχαν οι Gert Jan Prins και Luc Houtkamp) που ήταν μια πολύ δυνατή κυκλοφορία για ντουέτο αυτοσχεδιαστικών ηλεκτρονικών. Τον Obermayer τον 'συνάντησα' και σε άλλες κυκλοφορίες ή σε άλλα γκρουπ ή ως μέλος του Electroacousic Ensemble του Evan Parker, στην psi του τελευταίου κυκλοφόρησε κάποια άλμπουμ των Bark!. Αλλά ως εδώ η εισαγωγή, στις δύο ξεχωριστές ηχογραφήσεις που ανέβασε η Scatter με τίτλο ‘Swee Factory Sessions 1 & 2’ βρίσκουμε ένα τρίο που θυμίζει την παλιά καλή παράδοση του αγγλικού αυτοσχεδιασμού. Καλοδουλεμένες συνθέσεις, ώρες ώρες λεπτεπίλεπτες με ηχητικές πινελιές να περνάνε ανάμεσα από τους ήχους που στήνονται ως βάση των κομματιών. Θα μπορούσα να αναφέρω μια πληθώρα ονομάτων που μου έρχονται στο νου κάθε φορά που ακούω αυτές τις δύο κυκλοφορίες που στρίμαραν και στριμάρουν εδώ και καιρό στις ψηφιακές ακροάσεις μου, έχοντας φυσικά κατέβει και σε σκληρό μια που η Scatter έχει τις κυκλοφορίες της διαθέσιμες με όποιο αντίτιμο θέλει ο υποψήφιος αγοραστής / ακροατής. Ενώ δεν έχει λίγες ημέρες που ανέβασε και 3ο session από αυτές τις ηχογραφήσεις, σε αυτό θεωρώ ακούγοντάς το ότι το βάρος μετατοπίζεται περισσότερο στα ντραμς και στην κιθάρα ενώ τα ηλεκτρονικά παίζουν πιο διακριτικό ρόλο όχι άσχημο αλλά μου έδωσε την αίσθηση ότι τα πρώτα κομμάτια αυτού του session είναι λίγο κατώτερα των προηγούμενων δύο, ενώ τα υπόλοιπα είναι απολαυστικότατα με αποκορύφωμα το ‘Take 24’.

Όποιος θέλει να θυμηθεί κάποιες από τις πιο ωραίες στιγμές συνόλων με συμβατικά όργανα και ηλεκτρονικά, όχι σα νοσταλγία μια εποχής που σύνολα αυτού του είδους ήταν διαδεδομένα, αλλά ένα τρίο που ακούγεται φρέσκο, δημιουργικό και ανένταχτο δεν έχει παρά να βουτήξει σ΄ αυτές τις τρεις κυκλοφορίες και δεν θ' απογοητευτεί. Εδώ το πρώτο μέρος και εδώ το δεύτερο και το τρίτο.

Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι γραμμές δεν θα γράφονταν σήμερα, για να ακριβολογώ δεν ξέρω πως θα ήταν και η δική μου πορεία των τελευταίων 25 - 30 ετών αν δεν ήταν ο Ron Lessard και η βοήθειά του να στήσω το newsletter μου Absurd στα μέσα των 90s. Είναι το μυαλό πίσω από τη μυθική πειραματική/θορυβοεταιρεία RRRecords, τόνους υποεταιρειών όπως η Dolor Del Estomago / Stomach Ache, κ.ά. (ίσως ο εγκέφαλος πίσω από τη bootleg εταιρεία Rip Records), ο ιθύνων νους πίσω από το one man noise σύνολο Emil Beauleau, μέλος των πειραματιστών Due Process, κοκ. Για χρόνια κυκλοφορούσαν μόνο συνεντεύξεις του, τόσο για τις μουσικές δραστηριότητές του, τις εκδοτικές με την εταιρεία αλλά και το δισκάδικο του RRRecords στο Lowell της Μασαχουσέτης. Ιδέες για ένα βιβλίο για τις δραστηριότητές του έπεφταν κατά καιρούς αλλά ποτέ δεν ολοκληρωνόνταν μέχρι που πέρσι σε χρόνο dt κυριολεκτικά ο Frans de Waard της Korm Plastics πάνω σε κουβέντες τους τον έπεισε να κάτσει να δουλέψει σε ένα βιβλίο εν μέρει αυτοβιογραφικό εν μέρει συλλογή διαφόρων συνεντεύξεων και άρθρων για αυτόν. Το αποτέλεσμα είναι το μοναδικό America's Greatest Noise που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες.

Αξίζει να το διαβάσει όποιος ενδιαφέρεται όχι μόνο για την ιστορία του θορυβοκυκλώματος των 80s, 90s και 00s μαζί με διάφορες αστείες ή μη ιστορίες, για το πώς ο RRRon κυκλοφόρησε ένα από τα πρώτα LP του Ιάπωνα θορυβοποιού Merzbow, αλλά βλέποντάς το σήμερα με πιο αντικειμενική ματιά να πάρει κάποιος μια ιδέα για τα υπέρ και τα κατά του να τρέχεις ένα δισκάδικο με πειραματική μουσική. Να διαπιστώσει πως χρειάζονται διάφορες εναλλακτικές και αποκλίσεις για να το καταστήσεις βιώσιμο, καθώς και τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπισε με το δισκάδικο, το γεγονός ότι ένα δισκάδικο σε μεγάλο βαθμό πουλάει mainstream και συμβατική μουσική και οι πιο περίεργοι δίσκοι φεύγουν μέσω mail order (κάτι που πρόσφατα ανέφερε σε συνέντευξη του και ο Matthias ένας εκ των δύο τύπων που τρέχουν το Discreet Music στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας).

 

Με αφορμή αυτό το βιβλίο και την εκδοτική μανία του Frans με την Korm Plastics που εδώ και χρόνια έχει αφήσει πίσω τη λογική της εταιρείας που βγάζει CD ή βινύλια λόγω της υπερπροσφοράς απ' τη μία και την αύξηση των ψηφιακών μέσων από την άλλη (bandcamp, κ.ά.) του έστειλα λίγες ερωτήσεις για μια μικρή συνέντευξη που παραθέτω λίγο πιο κάτω.

Για το παρελθόν του Frans με την Korm Plastics, το project του Kapotte Muziek, Bee Queen, κ.ά μπορεί να ανατρέξει κάποιος σε παλιότερες συνεντεύξεις στο ακυκλοφόρητο τεύχος Presques Rien των εμβοών που πρωτόλεια μορφή του βρίσκεται εδώ.

- Η Korm Plastics έχει μετατραπεί σε εκδοτικό οίκο βιβλίων τα τελευταία χρόνια. Αισθάνεσαι ότι έχεις φτάσει στο τέλος τουλάχιστον όσον αφορά την κυκλοφορία μουσικής;

Σταμάτησα να κυκλοφορώ μουσική το 2015, όταν κυκλοφόρησα ένα εξαιρετικό LP του Andre de Saint-Obin, μια παλιά κασέτα του. Είναι σπουδαία παλιά μουσική και κανείς δεν αγόρασε αντίγραφο. Έτσι, σκέφτηκα ότι, γαμώ το, να είσαι δισκογραφική εταιρεία, είναι τρελό. Το 2019, έκανα μια δεύτερη έκδοση του βιβλίου μου «This Is Supposed To Be A Record Label», το οποίο πούλησε καλά, οπότε έκανα μερικά ακόμα βιβλία, το Vital (το φανζίν της περιόδου 1987-1995) και σκέφτηκα να κάνω κι άλλα βιβλία. Και αποδεικνύεται ότι μου αρέσει αυτό, μόνο που είναι βαριά μόλις φτάσει ένα νέο φορτίο από τον τυπογράφο.

- Πώς αποφάσισες να κυκλοφορήσεις το βιβλίο για τον RRRon;

Μετά το βιβλίο μου για τη Staalplaat, «This Is Supposed To Be A Record Label», ήθελα να γράψω άλλο ένα βιβλίο και η καλύτερη ιδέα που είχα ήταν αυτή για τον Z'EV, βασισμένη στη συνέντευξη που πήρα από αυτόν. Όμως ήταν σε εκείνο το ατύχημα με το τρένο και δεν ήταν στην Ευρώπη και δεν είχε Skype για να δουλέψει, οπότε συμφωνήσαμε να το κάνουμε όταν θα ήταν αρκετά καλά για να ταξιδέψει πίσω στην Ευρώπη. Και τότε δυστυχώς απεβίωσε. Είχα μερικές άλλες ιδέες, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας να κάνω ένα βιβλίο για την RRRecords. Έστειλα μήνυμα στον Ron και είπε ότι άλλοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς, οπότε ήταν λίγο επιφυλακτικός. Αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, μιλούσαμε, και το αποτέλεσμα είναι κάτι με το οποίο είμαι ενθουσιασμένος.

Σκοπεύεις να κυκλοφορήσεις και άλλα βιβλία για τέτοιες προσωπικότητες; Για να είμαι ειλικρινής, μόλις τελείωσα το βιβλίο του RRRon, είπα στον εαυτό μου: «Διάολε, κάποιος πρέπει να κάνει ένα μικρό βιβλίο για την Big City Orchestra και ούτω καθεξής».

Πράγματι, έχω κάποιες ιδέες- η Big City Orchestra δεν ήταν μεταξύ αυτών, αλλά αν το γράψεις, θα σκεφτώ να το εκδώσω. Επειδή όμως οι άνθρωποι που έχω στο μυαλό μου δεν το γνωρίζουν ακόμα, είναι καλύτερο να μην αναφέρω ονόματα. Ωστόσο, έχω διάφορα άλλα σχέδια, στα οποία περιλαμβάνεται και η «Ιστορία της Broken Flag» του Steve Underwood ως βιβλίο. Ήταν αρχικά ένα εκτενές άρθρο στο φάνζιν As Loud As Possible (σημείωση φάνζιν που βγήκε στα μέσα/τέλη των 00s με γραφιάδες που περιλάμβαναν κόσμο από όλο το φάσμα του πειραματικού κυκλώματος Ευρώπης και Αμερικής, βγήκε ένα τεύχος και ενώ η αρχική ιδέα ήταν για ένα φάνζιν που θα έβγαινε σε τακτικά διαστήματα ή ετήσιο, η ιδέα πάγωσε λόγω άλλων υποχρεώσεων και με την κρίση και μετά έμεινε απλά στο ράφι), το οποίο ανανεώνεται και θα έχει επιπλέον υλικό. Οι εργασίες σε αυτό συνεχίζονται εδώ και πάρα πολύ καιρό, αλλά προχωρούν σιγά σιγά προς την ολοκλήρωση. Το 'True Enough' θα είναι ένα βιβλίο για το 'Bang! An Open Letter', το πρώτο LP των Hafler Trio. Είναι επίσης στα σκαριά εδώ και πολλά χρόνια, αλλά προς το παρόν η κατάστασή του είναι άγνωστη. Μερικά φανζίν σε μορφή βιβλίου: Idwal Fischer/Just Glittering, το βρετανικό noise fanzine, και το On-Slaught, το αμερικανικό fanzine, είναι οι δύο πιο πιθανοί υποψήφιοι. Το βιβλίο του Harold Schellinx του 2012 για το 'Ultra' μεταφρασμένο στα αγγλικά είναι στα σκαριά (για το post-punk/no wave στην Ολλανδία). Μια μετάφραση του 'Viva Italia' του Dmitry Vasiljev από τα ρωσικά στα αγγλικά είναι ένα άλλο ενδεχόμενο. Θα ήθελα πολύ ένα βιβλίο για την Unit Moebius/Bunker Records, το techno σχήμα από τη Χάγη που αποτελεί μια σπουδαία ιστορία. Θα υπάρξει μια μεγαλύτερη, σκληρόδετη δεύτερη έκδοση του 'Giftnalen'. Ίσως ένα βιβλίο για τους Reynols; Τόσα πολλά σχέδια!

 

Θα κλείσω τη στήλη αυτή του μήνα με ένα μικρό αφιέρωμα στο Donald Miller (1958 - 2024)

Ο Donald Miller τα τελευταία χρόνια ίσως να μην ήταν πολύ γνωστός σε κόσμο που μπήκε πρόσφατα στην πειραματική / αυτοσχεδιαστική μουσική αλλά για την παλιά γενιά ήταν μια καταλυτική πολυσχιδής μορφή και ένας καταπληκτικός αυτοσχεδιαστής του οποίου το στυλ στην κιθάρα επηρέασε με τον τρόπο του μια παλιότερη γενιά θορυβοποιών και εν μέρει αυτοσχεδιαστών. Αρχικά στα 70s μέλος των Sick Dicks & The Volkswagens και dj σε φοιτητικό σταθμό του Κολούμπια στη Νέα Υόρκη έπαιζε στα 70s μουσική συνθετών σαν τον Stockhausen, Ξενάκη ή διαφόρων περίεργων αυτοσχεδιαστικών συνόλων ή μουσικών όπως οι Derek Bailey, Evan Parker, Music Improvisation Company. Τις εκπομπές του άκουγαν διάφοροι τύποι, δύο εξ αυτών οι Jim Sauter (σαξόφωνο) και Don Dietrich (σαξόφωνο), παλιοί συμμαθητές που έπαιζαν τζαζ σε γκρουπ που φλέρταραν με την ιδέα και τον ήχο του John Coltrane, χάθηκαν για λίγο καιρό και ξαναβρέθηκαν στα μέσα των 70s σ' ένα γκρουπ που έπαιζε στο στυλ των The Art Ensemble of Chicago μέχρι που ακούγοντας μανιακά την εκπομπή του Miller και ψάχνοντας για δίσκους αυτής της μουσικής πήγαν τον βρήκαν, έδεσαν ως παρέα και από τα τέλη των 70s ξεκίνησαν το δικό τους γκρουπ, τους Borbetomagus. Στην αρχή ως κουαρτέτο μαζί με τον Brian Doherty στα ηλεκτρονικά που έπαιζε μαζί με τον Donald Miller και παίζει στον πρώτο δίσκο τους που έσκασε ως βόμβα στο νεοϋορκέζικο κύκλωμα (και όχι μόνο) στις αρχές των 80s όταν κυκλοφόρησε από την εταιρεία τους Agaric. Ένας καταιγισμός αυτοσχεδιαστικού θορύβου και παράλληλα απίστευτα ηλεκτρονικά που μιλώντας για τη Νέα Υόρκη εκείνης της εποχής δύο ονόματα έρχονται στο νου στο θέμα των ηλεκτρονικών, ο Brian Doherty που φεύγοντας από τους Borbetomagus συνεργάστηκε με τον John Zorn και τον Eugene Chadbourne σε δίσκους που βγήκαν στην Parachute του τελευταίου (βλέπε Archery) και στον Bob Ostertag που έκανε θόρυβο γύρω από το όνομα του και τις πρώτες δουλειές του για να φύγει ως ακτιβιστής δημοσιογράφος στη Νικαράγουα στα 80s στο πλευρό των Σαντινίστας και να ξαναγυρίσει στα αυτοσχεδιαστικά ηλεκτρονικά μια δεκαετία αργότερα που επέστρεψε.

Θ' ακολουθήσει την επόμενη χρονιά το δεύτερο άλμπουμ τους ‘Work on What Has Been Spoilt’ όπου στα ηλεκτρονικά αυτή τη φορά θα βρούμε τον Hugh Davies, εγκέφαλο πίσω από την αγγλική αυτοσχεδιαστική σκηνή των 60s/70s, με αυτοσχέδια ηλεκτρονικά, μικρόφωνα, μέλος των απίστευτων Music Improvisation Company, γνωστό και από σόλο δουλειές αλλά και ως συνεργάτης και μαθητής του Stockhausen στα 60s/ 70s (συμμετέχει στους δίσκους Mikrophonie I & II και Sternklang). Aπό εκεί και μετά αρχίζει η δουλειά τους ως τρίο.

Με τον τρίτο δίσκο τους που έχει ηχογραφήσεις μεταξύ 1979-1982 και ένα αστείο σημείο που σε ένα κομμάτι σταματάνε στο 3ο λεπτό ακούγεται μια φωνή στο βάθος να λέει 'κουρδίζατε τόση ώρα;' για να ακολουθήσει ένας ορυμαγδός θορύβου ως απάντηση. Θα ακολουθήσει μια τρελλή τριαντακονταετία του τρίο, είτε μόνοι τους είτε για ένα διάστημα με την προσθήκη του κοντραμπασίστα Adam Nodelman που εμφανίζεται σε δύο - τρείς δίσκους των 80s ως κουαρτέτο στην οποία κυκλοφορούν, κυρίως στη δική τους εταιρεία Agaric, τους δίσκους τους παίζοντας τον ακραίο αυτοσχεδιαστικό τους θόρυβο σε φεστιβάλ, μπαρ, στέκια, λαιβάδικα ανά τον κόσμο. Μας χαρίζουν απίστευτους δίσκους όπως το ανεπανάληπτο ‘Zurich’ ή το ‘Barbed Wire Maggots’ στα οποία φαίνεται η αυτοσχεδιαστική δημιουργικότητα τους τόσο στο παίξιμο των σαξόφωνων όσο και η ευρηματικότητα του Miller στην κιθάρα (κατά τη γνώμη μου στο ‘Barbed Wire Maggots’ ξεδιπλώνεται όλο το στυλ του).

Θα συνεργαστούν με τους Ελβετούς αυτοσχεδιαστές και δημιουργούς αυτοσχέδιων ηλεκτρονικών Norbert Moeslang και Andy Guhl που έπαιζαν ως Voice Crack τα δικά τους cracked everyday electronics, που ξεκίνησαν ως αυτοσχέδια θορυβοηλεκτρονικά ενώ στα τελευταία χρόνια της πορείας του ντουέτου εξελισσόταν περισσότερο σε ένα ήχο σκοτεινής άμπιεντ ελεκτρόνικα αλλά πίσω στο 1988 θα μας χαρίσουν με τους Borbetomagus το αξεπέραστο και ανένταχτο (ΟΚ κατά πολλούς noise λόγω του παρανοϊκού του θορύβου) ‘Fish That Sparkling Bubble’. Ηχογραφημένο σε ένα μικρό στούντιο σε μια κακόφημη γειτονιά της Νέας Υόρκης που μόλις και μετά βίας χωρούσαν για να στήσουν παραμένει ως σήμερα δίσκος (αγαπημένος) αναφοράς καθώς έφτασαν στα όρια του τον αυτοσχεδιαστικό ήχο. Με τους Voice Crack θα μας χαρίσουν δύο ακόμα δίσκους όχι τέτοιου φρενήρη θορύβου όσο αυτός.

Από εκεί και μετά αρχίζει ένα κρεσέντο θορύβου στον ήχο τους που κυριαρχεί στις περισσότερες κυκλοφορίες που θα βγάλουν στα 90s και 00s που δεν είναι αρκετές αλλά περιστασιακές αφού περισσότερο σκορπούν το χάος της παρουσίας τους στη σκηνή απλά από ένα σημείο και μετά οι κυκλοφορίες τους περισσότερο έχουν να κάνουν με εκδόσεις CD ή βινυλίων που αποτυπώνεται ο φρικαρισμένος θόρυβος που παράγεται στις συναυλίες τους, παρά έχει να κάνει με στούντιο δουλειές. Η πορεία τους θα σταματήσει στα τέλη της πρώτης δεκαετίας των 00s με την τελευταία μεγάλη περιοδεία τους που αποτυπώνεται στο CD 'Trentes Belles Annees".

Ο Donald Miller με τη σύζυγο του Cree έχουν μετακομίσει στη Νέα Ορλεάνη που τους τραβάει περισσότερο, ενώ οι Jim Sauter και Don Dietrich παραμένουν στη Νέα Υόρκη παίζοντας είτε σόλο ή σε διάφορα άλλα project. Χαρακτηριστικότερο όλων θα ανάφερα τον Dietrich, σόλο δίσκο που κυκλοφόρησε στη γαλλική Ellevage De Poussiere και είναι ένα σχιζοφρενικό κρεσέντο ψυχεδελικού θορύβου με τον Dietrich απλά να παίζει με το σαξόφωνο, τον ενισχυτή του και τα εφέ του.

Θα υπάρξουν ελάχιστες κυκλοφορίες τους κι αυτές περισσότερο από παλιότερο ζωντανό υλικό με εξαίρεση ίσως την τελευταία που είναι μια από τις τελευταίες στούντιο ηχογραφήσεις τους την προηγούμενη δεκαετία όταν, χωρίς να έχουν διαλυθεί επίσημα, απλά ακολουθούσαν ο καθένας την πορεία του.

Ο Donald Miller εκτός από κιθαρίστας των Borbetomagus, είχε το δικό του αυτοσχεδιαστικό τρίο τους The Donald Miller Trio, με τους Charles Curtis και Michael J Schumacher, έπαιζε συχνά με τον William Hooker ενώ είχε κυκλοφορήσει και κάποιες σόλο σποραδικές ηχογραφήσεις. Το ‘A little treatise on morals’, τίτλος παρμένος από ατάκα του Γερμανού σουρεαλιστή Hans Bellmer για να περιγράψει τις "120 μέρες των Σοδόμων" του μαρκήσιου Ντε Σαντ. Aρχικά κυκλοφόρησε σε κασέτα στην Audiofile, μυθική αμερικάνικη κασετοεταιρεία των 80s του Charles Howard (έπαιζε και παίζει μουσική ως No Music), επανεκδόθηκε αργότερα σε CD και βινύλιο είχε κομμάτια αφιερωμένα σε τελείως outsider περσόνες που τον επηρέασαν ιδίως στο Hans Bellmer και στον Austin Osman Spare. Δεν θα ήταν ψέμα να πει κανείς ότι ήταν από τους ανθρώπους που στα 80s λόγω της ενασχόλησής του με την αναζήτηση βιβλίων, όντας βιβλιοφάγος ο ίδιος, και του ενδιαφέροντός του για τον αποκρυφισμό έφερε στην επιφάνεια σε συγκεκριμένα κυκλώματα τη δουλειά τέτοιων ανθρώπων. Συχνά πυκνά ανέφερε και τις επιρροές του στις συνεντεύξεις του καθώς εκτός από τη βιβλιομανία και τρέλα με τον αυτοσχεδιασμό, του άρεσε και να ζωγραφίζει διάφορα περίεργα και σουρεαλιστικά σχέδια.

Εάν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με μια τρελή μορφή του αμερικάνικου κυκλώματος, αλλά και να ανακαλύψει παράλληλα και τον ήχο και τον κόσμο των Borbetomagus, τότε προτείνω ανεπιφύλακτα να το κάνει, δεν θα το μετανοιώσει. Μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να αναζητήσει το καταπλητικό ντοκυμαντέρ ‘A Pollock of Sound’ του Jeff Mertens που κυκλοφόρησε το 2017 και είναι αφιερωμένο στους Borbetomagus, καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της καριέρας τους και επίσης μιλάνε και άλλοι μουσικοί για αυτούς όπως ο Thurston Moore, ο Chris Corsano, κ.ά. και παρουσιάζει και αρκετά στιγμιότυπα από συναυλίες τους και όχι μόνο.